Γίνεται κατανοητό, ὅτι τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα δὲν εἶναι ἕνα αὐτόματο καὶ νεκρὸ μηχάνημα, μὲ τὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καὶ πράττει, ἀλλὰ ζωντανὸς συνεργάτης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅλος ὁ ἄνθρωπος μετατρέπεται σὲ «πράξη», «ἐνέργεια».
Καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν ἁγίων ἀρετῶν μετατρέπει τὶς «Θεοκεχαριτωμένες» δυνάμεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ δικές του δυνάμεις. Τὶς μεταφέρει σὲ κάθε «συστατικό» της ὑπάρξεώς του, τὶς ἐκχέει σ’ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του καὶ αὐτὲς συμμετέχουν σὲ ὅλες τὶς σκέψεις τοῦ (τοῦ ἀνθρώπου δηλ.), σὲ ὅλα τὰ αἰσθήματά του, στὶς θελήσεις του, στὶς ἐνέργειές του καὶ σὲ ὅλους τοὺς λόγους του. Μὲ μία λέξη, στὴν ὁλόπλευρη ζωή του.
Γι’ αὐτὸ μὲ τὴν εὐλογία, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀνανεώνει, ἀνακαινουργώνει, ἁγιάζει, ἁγιοποιεῖ, μεταμορφώνει ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ πνεύματός του, ὄργανα ἐπίγνωσης καὶ αἰσθήσεως: καρδιά, νοῦ, ψυχή, θέλημα, ἔτσι ὥστε αὐτὰ μποροῦν πλέον νὰ μὴ ὑποκύπτουν στὴν ἁμαρτία, νὰ ἐξουδετερώνουν τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, μποροῦν πλέον νὰ μὴ ναρκώνονται ἀπὸ τὴν παράλυση τοῦ -οἱουδήποτε-πάθους, ἀπὸ τὴν παράλυση τῶν παθῶν καὶ νὰ προσβλέπουν σὲ ὅλα τὰ θεϊκὰ ἀγαθά, τὰ ὁποία προσφέρει, δίνει σὲ μᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Αὐτὸ τὸ μυστήριο μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ «περίφροντις» (αὐτὸς ποὺ φροντίζει πολὺ ) γιὰ τὴν σωτηρία μας Ἀπόστολος, προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς χριστιανούς, γιὰ καθαρὴ καρδιά, γιὰ καρδιὰ «ἀποκαθαρμένη», «ἐξαγιασμένη» καὶ «πεφωτισμένη» μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τὶς ἐστίν, ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τὶς ὁ πλούτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ».
Ὀφθαλμοὶ τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ πίστη. Γιατί ἡ πίστη γίνεται τὸ «βλέμμα» τῆς ψυχῆς μας. «Βλέμμα» τὸ ὁποῖο βλέπει τὸν «μὴ ὁρώμενον» καὶ τὸ «μὴ δρώμενο». Βλέπει τὸν ἀόρατο Θεὸ στὸν ὁρατὸ ἄνθρωπο Ἰησοῦ, βλέπει τὶς ἀναρίθμητες «ἀόρατες» κεχαριτωμένες δυνάμεις Του, οἱ ὁποῖες μὲ τὴν ἐκκλησία οἰκοδομοῦν τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τοῦ κόσμου, τῶν δημιουργημάτων: καὶ τὴν δική μου σωτηρία καὶ τὴν δική σου καὶ ὅλων τῶν δικαίων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν (ποὺ ἔχουν καλὴ προαίρεση καὶ τὴν ἐκφράζουν μὲ τὴν μετάνοια).
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, διαμέσου αὐτοῦ τοῦ γήινου κόσμου καὶ διαμέσου ὅλων «τῶν κόσμων» γενικά, «διὰ πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους» (Β΄ Κορινθ. 5,7), «διὰ πίστεως», ἡ ὁποία εἶναι τὸ «βλέμμα» τῆς ψυχῆς μας, τῆς «κεχαριτωμένης», τῆς «ἐξαγιασμένης», τῆς «μεταμορφωμένης» ψυχῆς μας.
