ΤΗΝ ὥρα ποὺ ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται στὴν γῆ, στὸ Ναό, τελεῖται καὶ μιὰ ἄλλη Λειτουργία στὸν Οὐρανό.
Αὐτὸ τὸ ἔδειξε ὁ Θεὸς σὲ ἔναν ἄνθρωπο σὲ κάποιο Μοναστῆρι. Εἶχε διακόνημα νὰ καθαρίζη τὸν Πρόναο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς.
῞Ενας ἄλλος νεαρὸς Μοναχὸς ἐσκούπιζε τὸν χῶρο ἀπὸ τὴν ῾Ωραία Πύλη μέχρι τὴν πύλη τῆς ᾿Εκκλησίας.
Τὴν ἴδια ὥρα ἐγινόταν ἡ Λειτουργία. Προσευχόταν λοιπὸν γιὰ τὸν ἑαυτό του,
ὅπως μποροῦσε, μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς του.
Ξαφνικά, στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἄνω καὶ βλέπει τὸν Οὐρανὸ ἀνοιχτὸ καὶ μιὰ ῾Αγία Τράπεζα… Μπροστὰ στὴν ῾Αγία αὐτὴ Τράπεζα ἦσαν τρεῖς ᾿Αρχιερεῖς γονατιστοί…
Παράπλευρα ἔστεκε μιὰ χορωδία μὲ ἀπερίγραπτη ὀμορφιὰ… ᾿Εγινόταν ἡ Θεία
Λειτουργία!… ῾Ολόκληρη… Τὴν τελοῦσαν ῞Αγιοι ῾Ιεράρχες… ῾Ιεράρχες σὰν τοὺς Βασίλειο, Γρηγόριο καὶ ᾿Ιωάννη, σὰν τοὺς ᾿Αθανάσιο καὶ Κύριλλο, τοὺς Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους!…
᾿Εστάθη ὁ Μοναχὸς περισσότερο ἀπὸ μισὴ ὥρα καὶ ἔβλεπε… Σὰν νὰ εἶχε μαρμαρώσει!…
῞Οταν ἡ Λειτουργία ἐτελείωσε καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία, εἶδαν
τὸν Μοναχὸ αὐτὸ νὰ στέκη ἀκόμα ἀκίνητος.
῾Η σκούπα τοῦ εἶχε φύγει ἀπὸ τὰ χέρια… Σὰν στήλη ἅλατος!… Μουσκεμένος ἀπὸ
τὰ δάκρυα… Κυριολεκτικὰ μουσκεμένος!…
Τὸν πῆραν μὲ προσοχὴ ἀπὸ τὸ χέρι καί, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτήσουν τίποτε, τὸν
ἐπῆγαν στὸ κελλί του. ῎Εμεινε καὶ στὸ κελλί του μερικὲς ὧρες ἀποσβολωμένος… Μετὰ ἦρθε ὁ Πνευματικός. Τὸν ἡσύχασε. Καὶ ὅταν συνῆλθε, τὸν ἐπῆγε στὸν ῾Ηγούμενο.
Καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν ῾Ηγούμενο, τὰ εἶπε ὅλα, ὅσα εἶδε…
Αὐτὸ τὸ ἔδειξε ὁ Θεὸς σὲ ἔναν ἄνθρωπο σὲ κάποιο Μοναστῆρι. Εἶχε διακόνημα νὰ καθαρίζη τὸν Πρόναο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς.
῞Ενας ἄλλος νεαρὸς Μοναχὸς ἐσκούπιζε τὸν χῶρο ἀπὸ τὴν ῾Ωραία Πύλη μέχρι τὴν πύλη τῆς ᾿Εκκλησίας.
Τὴν ἴδια ὥρα ἐγινόταν ἡ Λειτουργία. Προσευχόταν λοιπὸν γιὰ τὸν ἑαυτό του,
ὅπως μποροῦσε, μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς του.
Ξαφνικά, στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἄνω καὶ βλέπει τὸν Οὐρανὸ ἀνοιχτὸ καὶ μιὰ ῾Αγία Τράπεζα… Μπροστὰ στὴν ῾Αγία αὐτὴ Τράπεζα ἦσαν τρεῖς ᾿Αρχιερεῖς γονατιστοί…
Παράπλευρα ἔστεκε μιὰ χορωδία μὲ ἀπερίγραπτη ὀμορφιὰ… ᾿Εγινόταν ἡ Θεία
Λειτουργία!… ῾Ολόκληρη… Τὴν τελοῦσαν ῞Αγιοι ῾Ιεράρχες… ῾Ιεράρχες σὰν τοὺς Βασίλειο, Γρηγόριο καὶ ᾿Ιωάννη, σὰν τοὺς ᾿Αθανάσιο καὶ Κύριλλο, τοὺς Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους!…
᾿Εστάθη ὁ Μοναχὸς περισσότερο ἀπὸ μισὴ ὥρα καὶ ἔβλεπε… Σὰν νὰ εἶχε μαρμαρώσει!…
῞Οταν ἡ Λειτουργία ἐτελείωσε καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία, εἶδαν
τὸν Μοναχὸ αὐτὸ νὰ στέκη ἀκόμα ἀκίνητος.
῾Η σκούπα τοῦ εἶχε φύγει ἀπὸ τὰ χέρια… Σὰν στήλη ἅλατος!… Μουσκεμένος ἀπὸ
τὰ δάκρυα… Κυριολεκτικὰ μουσκεμένος!…
Τὸν πῆραν μὲ προσοχὴ ἀπὸ τὸ χέρι καί, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτήσουν τίποτε, τὸν
ἐπῆγαν στὸ κελλί του. ῎Εμεινε καὶ στὸ κελλί του μερικὲς ὧρες ἀποσβολωμένος… Μετὰ ἦρθε ὁ Πνευματικός. Τὸν ἡσύχασε. Καὶ ὅταν συνῆλθε, τὸν ἐπῆγε στὸν ῾Ηγούμενο.
Καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν ῾Ηγούμενο, τὰ εἶπε ὅλα, ὅσα εἶδε…
(*) Περιοδ. «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 303/᾿Ιούλιος-Αὔγουστος 2001, σελ. 64. Πρβλ. Νικοπόλεως Μελετίου (μετάφρ.), Στάρετς Σαμψών, σελ. 75, Πρέβεζα 1988.