Η Ε’ Κυριακή των Νηστειών συνιστά την απαρχή της τελευταίας εβδομάδας της Μ. Σαρακοστής. Το ερχόμενο Σάββατο, του αγ. Λαζάρου, σημαίνει τη λήξη της αγίας αυτής περιόδου, που θεωρείται μάλιστα τύπος όλης της ζωής του Χριστιανού, με την έννοια ότι αυτά που καλούμαστε να ζήσουμε ιδιαιτέρως τη Σαρακοστή -την πιο έντονη προσευχή, την πιο συνεπή νηστεία, την πιο βαθειά μετάνοια, τη μεγαλύτερη αγάπη κι ελεημοσύνη- αυτά θα πρέπει να προσδιορίζουν και την κάθε ημέρα της ζωής μας. Μη ξεχνάμε ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» (απ. Παύλος) και το πιο ουσιώδες έτσι για τον άνθρωπο είναι η στροφή προς τον Θεό και η εν θερμή αγάπη κοινωνία μαζί Του. Τα λόγια του αγίου γέροντα π. Παϊσίου εν προκειμένω είναι αφυπνιστικά: «Όλη η ζωή μου είναι μια Σαρακοστή»! Αυτήν την τελευταία λοιπόν εβδομάδα η Εκκλησία μας μας κτυπά για ύστατη φορά το «καμπανάκι» της σωτηρίας μας. Μας καλεί, έστω και τώρα, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουμε. Να μην πούμε ότι «τώρα πια πέρασε ο καιρός, δεν γίνεται τίποτε»! Και το κάνει αυτό η Εκκλησία προβάλλοντας ένα πρόσωπο που βίωσε συγκλονιστικά τη μετάνοια και γι’ αυτό θεωρείται πρότυπο μετανοίας: την Οσία Μαρία την Αιγυπτία! Με τα ίδια λόγια μάλιστα του συναξαρίου της ημέρας: «Ἐτάχθη ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας σήμερον, ἐγγίζοντος ἤδη τοῦ τέλους τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρός διέγερσιν τῶν ραθύμων καί ἁμαρτωλῶν εἰς μετάνοιαν, ἐχόντων ὑπόδειγμα τήν ἑορταζομένην ἁγίαν»
Η οσία Μαρία όταν ήταν δωδεκαετής, ξέφυγε από τους γονείς της και πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου έζησε βίο άσωτο 17 ολόκληρα χρόνια. Έπειτα, από περιέργεια κινούμενη, πήγε με πολλούς άλλους προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα, για να παρευρεθεί στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Εκεί όμως επιδόθηκε και πάλι σε κάθε είδος ακολασίας και αμαρτιών και έσυρε πολλούς στο βυθό της απωλείας. Όταν όμως θέλησε να μπει στην Εκκλησία, την ημέρα που υψωνόταν ο Σταυρός, αισθάνθηκε τρεις και τέσσερις φορές κάποια αόρατη δύναμη να της εμποδίζει την είσοδο, ενώ το πλήθος του λαού εισερχόταν ανεμπόδιστα στο ναό. Πληγώθηκε στην καρδιά από το γεγονός κι αποφάσισε να αλλάξει ζωή και να εξιλεώσει στο εξής τον Θεό με τη μετάνοιά της. Γύρισε λοιπόν και πάλι στην Εκκλησία με την απόφαση αυτή, οπότε μπήκε εύκολα μέσα. Προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και αναχώρησε την ίδια ημέρα από τα Ιεροσόλυμα. Πέρασε τον Ιορδάνη και μπήκε στα ενδότερα της ερήμου, όπου κι έζησε εκεί επί 47 χρόνια. Τα χρόνια αυτά ήταν για την Μαρία χρόνια σκληρότατης και υπέρ άνθρωπον άσκησης, χρόνια προσευχής στον Θεό. Στα τέλη της ζωής της συνάντησε κάποιο ερημίτη, Ζωσιμά το όνομα, στον οποίο εξομολογήθηκε ολόκληρη τη ζωή της και τον παρακάλεσε να της φέρει τα άχραντα μυστήρια για να κοινωνήσει. Αυτό έγινε το ερχόμενο έτος, τη Μεγάλη Πέμπτη. Όταν την επόμενη χρονιά ξανάρθε ο αββάς Ζωσιμάς, βρήκε τη Μαρία νεκρή, ενώ δίπλα της ήταν γραμμένα τα εξής λόγια: «Αββά Ζωσιμά, θάψε εδώ το σώμα της άθλιας Μαρίας. Πέθανα την ίδια ημέρα, κατά την οποία κοινώνησα των αχράντων μυστηρίων. Να εύχεσαι για μένα».
Πρώτον, εκείνο που οδήγησε την Μαρία στα Ιεροσόλυμα δεν ήταν κάποιος πόθος, όπως τον έχουν πολλοί Χριστιανοί. «Να πάμε και στα Ιεροσόλυμα, στους Αγίους Τόπους, κι ας πεθάνουμε». Κίνητρό της υπήρξε κάτι πολύ πεζό και πολλές φορές αξιοκατάκριτο: η περιέργεια. Και το χειρότερο: η περιέργειά της αυτή συνδέθηκε με την εξάσκηση του παναθλίου επαγγέλματός της. Με άλλα λόγια, η επίσκεψή της στην αγία Πόλη δεν είχε κανένα μεταφυσικό βάθος. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μια ευκαιρία να «σπάσει» απλώς τη ρουτίνα της ζωής της, κάτι που ασφαλώς εκμεταλλεύτηκε και ο αρχαίος εχθρός του ανθρώπου, ο πονηρός, που την έσπρωξε στην επέκταση της αμαρτωλής δραστηριότητάς της. Κι όμως! Κι αυτήν ακόμη την κατάσταση αξιοποιεί ο πανάγαθος Θεός. Βρίσκει την ευκαιρία να την καλέσει σε μετάνοια μ’ ένα ιδιαίτερα προσωπικό γι’ αυτήν τρόπο. Χωρίς να τη ρεζιλέψει, χωρίς ν’ αποκαλύψει την αθλιότητα της ζωής της, την κάνει να συνειδητοποιήσει την άβυσσο της κατάντιας της. Και πράγματι, η μέθοδος του Θεού επιτυγχάνει. Η Μαρία μετανοεί. Η πρώτη μας παρατήρηση λοιπόν αφορά στην εφευρετικότητα της αγάπης του Θεού. Τα πάντα από τη ζωή μας αξιοποιεί ο Θεός, για να μας κάνει να ριχτούμε στην αγκαλιά Του. Κι ο λόγος: είναι ο Πατέρας μας!
Μια δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται σ’ ένα φαινομενικά παράδοξο: ο Θεός κλείνει την είσοδο του ναού μόνο στη Μαρία. Γιατί παράδοξο; Διότι ο Θεός με την Εκκλησία Του δέχεται κάθε άνθρωπο ερχόμενο κοντά Του. «Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω» είπε ο Κύριος (Ιωάν. 6, 37). Και πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, αφού ο Κύριος ακριβώς ήλθε γι’ αυτό: να καλέσει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια; Κάθε λοιπόν αμαρτωλός, που πλησιάζει τον Θεό και την Εκκλησία, γίνεται από Αυτόν αποδεκτός. Άλλωστε στην Εκκλησία όλοι έτσι προσερχόμαστε, ή τουλάχιστον πρέπει να προσερχόμαστε: ως αμαρτωλοί που έχουμε ανάγκη σωτηρίας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας ποτέ δεν κάνει το διαχωρισμό των ανθρώπων σε αμαρτωλούς και μη αμαρτωλούς. Διότι απολύτως όλοι οι άνθρωποι είμαστε αμαρτωλοί. «Πάντες ἥμαρτον καί πάντες ὑστεροῦναι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (απ. Παύλος). Πώς όμως τότε ο Θεός έκλεισε την είσοδο για την Μαρία την αμαρτωλή, που προσερχόταν κοντά Του; Ακριβώς, διότι ερχόταν στο ναό, χωρίς τη διάθεση να έλθει κοντά Του. Η Μαρία θέλησε δηλαδή να μπει στο ναό, χωρίς μετάνοια, χωρίς απόφαση αλλαγής για τη ζωή της. Η απαγόρευση αυτή λειτούργησε θετικά για τη Μαρία. Την συγκλόνισε και την οδήγησε σε μετάνοια. Μόλις πήρε λοιπόν την απόφαση γι’ αλλαγή τρόπου ζωής, αμέσως η είσοδος ανοίχθηκε και γι’ αυτήν. Έτσι, βεβαίως ο Θεός καλεί τους πάντες και αποδέχεται τους πάντες, όσο αμαρτωλοί κι αν είναι, με μόνη όμως την προϋπόθεση να μετανοήσουν. Και τούτο γιατί μια σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, χωρίς μετάνοια, θα σημάνει την καταδίκη και την απώλεια του ανθρώπου. Ο Θεός δεν προσφέρει τη χάρη Του μαγικῷ τῷ τρόπῳ. Ζητά την ανταπόκριση του ανθρώπου, η οποία κυρίως εκφράζεται ως μετάνοια. Μην ξεχνάμε άλλωστε επ’ αυτού ότι η κόλαση κάπως έτσι ορίζεται από τους αγίους μας: ως σχέση με τον Θεό, αλλά σε κατάσταση αμετανοησίας, με την έννοια ότι η αγάπη του Θεού σ’ ένα τέτοιον άνθρωπο λειτουργεί αρνητικά, δηλαδή ως κόλαση. Έτσι, το αντίδοτο για οποιαδήποτε αμαρτία μας, όσο μεγάλη κι αν είναι, είναι η μετάνοια Αυτή αποτελεί το κλειδί που μας ανοίγει την είσοδο του Ουρανού.
Θα θέλαμε όμως να κάνουμε και μια τρίτη παρατήρηση. Ο Θεός θέλησε να πάρει την οσία Μαρία από τον κόσμο αυτό, όταν εκείνη ολοκλήρωσε και τελειοποίησε τη μετάνοιά της. Κι αυτό έγινε με την εξομολόγησή της και την κοινωνία των αχράντων μυστηρίων. Είναι πράγματι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι για τη Μαρία 47 χρόνια ασκητικής ζωής ήταν χρόνια προετοιμασίας. Καθάρισε όσο ήταν δυνατόν σ’ αυτήν τον εαυτό της. Υπερέβη τα πάθη και τις αμαρτίες της. Κι όμως το τέλειο -μέσα πάντα στα ανθρώπινα πλαίσια- ήλθε με την εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία. Απόδειξη: μόλις κοινώνησε, κοιμήθηκε κι η ψυχή της φτερούγισε στα χέρια του Δημιουργού της. Αυτό βεβαίως σημαίνει μεταξύ των άλλων, ότι ποτέ ο άνθρωπος δεν μπορεί να τελειοποιηθεί, να θεωθεί κατά πιο θεολογική ορολογία, αν δεν συμμετάσχει στη δραστική χάρη των μυστηρίων της Εκκλησίας και μάλιστα της θείας Ευχαριστίας. Με άλλα λόγια η ολοκλήρωση του ανθρώπου δεν είναι θέμα αυτοδυναμίας του, αλλά συνεργασίας του με την παντοδύναμη χάρη του Θεού.
Η μετάνοια είναι μονόδρομος. Άλλος δρόμος για την ένταξή μας στη Βασιλεία του Θεού δεν υπάρχει. Κι είναι τούτο η μεγαλύτερη παρηγοριά μας. Με δεδομένα την αγάπη του Θεού και την αμαρτωλότητά μας η μετάνοια αποτελεί το συνδετικό κρίκο των δύο δεδομένων. Δεν έχουμε παρά να βαδίζουμε σ’ αυτόν το δρόμο μαζί με τους αγίους μας, μαζί με την σήμερα εορταζομένη οσία Μαρία την Αιγυπτία. Είναι ο δρόμος που σε κάθε βήμα μας φέρνει σε άμεση σχέση με τον Χριστό.
π. Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης
Οσία Μαρία η Αιγυπτία, το πρότυπο της μετανοίας