Επιστολή Αποστόλου Παύλου – Προς Κορίνθιους Α’, Θ'(9) 2-12

εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.
ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί.
Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν;
μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς;


ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι;
τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει;
Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει;
ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ;
ἢ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι.Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν;

εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Τα δικαιώματα του αποστόλου

Αν για άλλους δεν είμαι απόστολος, αλλά βέβαια για σας είμαι. γιατί η σφραγίδα της αποστολής μου εσείς είστε στον Κύριο.
Η δική μου απολογία σ’ όσους με ανακρίνουν είναι αυτή.
Μήπως δεν έχουμε εξουσία να φάμε και να πιούμε;
Μήπως δεν έχουμε εξουσία να περιφέρουμε αδελφή γυναίκα όπως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και ο Κηφάς;
Ή μόνος εγώ και ο Βαρνάβας δεν έχουμε εξουσία να μην εργαζόμαστε;
Ποιος στρατεύεται με δικά του έξοδα ποτέ; Ποιος φυτεύει αμπελώνα και τον καρπό του δεν τρώει; Ή ποιος ποιμαίνει ποίμνιο και από το γάλα του ποιμνίου δεν τρώει;
Μήπως κατά ανθρώπινο τρόπο αυτά μιλώ ή και ο νόμος δε λέει αυτά;
Γιατί μέσα στο νόμο του Μωυσή είναι γραμμένο: Δε θα φιμώσεις βόδι που αλωνίζει. Μήπως μόνο για τα βόδια μέλει το Θεό
ή και για μας εννοεί ολοκληρωτικά; Για μας, βεβαίως, γράφτηκε, γιατί οφείλει όποιος οργώνει να οργώνει με ελπίδα, και όποιος αλωνίζει να έχει ελπίδα στο να μετέχει.
Αν εμείς σ’ εσάς σπείραμε τα πνευματικά, είναι μεγάλο πράγμα αν εμείς θερίσουμε από εσάς τα υλικά;
Αν άλλοι μετέχουν στην εξουσία πάνω σας, δεν πρέπει περισσότερο εμείς; Αλλά δε χρησιμοποιήσαμε την εξουσία αυτή, αλλά τα πάντα ανεχόμαστε, για να μη δώσουμε κανένα εμπόδιο στο ευαγγέλιο του Χριστού.

Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΙΗ'(18) 23-35

Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ.
ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων.
μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω.
σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ.
ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις.
πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι.
ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον.
ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα.
τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.
οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;
καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ.
Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

Νεοελληνική Απόδοση

Η παραβολή του δούλου που δε συγχωρούσε

Γι’ αυτό ομοιώθηκε η βασιλεία των ουρανών με έναν άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του.
Και όταν αυτός άρχισε να το κάνει, έφεραν προς αυτόν έναν οφειλέτη δέκα χιλιάδων ταλάντων.
Μην έχοντας όμως αυτός να τα αποδώσει, διέταξε ο κύριος να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα έχει, και να αποδοθούν τα χρήματα.
Έπεσε λοιπόν ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Μακροθύμησε προς εμένα, και όλα θα σου τα αποδώσω».
Τον σπλαχνίστηκε τότε ο κύριος εκείνου του δούλου και τον απόλυσε και του άφησε το δάνειο.
Όταν όμως εξήλθε εκείνος ο δούλος, βρήκε έναν από τους σύνδουλούς του που του όφειλε εκατό δηνάρια και, αφού τον κράτησε, τον έπνιγε λέγοντας: «Απόδωσε ό,τι μου οφείλεις».
Έπεσε, λοιπόν, στα πόδια του ο σύνδουλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: «Μακροθύμησε προς εμένα, και θα σου τα αποδώσω».
Εκείνος δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έριξε στη φυλακή, ωσότου αποδώσει το οφειλόμενο.
Όταν είδαν λοιπόν οι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πάρα πολύ και ήρθαν και εξήγησαν λεπτομερώς στον κύριό τους όλα όσα έγιναν.
Τότε, τον προσκάλεσε ο κύριός του και του λέει: «Δούλε κακέ, όλη την οφειλή εκείνη σου άφησα, επειδή με παρακάλεσες.
Δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις το σύνδουλό σου όπως κι εγώ σε ελέησα»;
Και οργίστηκε ο κύριός του και τον παράδωσε στους βασανιστές, ωσότου αποδώσει όλο το οφειλόμενο χρέος.
Έτσι και ο Πατέρας μου ο ουράνιος θα κάνει σ’ εσάς, αν δεν αφήσετε τις αμαρτίες καθένας σας στον αδελφό του μέσα από τις καρδιές σας.