Πώς είναι δυνατόν νά ζήσει κανείς χριστιανική ζωή μέσα στον κόσμο;… Πώς μπορεί νά κατορθώσει νά ζήσει δίκαια καί ένάρετα μέσα σέ ένα περιβάλλον όπου τό κακό καί ή άδικία κυριαρχοϋν;…
Δέν είναι άδικαιολόγητα τά έρωτήματα αύτά. Ούτε καί φανταστικά. Διότι είναι άλήθεια ότι στόν κόσμο γύρω μας βασιλεύει ή άμαρτία καί ή διαφθορά. Τό ψέμα καί ή άπάτη, ή αδικία καί ή έκμετάλλευση, ή βία καί ή άνηθικότητα άντί νά καταδικάζονται ώς έκτροπές, προβάλλονται συχνά ώς τρόπος ζωής! «Είναι λοιπόν δυνατόν νά άκολουθήσει κάποιος τις άγιες έντολές τού Χριστού μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο;» έρωτοΰν ορισμένοι, καί συμπεραίνουν: «Μόνο οί μοναχοί μπορούν νά τηρήσουν όσα γράφει τό Εύαγγέλιο!…». Είναι όμως έτσι;
Οπωσδήποτε τό κακό καί ή άμαρτία έχουν κατακλύσει τόν κόσμο. Ωστόσο αύτό δέν άποτελεϊ άποκλειστικό φαινόμενο τής έποχής μας. Τό σημειώνει ό εύαγγελιστής Ιωάννης, καί ό θεόπνευστος λόγος του ισχύει σέ κάθε έποχή: «Ό κόσμος όλος έν τώ πονηρώ κεϊται» (Α’ Ίω. ε’ 19). Όλος ό κόσμος πού βρίσκεται μακριά άπό τόν Θεό κυριαρχείται άπό τόν πονηρό. Καί άσφαλώς δέν είναι καθόλου εύκολο νά διατηρήσει ό πιστός χριστιανός τό ήθος καί τήν άκεραιότητά του μέσα σ’ έναν τέτοιο άμαρτωλό κόσμο.
Δέν είναι όμως καί άκατόρθωτο. Διότι άν ήταν άκατόρθωτο, ό Κύριος θά άφηνε παρακαταθήκη όλοι οί πιστοί άκόλουθοί του νά μένουν μακριά άπό τόν κόσμο. Δέν είπε όμως κάτι τέτοιο. Ό Θεάνθρωπος Κύριος δέν ζήτησε νά έγκαταλείψουν τόν κόσμο οί μαθητές του, άλλά νά μείνουν μέσα σ’ αύτόν καί νά τόν άλλάξουν μέ τό κήρυγμα καί τήν άγιαστική θεία χάρη. Είναι χαρακτηριστικοί οί λόγοι τής άρχιερατικής προσευχής του, δηλαδή τής προσευχής πού άπηύθυνε ό Κύριος ένώπιον τών μαθητών του στις δραματικές έκεΐνες ώρες πριν άπό τή σταυρική του θυσία: «Πάτερ,… ούκ έρωτώ ϊνα άρης αύτούς έκ τού κόσμου, άλλ’ ϊνα τηρήσης αύτούς έκ τού πονηρού» (Ιω. ιζ’ 15). Δηλαδή: Πατέρα Ούράνιε… δέν Σοϋ ζητώ νά τούς πάρεις (ένν. τούς μαθητές) άπό τόν κόσμο μαζί μου τώρα, άλλά νά τούς προφυλάξεις άπό τόν πονηρό πού κυριαρχεί στόν κόσμο. Αύτή ή άρχιερατική μεσιτεία τού Κυρίου είναι πού συγκρατεΐ τούς πιστούς καί δέν παρασύρονται μέσα στόν κατακλυσμό τής άμαρτίας. Αύτή ή προσευχή τού Κυρίου είναι πού αιώνες τώρα στηρίζει τούς
χριστιανούς καί τούς δίνει τή δύναμη νά άντιμετωπίζουν νικηφόρα τούς σκληρούς διωγμούς, τήν άδυσώπητη πολεμική καί τις συνεχείς προκλήσεις τού κόσμου.
’Εκείνο πού χρειάζεται είναι νά άγωνιζόμαστε μέ όλες μας τις δυνάμεις καί παράλληλα νά στηρίζουμε τήν έλπίδα μας στή χάρη τού Θεού. Διότι όπως μάς βεβαιώνει ό άπόστολος Παύλος, έκεΐ όπου «έπλεόνασεν ή άμαρτία, ύπερεπερίσσευσεν ή χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Όσο καί άν προχωρεί τό κακό, πάντοτε ή θεία χάρη θά ύπερνικά! Ή Χάρις τού Θεού είναι αύτή πού δίνει στόν πιστό άνθρωπο τή δύναμη νά άγωνίζεται μέσα στόν κόσμο γιά νά τηρεί τις έντολές τού Θεού καί νά καλλιεργεί τήν ένάρετη ζωή.
Ό άγιος Συμεών ό νέος θεολόγος γράφει σχετικά: «Ό θέλων ποιεΐν τό άγαθόν έν παντί τόπω έκ Θεού τό δύνασθαι έλαβεν», δηλαδή όποιος θέλει νά κάνει τό άγαθό, ό Θεός τού δίνει τή δυνατότητα νά τό κάνει σέ κάθε τόπο (Φιλοκαλία, ΕΠΕ 19Δ, 264). Καί συμπληρώνει: «Ούτε μέση πόλις έμποδίζει ήμάς εις τό κατεργάζεσθαι τάςέντολάςτού Θεού, έάν σπουδαίοι ώμεν καί διεγηγερμένοι, ούτε ήσυχία ώφελεΐ ή άναχώρησις κόσμου, έάν ραθυμώμεν καί άμελώμεν» (ό.π., σελ. 256). Ακόμη καί στό κέντρο τής πόλεως νά ζοϋμε, αύτό δέν μάς έμποδίζει νά έκτελοΰμε τις έντολές τού Θεού, άν είμαστε δραστήριοι καί άγρυπνοι. Κι άπό τήν άλλη μεριά δέν μάς ώφελεΐ ή ήσυχία ή ή άναχώρηση άπό τόν κόσμο, άν δείχνουμε ραθυμία καί άδιαφορία γιά τόν πνευματικό άγώνα.
Χαρακτηριστικό είναι τό παράδειγμα πού άναφέρει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος: Ό Άδάμ, λέει, βρισκόταν μέσα στόν παράδεισο σάν σέ λιμάνι. Κι όμως μέσα στό λιμάνι ύπέστη τό ναυάγιο! Μέσα στόν Παράδεισο έπεσε στήν άμαρτία τής παρακοής. Αντίθετα ό Αώτ πού βρισκόταν στά Σόδομα σάν σέ πέλαγος, δέν καταποντίστηκε άλλά διασώθηκε. Δέν τόν έπνιξαν τά κύματα τής άμαρτίας καί τής διαφθοράς πού είχαν κατακλύσει τά Σόδομα άλλά παρέμεινε δίκαιος καί ένάρετος. Καί συμπεραίνει ό ιερός Πατήρ: «Μηδείς τοίνυν άλγείτω μηδέ άγανακτείτω πρός τήν φύσιν» ή τό περιβάλλον «ώς έμποδίζουσαν, άλλά πρός τήν προαίρεσιν» (P.G. 60, 238). Κανείς άς μή λυπάται κι άς μήν άγανακτεΐ ίσχυριζόμενος ότι δήθεν φταίει ή φύση τού άνθρώπου ή τό περιβάλλον πού τόν έμποδίζει στό δρόμο τής άρετής. Όλα έξαρτώνται άπό τήν προαίρεση τού άνθρώπου.
Συνεπώς αύτό πού έχει μεγαλύτερη σημασία δέν είναι ό τόπος άλλά ό τρόπος πού ζοΰμε. Οπωσδήποτε άν μπορεί κάποιος νά έξασφαλίσει ένα περιβάλλον όπου οί έξωτερικοί πειρασμοί είναι λιγότεροι, αύτό θά είναι μεγαλύτερη άσφάλεια. Επειδή όμως αύτό δέν είναι εύκολο καί οί περισσότεροι είμαστε ύποχρεωμένοι νά ζοΰμε καί νά έργαζόμαστε μέσα σέ περιβάλλοντα μέ πολλά άρνητικά έρεθίσματα καί κοσμικές έπιδράσεις, οφείλουμε νά άγωνιζόμαστε γιά νά διατηρούμε τό φρόνημά μας άνεπηρέαστο άπό τό πνεύμα τού κόσμου. Άς θυμόμαστε πάντοτε ότι δέν άνήκουμε στόν κόσμο (Ίω. ιζ’ 16) καί άς μήν άφήνουμε τόν έαυτό μας νά παρασύρεται άπό τά έλκυστικά του δελεάσματα. Ό άγώνας είναι οπωσδήποτε δύσκολος. Όπως τονίζει όμως ό εύαγγελιστής Ιωάννης, «μείζων έστίν ό έν ύμΐν ή ό έν τω κόσμω» (Α’ Ίω. δ’ 4). Είναι μεγαλύτερος καί δυνατότερος ό Θεός, πού είναι μέσα μας καί μάς φωτίζει καί μάς ένισχύει, παρά ό σατανάς, πού ένεργεΐ καί έξουσιάζει μεταξύ τού άμαρτωλοΰ κόσμου. Άς μή δειλιάζουμε λοιπόν… Άν έχουμε μαζί μας τή δύναμη τού Θεού, τίποτα καί κανένας δέν μπορεί νά μάς βλάψει!
Δέν είναι άδικαιολόγητα τά έρωτήματα αύτά. Ούτε καί φανταστικά. Διότι είναι άλήθεια ότι στόν κόσμο γύρω μας βασιλεύει ή άμαρτία καί ή διαφθορά. Τό ψέμα καί ή άπάτη, ή αδικία καί ή έκμετάλλευση, ή βία καί ή άνηθικότητα άντί νά καταδικάζονται ώς έκτροπές, προβάλλονται συχνά ώς τρόπος ζωής! «Είναι λοιπόν δυνατόν νά άκολουθήσει κάποιος τις άγιες έντολές τού Χριστού μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο;» έρωτοΰν ορισμένοι, καί συμπεραίνουν: «Μόνο οί μοναχοί μπορούν νά τηρήσουν όσα γράφει τό Εύαγγέλιο!…». Είναι όμως έτσι;
Οπωσδήποτε τό κακό καί ή άμαρτία έχουν κατακλύσει τόν κόσμο. Ωστόσο αύτό δέν άποτελεϊ άποκλειστικό φαινόμενο τής έποχής μας. Τό σημειώνει ό εύαγγελιστής Ιωάννης, καί ό θεόπνευστος λόγος του ισχύει σέ κάθε έποχή: «Ό κόσμος όλος έν τώ πονηρώ κεϊται» (Α’ Ίω. ε’ 19). Όλος ό κόσμος πού βρίσκεται μακριά άπό τόν Θεό κυριαρχείται άπό τόν πονηρό. Καί άσφαλώς δέν είναι καθόλου εύκολο νά διατηρήσει ό πιστός χριστιανός τό ήθος καί τήν άκεραιότητά του μέσα σ’ έναν τέτοιο άμαρτωλό κόσμο.
Δέν είναι όμως καί άκατόρθωτο. Διότι άν ήταν άκατόρθωτο, ό Κύριος θά άφηνε παρακαταθήκη όλοι οί πιστοί άκόλουθοί του νά μένουν μακριά άπό τόν κόσμο. Δέν είπε όμως κάτι τέτοιο. Ό Θεάνθρωπος Κύριος δέν ζήτησε νά έγκαταλείψουν τόν κόσμο οί μαθητές του, άλλά νά μείνουν μέσα σ’ αύτόν καί νά τόν άλλάξουν μέ τό κήρυγμα καί τήν άγιαστική θεία χάρη. Είναι χαρακτηριστικοί οί λόγοι τής άρχιερατικής προσευχής του, δηλαδή τής προσευχής πού άπηύθυνε ό Κύριος ένώπιον τών μαθητών του στις δραματικές έκεΐνες ώρες πριν άπό τή σταυρική του θυσία: «Πάτερ,… ούκ έρωτώ ϊνα άρης αύτούς έκ τού κόσμου, άλλ’ ϊνα τηρήσης αύτούς έκ τού πονηρού» (Ιω. ιζ’ 15). Δηλαδή: Πατέρα Ούράνιε… δέν Σοϋ ζητώ νά τούς πάρεις (ένν. τούς μαθητές) άπό τόν κόσμο μαζί μου τώρα, άλλά νά τούς προφυλάξεις άπό τόν πονηρό πού κυριαρχεί στόν κόσμο. Αύτή ή άρχιερατική μεσιτεία τού Κυρίου είναι πού συγκρατεΐ τούς πιστούς καί δέν παρασύρονται μέσα στόν κατακλυσμό τής άμαρτίας. Αύτή ή προσευχή τού Κυρίου είναι πού αιώνες τώρα στηρίζει τούς
χριστιανούς καί τούς δίνει τή δύναμη νά άντιμετωπίζουν νικηφόρα τούς σκληρούς διωγμούς, τήν άδυσώπητη πολεμική καί τις συνεχείς προκλήσεις τού κόσμου.
’Εκείνο πού χρειάζεται είναι νά άγωνιζόμαστε μέ όλες μας τις δυνάμεις καί παράλληλα νά στηρίζουμε τήν έλπίδα μας στή χάρη τού Θεού. Διότι όπως μάς βεβαιώνει ό άπόστολος Παύλος, έκεΐ όπου «έπλεόνασεν ή άμαρτία, ύπερεπερίσσευσεν ή χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Όσο καί άν προχωρεί τό κακό, πάντοτε ή θεία χάρη θά ύπερνικά! Ή Χάρις τού Θεού είναι αύτή πού δίνει στόν πιστό άνθρωπο τή δύναμη νά άγωνίζεται μέσα στόν κόσμο γιά νά τηρεί τις έντολές τού Θεού καί νά καλλιεργεί τήν ένάρετη ζωή.
Ό άγιος Συμεών ό νέος θεολόγος γράφει σχετικά: «Ό θέλων ποιεΐν τό άγαθόν έν παντί τόπω έκ Θεού τό δύνασθαι έλαβεν», δηλαδή όποιος θέλει νά κάνει τό άγαθό, ό Θεός τού δίνει τή δυνατότητα νά τό κάνει σέ κάθε τόπο (Φιλοκαλία, ΕΠΕ 19Δ, 264). Καί συμπληρώνει: «Ούτε μέση πόλις έμποδίζει ήμάς εις τό κατεργάζεσθαι τάςέντολάςτού Θεού, έάν σπουδαίοι ώμεν καί διεγηγερμένοι, ούτε ήσυχία ώφελεΐ ή άναχώρησις κόσμου, έάν ραθυμώμεν καί άμελώμεν» (ό.π., σελ. 256). Ακόμη καί στό κέντρο τής πόλεως νά ζοϋμε, αύτό δέν μάς έμποδίζει νά έκτελοΰμε τις έντολές τού Θεού, άν είμαστε δραστήριοι καί άγρυπνοι. Κι άπό τήν άλλη μεριά δέν μάς ώφελεΐ ή ήσυχία ή ή άναχώρηση άπό τόν κόσμο, άν δείχνουμε ραθυμία καί άδιαφορία γιά τόν πνευματικό άγώνα.
Χαρακτηριστικό είναι τό παράδειγμα πού άναφέρει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος: Ό Άδάμ, λέει, βρισκόταν μέσα στόν παράδεισο σάν σέ λιμάνι. Κι όμως μέσα στό λιμάνι ύπέστη τό ναυάγιο! Μέσα στόν Παράδεισο έπεσε στήν άμαρτία τής παρακοής. Αντίθετα ό Αώτ πού βρισκόταν στά Σόδομα σάν σέ πέλαγος, δέν καταποντίστηκε άλλά διασώθηκε. Δέν τόν έπνιξαν τά κύματα τής άμαρτίας καί τής διαφθοράς πού είχαν κατακλύσει τά Σόδομα άλλά παρέμεινε δίκαιος καί ένάρετος. Καί συμπεραίνει ό ιερός Πατήρ: «Μηδείς τοίνυν άλγείτω μηδέ άγανακτείτω πρός τήν φύσιν» ή τό περιβάλλον «ώς έμποδίζουσαν, άλλά πρός τήν προαίρεσιν» (P.G. 60, 238). Κανείς άς μή λυπάται κι άς μήν άγανακτεΐ ίσχυριζόμενος ότι δήθεν φταίει ή φύση τού άνθρώπου ή τό περιβάλλον πού τόν έμποδίζει στό δρόμο τής άρετής. Όλα έξαρτώνται άπό τήν προαίρεση τού άνθρώπου.
Συνεπώς αύτό πού έχει μεγαλύτερη σημασία δέν είναι ό τόπος άλλά ό τρόπος πού ζοΰμε. Οπωσδήποτε άν μπορεί κάποιος νά έξασφαλίσει ένα περιβάλλον όπου οί έξωτερικοί πειρασμοί είναι λιγότεροι, αύτό θά είναι μεγαλύτερη άσφάλεια. Επειδή όμως αύτό δέν είναι εύκολο καί οί περισσότεροι είμαστε ύποχρεωμένοι νά ζοΰμε καί νά έργαζόμαστε μέσα σέ περιβάλλοντα μέ πολλά άρνητικά έρεθίσματα καί κοσμικές έπιδράσεις, οφείλουμε νά άγωνιζόμαστε γιά νά διατηρούμε τό φρόνημά μας άνεπηρέαστο άπό τό πνεύμα τού κόσμου. Άς θυμόμαστε πάντοτε ότι δέν άνήκουμε στόν κόσμο (Ίω. ιζ’ 16) καί άς μήν άφήνουμε τόν έαυτό μας νά παρασύρεται άπό τά έλκυστικά του δελεάσματα. Ό άγώνας είναι οπωσδήποτε δύσκολος. Όπως τονίζει όμως ό εύαγγελιστής Ιωάννης, «μείζων έστίν ό έν ύμΐν ή ό έν τω κόσμω» (Α’ Ίω. δ’ 4). Είναι μεγαλύτερος καί δυνατότερος ό Θεός, πού είναι μέσα μας καί μάς φωτίζει καί μάς ένισχύει, παρά ό σατανάς, πού ένεργεΐ καί έξουσιάζει μεταξύ τού άμαρτωλοΰ κόσμου. Άς μή δειλιάζουμε λοιπόν… Άν έχουμε μαζί μας τή δύναμη τού Θεού, τίποτα καί κανένας δέν μπορεί νά μάς βλάψει!