Η διαδικασία εκρίζωσης των παθών γίνεται με αντίστροφη πορεία από αυτή της δημιουργίας της. Τα πάθη γεννώνται στο νου του ανθρώπου και καταλήγουν στη θέλησή του. Ο αγώνας για την ίαση τους αρχίζει από τη θέληση και καταλήγει στο νου. Αρχίζει, δηλαδή, από την υποταγή της θέλησης του ανθρώπου στη θέληση του Θεού για να φωτιστεί και κατόπιν φτάνοντας στο νου να τον εξαγνίζει με τον φωτισμό της. Ο νους θα κενωθεί εν Χριστώ και θα παραμείνει άσβεστος ο θείος του φωτισμός όταν θα διώξει από τη ψυχή του τα εμπαθή νοήματα και όταν προσηλωθεί στη πνευματική ζωή.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής παρουσιάζει γλαφυρά αυτή την πνευματική διαδικασία. Το εμπαθές νόημα έχει σχέση με το πράγμα π. χ. άνθρωπός, με το νόημα του πράγματος , την απλή μνήμη του , δηλαδή, με το πάθος, την άλογη φιλία ή το αλόγιστο μίσος για κάποιο πράγμα. Ο εμπαθής λογισμός είναι η σύνθεση του πάθους και του νοήματος. Ο νους μόνο όταν διασπάσει τον εμπαθή λογισμό στα «εξ ων συνετέθη» θα μπορέσει να τον νικήσει. Όταν διαχωρίσει, δηλαδή, το πάθος από το νόημα για να μείνουν αμόλυντοι οι λογισμοί του. Αυτός ο διαχωρισμός αφαιρεί από τις μνήμες ή τις παραστάσεις την εμπαθή νοηματική διάθεση προς τα πράγματα τα οποία αντιπροσωπεύουν. Και όταν τα πάθη αποχωριστούν τα νοήματα τους τότε ο νους μετέχει στα πράγματα με απάθεια.

Ο αγώνας κατά των παθών γίνεται και εκτός Εκκλησίας αλλά αυτός ο αγώνας δεν είναι ολοκληρωτικός αλλά επιλεκτικός. Δεν καταπολεμούνται όλα τα πάθη αλλά μόνο εκείνα τα οποία έχουν επιλεγεί. Τέτοια είναι συνήθως τα θεωρούμενα κοινωνικά επιλήψιμα. Επίσης καταπολεμούνται με λάθος τρόπο επειδή οι αγωνιζόμενοι δεν γνωρίζουν τη ρίζα τους η οποία είναι η υπερηφάνεια . Και όταν αυτή παραμένει αλώβητη τα πάθη παραμένουν και ο αγώνας είναι ημιτελής. Όταν η καταπολέμηση γίνεται μέσα από το σώμα του Χριστού ο αγώνας τελειώνεται διότι στην Εκκλησία βιώνεται η ταπείνωσή.

Η απάθεια

Η ανυπαρξία των παθών δημιουργεί την απάθεια. Αυτή η κατάσταση δεν είναι για την Εκκλησία αρνητική επειδή θεωρεί όλες τις ανθρώπινες ικανότητες και λειτουργίες απαραίτητες για την τελείωση του. Η απάθεια δεν είναι δηλαδή οικειοθελής εγκατάλειψη από τη ζωή , ούτε νέκρωση συναισθημάτων, ούτε ψυχική αναλγησία. Η Εκκλησία δεν ζητά την νέκρωση των ψυχικών λειτουργιών και ειδικά του παθητικού μέρους της (Θυμικό και επιθυμητικό) αλλά την αποστροφή τους στο κακό και την επιστροφή ή την εμμονή τους στο καλό. Απαθής επομένως είναι ο χριστιανός ο οποίος είναι κενός από πονηρές σκέψεις, συνήθειες και έργα και είναι γεμάτος με την αρετή. Επιπλέον στην πατερική παράδοση η απάθεια συνδέεται με την αγάπη η οποία τη μετατρέπει σε ένθεο πάθος το βίωμα του οποίου εξουδετερώνει τα αμαρτωλά πάθη και απεγκλωβίζει την αρετή.

Το κακό το οποίο εμφανίζεται στο αυτεξούσιο μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσα από αυτό , με την προϋπόθεση ότι για αυτό τον πόλεμο θα υπάρξει συγκατάθεση από τον κάτοχο του αυτεξούσιου. Από το αυτεξούσιο επειδή είναι προσωπικό καταλογίζεται στον άνθρωπο προσωπική ευθύνη για την ύπαρξη του κακού στο κόσμο, διότι όλα τα κακά είναι μέσα στον άνθρωπο. Η μόνη μέθοδος καταστροφής του κακού είναι η καθυπόταξη του στο καλό (αγαθό). Το μόνο θανάσιμό αμάρτημα του ανθρώπου είναι η μετάθεση της ευθύνης του για την ύπαρξη του κακού σε άλλους. Διότι κάθε ατομικό ανθρώπινο αμάρτημα καταστρέφει την αρμονία του κόσμου. Λάθος το κληρονομημένο από τον Αδάμ. Ο άνθρωπος σαν ομοίωση του Θεού είναι ταυτόχρονα μικρόκοσμος (πρόσωπο) και μακρόκοσμος (κόσμος). Με αυτή την ιδιότητα του είναι συνυπεύθυνος για την ύπαρξη του κακού στο κόσμο και για να τον απαλλάξει πρέπει να αγωνίζεται διαρκώς. Διότι μια τέτοια νίκη θα είναι νίκη ολόκληρου του κόσμου.(Μαντζαρίδης ΙΙ,2010:66-71 )

