Το Αποστολικό Ανάγνωσμα(Β´ Τιμ. γ´ 10-15)
Απόδοση:
Τέκνον Τιμόθεε, ἐσὺ συμπορεύτηκες μαζί μου στὴ διδασκαλία, στὸν τρόπο ζωῆς, στοὺς σκοπούς, στὴν πίστη, στὴ μακροθυμία, στὴν ἀγάπη, στὴν ὑπομονή, στοὺς διωγμούς, στὰ παθήματα σὰν αὐτὰ ποὺ ὑπέμεινα στὴν ᾿Αντιόχεια, στὸ ᾿Ικόνιο, στὰ Λύστρα. Τί διωγμοὺς ὑπέφερα! Κι ἀπ’ ὅλα μὲ γλίτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγώ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ζήσουν μὲ εὐσέβεια, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οἱ πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἀπατεῶνες θὰ προκόβουν στὸ χειρότερο· θὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἄλλους καὶ οἱ ἄλλοι θὰ τοὺς ἐξαπατοῦν. ᾿Εσὺ ὅμως νὰ μένεις σ’ αὐτὰ ποὺ ἔμαθες καὶ ποὺ γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τους ἔχεις τεκμήρια. Ξέρεις ἀπὸ ποιὸν τὰ ἔμαθες· καὶ μὴ λησμονεῖς ὅτι ἀπὸ τὴ βρεφική σου ἡλικία γνωρίζεις τὴ Γραφή, ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ κάνει σοφὸ ὁδηγώντας σε στὴ σωτηρία διὰ τῆς πίστεως στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Λουκ. ιη´ 10-14)
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ῾Ο Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης
μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Απόδοση:
Εἶπε ὁ Κύριος τήν παραβολή· Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. ῾Ο Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικὰ κι ἔκανε τὴν ἑξῆς προσευχὴ σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του· “Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ ἐγὼ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώνη. ᾿Εγὼ νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ δίνω στὸν ναὸ τὸ δέκατο ἀπ’ ὅλα τὰ εἰσοδήματά μου”. ῾Ο τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολὺ πίσω καὶ δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό. Χτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ ἔλεγε· “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό”.
Σᾶς βεβαιώνω πὼς αὐτὸς ἔφυγε γιὰ τὸ σπίτι του ἀθῶος καὶ συμφιλιωμένος μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατὶ ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τὸν ταπεινώνει θὰ ὑψωθεῖ».