Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 6 Οκτωβρίου 2013 – Κυριακή Γ´ Λουκά

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
(Β´ Κορ. δ´ 6-15) 

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ᾿Αεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. ῞Ωστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. ῎Εχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, «᾿Επίστευσα, διὸ ἐλάλησα», καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.


Απόδοση: 
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι νὰ λάμψει φῶς, αὐτὸς ἔλαμψε μέσα στὶς καρδιές μας καὶ μᾶς φώτισε νὰ γνωρίσουμε τὴ δόξα του στὸ πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Αλλὰ ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε αὐτὸν τὸν θησαυρὸ εἴμαστε σὰν τὰ πήλινα δοχεῖα· ἔτσι γίνεται φανερὸ πὼς ἡ ὑπερβολικὴ ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ κι ὄχι ἀπὸ μᾶς. ῍Αν καὶ μᾶς πιέζουν ἀπὸ παντοῦ, δὲν μᾶς καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σὲ ἀδιέξοδο, ἀλλὰ δὲν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεὸς ὅμως δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μὰ δὲν χάνουμε τὸν ἀγώνα. Συνεχῶς ὑποφέρουμε σωματικὰ μετέχοντας ἔτσι στὸν θάνατο τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, γιὰ νὰ φανερωθεῖ στὸ πρόσωπό μας ἡ ζωὴ τοῦ ἀναστημένου ᾿Ιησοῦ. Δηλαδὴ εἴμαστε ζωντανοί, ἀλλὰ ἐκθέτουμε συνεχῶς τὸν ἑαυτό μας στὸν θάνατο γιὰ χάρη τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὥστε νὰ φανερωθεῖ στὸ θνητό μας σῶμα ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῎Ετσι, ἐμᾶς μᾶς ἀπειλεῖ συνεχῶς ὁ θάνατος, ἐνῶ ἐσεῖς κερδίζετε τὴ ζωή. ῎Εχουμε, λοιπόν, τὴν ἴδια ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ποὺ ἀναφέρει ἡ Γραφή· ᾿Εμπιστεύτηκα τὸν ἑαυτό μου στὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ μίλησα. Κι ἐμεῖς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ κηρύττουμε. Ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός, ποὺ ἀνέστησε τὸν Κύριο ᾿Ιησοῦ, θὰ ἀναστήσει καὶ ἐμᾶς διὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ θὰ μᾶς παρουσιάσει μπροστά του μαζί σας. ῞Ολα, λοιπόν, γίνονται γιὰ σᾶς. ῎Ετσι, ὅσο πιὸ πολλοὶ δεχτοῦν τὴ χάρη, τόσο πιὸ μεγάλη θὰ εἶναι ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία πρὸς τὸν Θεό.




Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Λουκ. ζ´ 11-16) 


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ῾Ως δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς
μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.


Απόδοση: 
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, πῆγε ὁ ᾿Ιησοῦς σὲ μιὰ πόλη ποὺ λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πολὺ πλῆθος. Τὴν ὥρα ποὺ πλησίαζαν στὴν πύλη τῆς πόλης, ἔβγαζαν ἕναν νεκρό, τὸν μονάκριβο γιὸ μιᾶς μάνας, ποὺ μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολὺς ἀπὸ τὴν πόλη τὴ συνόδευε. ῞Οταν εἶδε τὴ χήρα ὁ Κύριος, τὴ σπλαχνίστηκε καὶ τῆς εἶπε· «Μὴν κλαῖς». ῎Επειτα προχώρησε, ἀκούμπησε τὴ σορό, καὶ ἀφοῦ στὸ μεταξὺ αὐτοὶ ποὺ βαστοῦσαν τὸ φέρετρο σταμάτησαν, εἶπε· «Νεαρέ, σὲ διατάζω νὰ σηκω-θεῖς». ῾Ο νεκρὸς ἀνακάθισε κι ἄρχισε νὰ μιλάει. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. ῞Ολους τοὺς κυρίεψε δέος καὶ δόξαζαν τὸν Θεό· «Μεγάλος προφήτης», ἔλεγαν, «ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας!» καί· «῾Ο Θεὸς ἦρθε νὰ σώσει τὸν λαό του!»