Το πάθος κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό είναι διττό: σωματικό και ψυχικό. Το σωματικό πάθος ευθύνεται για όλες τις ασθένειες και τα έλκη που ταλαιπωρούν το σώμα. Το πάθος της ψυχής δημιουργεί τις βασανιστικές καταστάσεις της επιθυμίας και του θυμού. Εκτός από αυτά τα δύο βασικά πάθη υπάρχει στην κοινή αντίληψη των ανθρώπων και μια τρίτη κατηγορία παθών, εκείνη των παθών του ζώου, προκλημένα συναισθήματα της οποίας είναι η ηδονή και η λύπη. Η ουσία του πάθους δεν ταυτίζεται με τα συναισθήματα που προκαλεί, διότι αν συνέβαινε αυτό τότε οι άνθρωποι που δεν αισθάνονται θα ένιωθαν τη λύπη και τον πόνο. Στη ζωή, όμως, συμβαίνει το αντίθετο, οι αναίσθητοι δεν αισθάνονται την λύπη ή τον πόνο. Επομένως, το πάθος δεν είναι σωματικό η ψυχικό συναίσθημα (πόνος ή λύπη), αλλά η ίδια η αίσθηση του πάθους. Αλλά, για να αντιληφθεί η αίσθηση το πάθος πρέπει αυτό να είναι δυνατό , δηλαδή, μεγάλο.

Ο Δαμασκηνός ορίζει το πάθος της ψυχής σαν κίνηση της δύναμης του ορεκτικού τμήματος της, η οποία μέσω της φαντασίας αντιλαμβάνεται ή αισθάνεται το καλό (αγαθό) ή το κακό. Πιο συγκεκριμένα, το πάθος είναι η προσδοκία της ψυχής, του καλού η του κακού, η οποία εκδηλώνεται με μια άλογη κίνηση. Η κίνηση της προσδοκίας της ψυχής προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση γεννά εκδηλώσεις διαφορετικών παθών. Η προσδοκία του καλού ενεργοποιεί την δύναμη της επιθυμίας, ενώ αντίθετα, η προσδοκία του κακού προκαλεί το θυμό. Αλλά δεν είναι πάθος η οποιαδήποτε κίνηση του παθητικού, αλλά μόνο εκείνη οι οποία είναι έντονη και εκείνη η οποία εμπίπτει στην αίσθηση. Συνεπώς το πάθος πρέπει να έχει ένα μεγάλο βαθμό έντασης ικανό για να γίνεται αντιληπτό από την αίσθηση. Για τον λόγο αυτό οι μικρές σε ένταση κινήσεις δεν είναι πάθη διότι δεν προσλαμβάνονται από την αίσθηση. Το ζωικό πάθος είναι κατά τον Δαμασκηνό και αυτό κίνηση μεν , αλλά από μια περιοχή σε μία άλλη. Είναι η πορεία του δρώντος πάσχοντος από την εκδήλωση, π.χ. του θυμού προς στην τέλεση βίαιας πράξης. Η κίνηση χρειάζεται ενέργεια, η οποία και αυτή μεν είναι κίνηση αλλά δραστική. Το δρών ή δραστικό ον κινείται μόνο από τον εαυτό του. Σύμφωνα με αυτό τον ορισμό ο θυμός είναι ενέργεια του θυμικού μέρους της ψυχής, αλλά είναι ταυτόχρονα και πάθος και των δύο μερών του ανθρώπου: του σώματος και της ψυχής. Η σταθερότητα ή η αλλοίωση της ενέργειας εξαρτάται από την κινητική της ροπή. Η ενέργεια η οποία κινείται κατά φύση, παραμένει ενέργεια, όταν, όμως, η κίνηση της είναι παρά φύση τότε γίνεται πάθος, όπως επίσης, γίνεται πάθος και όταν κινείται αυτόνομα ή ετερόνομα. Η κίνηση της καρδίας π.χ. όταν χτυπά, επειδή είναι φυσική, κατά φύση, δηλαδή, θεωρείται ενέργεια, αντίθετα η κίνηση της όταν πάλλεται , επειδή, οι παλμοί της είναι άμετροι και παρά φύση την εκλαμβάνομαι σαν πάθος.(Δαμασκηνός, 2009: 171-17)