Του Αρχιμ. Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου
Iεροκήρυκος Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Αθήνων
Ἀρκετὲς φορὲς ἔρχεται στὸ προσκήνιο ἡ διαμαρτυρία πολιτῶν γιὰ ἐνόχλησή τους ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς καμπάνας, δηλαδὴ τὴν κωδωνοκρουσία ἀπὸ γειτονικὸ ναό.
Ἱστορικῶς ἀναφέρουμε ὅτι οἱ καμπάνες ἐμφανίζονται λίαν ἐνωρὶς στὴ Δύση καὶ ὠνομάσθηκαν καμπάνες ἀπὸ τοῦ ὀνομαστοῦ χαλκοῦ τῆς Καμπανίας, ὅπου τὸ πρῶτον κατασκευάστηκαν.
Βυζαντινοὶ χρονογράφοι ἀναφέρουν τὶς καμπάνες, ὅπως ὁ Παχυμέρης στὴ Βιογραφία γιὰ τὸν Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο, ὅπου καὶ τὶς ὀνομάζει «συντακτηρίους κώδωνας τῆς ἐκκλησίας».
Ὀφείλουμε ἀκόμη νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἀπηγόρευσαν τὴν χρήση τῶν κωδώνων κατὰ τοὺς χρόνους τῆς σκληρᾶς δουλείας, οἱ δὲ κώδωνες τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας μετεποιήθηκαν σὲ τηλεβόλα.
Κατὰ τὴν ὡς ἄνω περίοδον τῆς τουρκοκρατίας μόνο στὴ Ρωσία ἠκούετο ὁ ἦχος τῆς καμπάνας καὶ τοῦτο μέχρι τὸ 1917 ὅτε ἀφηρέθησαν ἀπὸ τοὺς ναούς.
Οἱ κώδωνες, κοινῶς καμπάνες, τῶν ἱερῶν ναῶν συγκαταλέγονται στὰ ἱερὰ σκεύη αὐτῶν καὶ εἶναι ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν δημόσια λατρεία. Αἰῶνες τώρα, ἡ κωδωνοκρουσία ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας καὶ τυγχάνει πρακτικὴ ἐκδήλωση τοῦ δικαιώματος θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν πιστῶν.
Τὸ ὡρολόγιον στὸ κωδωνοστάσιον, ἐννοεῖται, ἐξαιρεῖται, καθ’ ὅτι δὲν συνδέεται μὲ τὴν θεία λατρεία.
Ὡστόσο δὲν νομίζομεν ὅτι πρέπει νὰ καταργηθεῖ μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι σήμερα ὁ καθένας ἔχει ρολόϊ καὶ μπορεῖ νὰ μαθαίνει τὴν ὥρα.
Ἀποτελεῖ πολιτιστικὸ στοιχεῖο τοῦ οἰκισμοῦ μιᾶς κωμόπολης, ὅπως μία πηγή, ἕνας ἀνδριάντας, ἕνας πλάτανος, ἕνα προσκυνητάριο, εἶναι ἕνα στολίδι γιὰ τὸ χωριό.
Πολλοὶ δὲ ὁμογενεῖς μας ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ στέλνουν χρήματα καὶ φτιάχνουν κωδωνοστάσιο καὶ μάλιστα μὲ ρολόϊ, τὸ ὁποῖο φέρνει οἰκογενειακὲς ἀναμνήσεις ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς ἀποτελεῖ καὶ μία εὐχάριστη συντροφιὰ στοὺς κατοίκους.
Βεβαίως, ἐξ ἐπόψεως νομοθετικῆς, τὸ ὅλο ζήτημα τῆς κωδωνοκρουσίας ἔχει σχέση μὲ τὴν λεγομένη ἠχητικὴ ρύπανση ἢ μὴ τοῦ περιβάλλοντος. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ἐν γένει τοῦ θορύβου τοῦ προερχομένου ἀπὸ τὴν κρούση τῆς καμπάνας τοῦ ναοῦ.
Κατὰ τὴν κειμένη νομοθεσία ὁ Ν. 1650/86 προβλέπει τὴν προστασία τοῦ περιβάλλοντος και συγκεκριμένα ὁρίζει (ἄρθρο 2) ὅτι ὡς ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος θεωρεῖται καὶ ὁ θόρυβος, ἐφ’ ὅσον ὅμως ἔχει τοιαύτη ἔνταση ὥστε νὰ προκαλεῖ ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις στὴν ὑγεία.
Ἐπίσης τὸ ἴδιο ἀναφέρει καὶ τὸ Π. Δ. 1180/81 τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν λειτουργία βιομηχανικῶν καὶ μηχανολογικῶν ἐγκαταστάσεων καὶ θεωρεῖ ὡς ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος τὸν θόρυβον. Ἐπίσης καὶ ἡ ὑπ’ ἀρ. 49/02 Ὁδηγία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου κάμνει λόγο γα προστασία τοῦ πολίτου ἀπὸ τὸν θόρυβο.