Σὲ μᾶς ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι κάτι τὸ μοναδικό, εἶναι ὁ πρῶτος ἀθάνατος καὶ ὁ «πανὁρῶν» ὀφθαλμὸς τῆς «ἐν χάριτι» εὑρισκομένης ψυχῆς μας, ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ δεύτερος ὀφθαλμός, ἡ προσευχὴ ὁ τρίτος, ἡ ἐλπίδα ὁ τέταρτος, ἡ νηστεία ὁ πέμπτος ὀφθαλμός, ἡ ταπείνωση ὁ ἕκτος, ἡ πραότης ὁ ἕβδομος, ἡ ὑπομονὴ ὁ ὄγδοος, ἡ Ἁγία Κοινωνία ὁ ἔνατος καὶ ἡ Ἁγία Μετάνοια ὁ δέκατος ὀφθαλμὸς καὶ μὲ τὴν σειρὰ αὐτή, ὅλα τὰ ἅγια μυστήρια καὶ οἱ ἅγιες ἀρετὲς εἶναι ὁ ἀναρίθμητος ἀριθμὸς «ὀφθαλμῶν» μας, ὀφθαλμῶν ποὺ βλέπουν τὰ πάντα, ὀφθαλμῶν ποὺ προσβλέπουν στὸν οὐρανό, ὀφθαλμῶν ποὺ βλέπουν καὶ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια.
Καὶ αὐτοὶ οἱ «ἅγιοι ὀφθαλμοὶ» ἔγιναν τὸ βλέμμα μας, μὲ τὸ ὁποῖο διακρίνουμε ποιὰ εἶναι «ἡ ἐλπίδα τῆς κλήσεως» τοῦ Χριστοῦ, ἐλπίδα μας, ποὺ εἶναι ἡ υἱοθεσία ἀπὸ τὸν «Θεὸν» διὰ «Ἰησοῦ Χρίστου», ποὺ εἶναι ἡ κληρονομιὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας, ἡ αἰώνια ζωὴ στὴν μακαριότητα τοῦ Αἰωνίου, Τρισηλίου Θεοῦ καὶ Κυρίου. Καὶ ἀκόμη, αὐτοὶ «οἱ ὀφθαλμοὶ» εἶναι τὸ «βλέμμα» μας, μὲ τὸ ὁποῖο διακρίνουμε καὶ ποιὸς εἶναι «ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομιᾶς αὐτοῦ», ποιὰ εἶναι ἡ «κληρονομιά μας ἐν Χριστῷ».
Εἶναι ἡ ἔνθεη ζωή, ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ αἰώνια δόξα, διαμέσου τῆς αἰώνιας ἀλήθειας, τῆς αἰώνιας δικαιοσύνης, τῆς αἰώνιας ἀγάπης, τῆς αἰώνιας χαρᾶς, τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Καὶ ἀκόμη οἱ ἅγιοί μας ὀφθαλμοὶ βλέπουν «τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ». Τῆς «ἰσχύος Αὐτοῦ», τῆς ἔνθεης, θεϊκῆς «ἰσχύος», ποὺ μὲ τὴν πίστη μας νικᾶ ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας, ὅλους τοὺς θανάτους, ὅλους τοὺς διαβόλους (ποὺ ἐκφράζουν τὰ διάφορα πάθη), ὅλες τὶς κολάσεις καὶ μᾶς «δωρίζει» σωτηρία, ἐξαγιασμό, ἀγαθοδωρεά, θέωση, Ἐνχριστοποίηση, Ἐντριαδοποίηση, παράδεισο, τὸν παν-παράδεισο.
Ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ πίστη, καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ δύναμη τῆς πίστεως. «Μέσῳ» τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν ἡ πίστη μας αὐξάνει ἀπὸ δύναμη σὲ δύναμη, ἀπὸ ἀθανασία σὲ ἀθανασία, ἀπὸ παράδεισο σὲ παράδεισο, ἀπὸ χαρὰ σὲ χαρά, ἀπὸ ἀλήθεια σὲ ἀλήθεια, ἀπὸ δικαιοσύνη σὲ δικαιοσύνη, ἀπὸ καλὸ σὲ καλό, ἀπὸ σοφία σὲ σοφία. Αὐξάνει ἡ πίστη μας σὲ ὅλα τὰ «ἀγαθὰ» τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, προσβλέπουσα σ’ αὐτὰ «μὲ πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας».