Ἐξ ἄλλου ὑφίστανται καὶ ἡ ὑπ’ ἀρ. 1032/2/37ια/1996 ἀστυνομικὴ διάταξη ἡ ὁποία προβλέπει μέτρα γιὰ τὴν τήρηση τῆς κοινῆς ἡσυχίας ὡς καὶ ἡ ὑπ’ ἀρ. 3010/15-1-86 ὑγιειονομικὴ διάταξη, ἡ ὁποία προβλέπει μετρήσεις μὲ εἰδικὰ μηχανήματα τῆς ἐπιτρεπόμενης ἠχοστάθμης.
Οἱ παραπάνω βεβαίως διατάξεις τοῦ κοινοῦ καὶ κοινοτικοῦ νομοθέτου θὰ πρέπει πάντοτε νὰ ἐντάσσονται σὲ ἐκεῖνες τοῦ Συντάγματος καὶ εἰδικότερα τῶν ἄρθρων 13 καὶ 24.
Συνεπῶς, τὸ ζήτημα τῆς κωδωνοκρουσίας εἶναι θέμα ὄχι ἀπαγορεύσεως ἀλλὰ θέμα ἐντάσεως τοῦ ἤχου, τῶν «ντεσιμπέλ», κυρίως σὲ ἀστικὲς πυκνοκατοικημένες περιοχές, ὅπου μάλιστα τὸ κωδωνοστάσιον γιὰ παράδειγμα βρίσκεται πλησίον τῶν τελευταίων ὀρόφων τῶν πολυκατοικιῶν.
Τὸ ὅλο θέμα πάντοτε ἐξετάζεται κατὰ περίπτωσιν (ὡς παράδειγμα ἀναφέρουμε τὴν ἐξαιρετικὴ ἀπόφαση τοῦ Μον. Πρωτοδικείου Βόλου ὑπ’ ἀρ. 1214/2003) καὶ καλὸν εἶναι νὰ ἀποφεύγονται ἐν γένει οἱ ὑπερβολὲς καὶ ἀκρισίες.
Ἐπιπροσθέτως ὀφείλουνε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἔχουν ἐκδοθεῖ καὶ σχετικὲς ἐκκλησιαστικὲς ἐγκύκλιοι, ὡς ἡ ὑπ’ ἀρ. 2855/9-7-2003 τῆς Ι. Σ. ὡς καὶ λίαν κατατοπιστικὸ τυγχάνει καὶ τὸ ὑπ’ ἀρ. πρωτ. 1907/7-6-2005 ἔγγραφο τῆς Ι.Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον Περιβάλλοντος, Χωροταξίας καὶ Δημ. Ἔργων.
Ὡστόσο, ἄλλο θέμα εἶναι ἡ σωστὴ διαχείριση τῆς κωδωνοκρουσίας καὶ ἄλλο ὁ ἰδεολογικὸς γενικότερος προβληματισμὸς ἂν πρέπει νὰ ὑπάρχουν καμπάνες καὶ νὰ ἠχοῦν. Ὑπάρχουν καὶ σχετικὲς δικαστικὲς ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες δέχονται ὅτι ὁ ἦχος τῆς καμπάνας εἶναι δικαίωμα αὐτοπροσδιορισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν παραβιάζει τὶς διατάξεις τοῦ νόμου περὶ ἠχορυπάνσεως..
Οἱ καμπάνες στοὺς ναοὺς εἶναι ἀπὸ μακροῦ χρόνου θεσμὸς ὄχι μόνον στὸς ἑλλαδικὸ χῶρο, ἀλλὰ καὶ στὸν εὐρωπαϊκό. Μέχρι σήμερα στὶς μεγάλες πρωτεύουσες τῆς Εὐρώπης, Παρίσι, Λονδίνο, Ρώμη, Βιέννη κτλ. ἠχοῦν οἱ καμπάνες.
Στὴν Ἑλλάδα, μάλιστα, ὁ ἦχος τῆς καμπάνας εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἕλληνος. Ἡ κωδωνοκρουσία ἀποτελεῖ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο στοιχεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ πολιτιστικοῦ περιβάλλοντος.
Ἰδιαίτερα στὴν ἐπαρχία, στὸ χωριό, ἡ καμπάνα εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἀφύπνισης ὅτι ζῶ, ὑπάρχω, ἔχω ταυτότητα καὶ δὲν εἶμαι νεκρωμένος καὶ ἀνύπαρκτος. Ἔπειτα γιὰ τὸν πιστὸ χριστιανό, ὁ ἦχος τῆς καμπάνας θυμίζει τὸν Θεό, τὴν λατρεία πρὸς Αὐτὸν τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου καὶ Πλάστη καὶ εἶναι μία πρόσκληση γιὰ προσευχή.
Ἀλλοίμονο ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνον ὅ, τι τρώγει καὶ ζεῖ βίο βοσκηματώδη. Ὁ ἄνθρωπος ἀναφέρεται πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὰ ἄνω. Ἔχει ψυχὴ καὶ δὲν εἶναι μόνο σῶμα.
Μερικοὶ βέβαια, οἱ ὁποῖοι στρέφονται ἐναντίον τῆς κωδωνοκρουσίας, μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι ἐνοχλοῦνται, δὲν εἶναι ὁ βαθύτερος λόγος αὐτὸς τὴς ἐνοχλήσεως, ὅτι δηλαδὴ χάνουν τὴν ἀνάπαυσή τους.
Ὄπισθεν τοῦ λόγου αὐτοῦ κρύπτεται ἡ πολεμικὴ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀθεϊστικὴ ἀντίληψη, ὁ μηδενισμὸς καὶ ἡ ἐν γένει ἀπαξίωση τῆς ἔννοιας τῆς ἱερότητας.
Θέλουν αὐτοὶ οἱ συνάνθρωποι νὰ μὴν ἀκούγεται ὄχι μόνον ὁ ἦχος της καμπάνας, ἀλλὰ ἐν γένει ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ θεία διδασκαλία Του. Θέλουν νὰ σβήσει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ βασικὰ νὰ μὴν ἐπηρεάζει τὸ δημόσιο βίο. Εἶναι ὡς νὰ λέγουν: «Φύγε Θεέ, δὲν σὲ θέλω».
Ὅμως, μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεό; Ὡς ἔλεγε ὁ Γκαῖτε, ὅπου χάθηκε ὁ Χριστιανισμός, ὑπῆρξαν μόνο δάκρυα πίκρας. Βέβαια, ὡς ἔχει ἀποδείξει στὸ διάβα τῶν αἰώνων τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, κάποτε καὶ γιὰ αὐτοὺς θὰ ἔλθει ἡ ὥρα ποὺ θ’ ἀναζητήσουν τὸν οὐρανό, τὸν Θεό, τὴν Ἐκκλησία.
Συνεπῶς, ὁ διακριτικὸς ἦχος τῆς καμπάνας πρέπει νὰ ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν Θεό.
Θὰ πρέπει προσέτι νὰ σημειώσουμε ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν τὴν κατάργηση τῆς κωδωνοκρουσίας καὶ γιὰ ἄλλους λόγους γενικοτέρους.
Καὶ οἱ λόγοι αὐτοὶ ἐγγίζουν τὰ τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας θέματα. Δηλαδὴ ἐπιδίωξή τους εἶναι ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς Ἑλλάδος, ἡ λησμόνηση τοῦ «ποιοί εἴμεθα» καὶ ἡ ἐπικράτηση ἑνὸς παγκοσμιοποιημένου πολυπολιτισμικοῦ status, χωρὶς σύνορα, προσωπικότητα, ἤθη καὶ ἔθιμα, χωρὶς ἰδιοπροσωπία.. Ἀλλὰ ἄνθρωπος χωρὶς ἴδιον πρόσωπο καὶ ἔθνος, χωρὶς τὴν δική του ἀναφορά, εἶναι προσωπεῖο καὶ φρικτὴ «καρικατούρα».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρουμε δύο παραδείγματα μὲ ἰδιαίτερη σημασία.
Τὸ πρῶτο, εἶναι ἡ Ρωσία, ἡ ὁποία μετὰ τὴν κατάρρευση τῆς ἀθεϊστικῆ προπαγάνδας καὶ ἰδεολογίας, ἐπεδίωξε νὰ κτίσει ναοὺς καὶ μάλιστα ὑπερμεγέθεις, ὅπερ καὶ ἔγινε σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, καὶ φυσικὰ οἱ ρωσικὲς μεγάλες καμπάνες ἠχοῦν μεγαλοπρεπῶς..
Τὸ δεύτερο, εἶναι τὸ ἐξ ἀντιθέτου σκεπτικὸ ὅτι οἱ μουσουλμανικὲς χῶρες, μετὰ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ τηροῦν τοὺς θεσμούς τους καὶ μάλιστα στεντορίᾳ τῇ φωνῇ ἀκούγονται οἱ προσευχές τους πολλάκις τῆς ἡμέρας καὶ τίποτε δὲν ἀπεμπολοῦν.
Ἐμεῖς, ἐλευθέρως, δημοκρατικῶς καὶ χωρὶς φανατισμὸ καὶ καμμία προπαγάνδα, ἐπιθυμοῦμε νὰ διατηρήσουμε τὶς ἱερὲς παραδόσεις μας, μία τῶν ὁποίων εἶναι νὰ ἀκοῦμε τὶς καμπάνες τῶν ναῶν μας.
Ἂς εἶναι ἡ διαμαρτυρία μας γιὰ ἄλλες ἠχορυπάνσεις, ὡς εἶναι οἱ ἐκκωφαντικοὶ ἦχοι τῶν νυκτερινῶν κέντρων καὶ τῶν διαφόρων ὀχημάτων καὶ ὄχι γιὰ τὸν γλυκὸ ἦχο τῆς καμπάνας τῶν ναῶν μας. Δὲν εἶναι καταστροφή, εἶναι εὐλογία τῆς κοινωνίας. Εἶναι πολιτιστικὸ μέγεθος μὲ ἰδιαίτερη ἀξία καὶ σημασία γιὰ τὴν ὑπόστασή μας.