Στὸν δρόμο αὐτὸν τῆς πίστεως ἀναρίθμητα εἶναι τὰ ἐμπόδια καὶ τὰ μαρτύρια, οἱ πειρασμοί, οἱ πόνοι καὶ οἱ παντοειδεῖς θλίψεις. Ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ μεγάλο μαρτύριο γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι τίποτε, ὅταν, στὴν καρδιὰ τοῦ πιστεύοντα, ὑπάρχει ἡ μεγάλη πλημμυρίδα τῆς Θεϊκῆς δύναμης. Ἔτσι μόνο, μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξαν καὶ ἡ χαρὰ ποὺ ἐξεδήλωσαν, οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, στὰ διάφορα μαρτύρια καὶ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέμειναν, γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι μόνο, μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν καὶ νὰ κατανοηθοῦν ὅλοι οἱ ὑπεράνθρωποι ἀγῶνες τῶν ἁγίων ἀναχωρητῶν τῆς ἐρήμου καὶ ὅλα τὰ καλοπροαίρετα καὶ ἄθελα βασανιστήρια καὶ μαρτύρια καὶ οἱ κακουχίες ὅλων τῶν δικαίων χριστιανῶν, ὅλων τῶν χριστοευσεβῶν ἀγωνιστῶν, ὅλων τῶν Θεοαγαπώντων πιστῶν, ὅλων τῶν ἀκούραστων εὐαγγελιστῶν.
Ἔτσι μόνο ἐξηγεῖται ἡ ἀντοχὴ καὶ καρτερία στοὺς πόνους ὅλων ἐκείνων ποὺ ἦσαν ἁμαρτωλοὶ καὶ μετανόησαν, ἦσαν ἅρπαγες, ἄσωτοι, ἀγαποῦσαν ἀσήμαντα πράγματα καὶ μετανόησαν, ἦσαν φιλήδονοι, ὑπερήφανοι, φίλαυτοι, ἐγωιστὲς καὶ ἔδειξαν ἀληθινὴ μετάνοια, ἦσαν φιλάργυροι, δολοφόνοι, κλέφτες, διαφθορεῖς, πότες καὶ μετανόησαν εἰλικρινά, ἦσαν ἀπελπισμένοι καὶ ὁδηγήθηκαν μὲ τὴν μετάνοια στὸν Χριστὸ (ποὺ εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν Χριστιανῶν).
Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἡ πίστη μας, ἡ πίστη ὅλων, τῶν μεγάλων καὶ τῶν μικρῶν, τῶν δυνατῶν, καὶ τῶν ἀδυνάτων, τῶν βασιλέων καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἄσοφων, ἡ πίστη αὐτὴ ὅταν ὑπάρχει, μὲ τὴν μεγάλη δύναμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ πράξη αὐτῆς τῆς δύναμης στὶς καρδιές μας, στὶς συνειδήσεις μας, στὴ ζωή μας, κάνει ὥστε, ὅλα σὲ μᾶς νὰ ἀνατρέπονται «ἐκ βάθρων» καὶ «ὅλως πανσόφως» χωρὶς δυσκολίες, νὰ κτίζονται καινούργια πράγματα, θεϊκὰ καὶ αἰώνια.
Καὶ ἐμεῖς ἐνῶ βρισκόμαστε ἀκόμη ἐδῶ στὴ γῆ, ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ἐνῶ ἡ γῆ εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας, μετατρέπεται σὲ ἕνα ἀπροσπέλαστο οὐρανό. Ὅταν ὑπάρχει ἡ πίστη, δὲν ἔχει ἄλλον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σὲ Αὐτὸν βρίσκεται ὁ παράδεισός μας, ἡ χαρά μας καὶ ἡ αἰωνιότητά μας. Ναί, ἡ πίστη μας στηρίζεται στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, «ἐν δυνάμει Θεοῦ», «ἐν ἀποδείξει πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορινθ. 2, 5,4).
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς