Ακούμπησε στον καναπέ εξαντλημένη και αναστατωμένη. Δεν είχε παρά δυο μέρες που βγήκε απ’ το νοσοκομείο.
Μια ξαφνική αδιαθεσία είχε εξελιχθεί σε μια μικρή περιπέτεια της υγείας της.
Μια ολόκληρη βδομάδα ταλαιπωρήθηκε με εξετάσεις, χωρίς να αποφύγει τελικά και κάποιο χειρουργείο. Δεν είχε ακόμα αναλάβει τις δυνάμεις της…
Μπήκε φουριόζα και πριν πει καλημέρα, έβαλε τις φωνές στη μάνα της.
– Τα έχεις;
Η μεσόκοπη γυναίκα γύρισε ξαφνιασμένη.
– Τί να έχω, παιδί μου;
– Μα δεν σου είπα, τα χρειάζομαι απόψε τα λεφτά; Φεύγουμε για το τριήμερο.
– Φεύγετε; Ποιοι φεύγετε;
– Η παρέα μου, ρε μάνα! Πάλι θα τα λέμε; Κουβέντες θέλεις τώρα;
Πέταξε την τσάντα της στο κρεβάτι και μπήκε στο μπάνιο να φρεσκαριστεί. Θα έβγαινε πάλι. Θα βρισκόντουσαν όλη η παρέα για το τελικό πρόγραμμα. Έπρεπε, για να κλείσουν δωμάτια, να στείλουν προκαταβολή, να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες.
Απόψε θα τελείωναν όλα και αύριο πρωί-πρωί, παραμονή Χριστούγεννα, αναχωρούσαν. Θα ζούσαν ένα αξέχαστο τριήμερο.
Ήταν φοιτήτρια, μα εδώ και χρόνια είχε παρατήσει τις σπουδές της, στο τέταρτο έτος της σχολής της, ενώ κόντευε για το πτυχίο. Και τώρα, σχεδόν εικοσπεντάχρονη, ολόκληρη γυναίκα, γύρισε σπίτι, για να τη φροντίζει η μάνα της.
Στοίβαξε τα πράγματά της, τα βιβλία της, παντού, ακόμα και στην κουζίνα και στον διάδρομο. Γκρίνιαζε μετά για το μικρό διαμέρισμα, που δεν είχαν πού να πατήσουν. Γκρίνιαζε για το φαγητό, που δεν ήταν πάντα της αρεσκείας της.
Για τη ντουλάπα της, που δεν την εύρισκε τακτοποιημένη. Για τα ρούχα της, που δεν ήταν πλυμένα, στεγνωμένα και σιδερωμένα στην ώρα τους. Η ίδια δεν ακουμπούσε απολύτως τίποτα.
Η μάνα της ήταν, που έπρεπε να τα ’χει όλα στην εντέλεια.
Και να τα ακούει κιόλας από πάνω, σαν να ’τανε σκλάβα της.
– Πάλι θα βγεις; τη ρώτησε η καημένη, καθώς την είδε έτοιμη ξανά για έξω.
– Μαμά, σταμάτα! Δεν σε αφορά αυτό. Εσύ φρόντισε να έχω απόψε τα λεφτά. Αυτή είναι η δική σου δουλειά!
– Μα ό,τι είχα και δεν είχα, δεν σου τα ’δωσα την περασμένη βδομάδα;
– Κι εγώ σου εξήγησα ότι δεν φτάνουν εκείνα και θα χρειαστώ κι άλλα. Και τα χρειάζομαι απόψε. Αύριο πρωί αναχωρώ.
– Και τί μπορώ να κάμω τώρα εγώ, την τελευταία στιγμή;
– Μαμά, σου το ’πα απ’ την πρώτη στιγμή, δεν σου το λέω τώρα!
– Και πού θα εύρισκα τα λεφτά σου, κόρη μου; Πού ήμουνα εγώ τις μέρες αυτές;
Ακούμπησε στον καναπέ εξαντλημένη και αναστατωμένη. Δεν είχε παρά δυο μέρες που βγήκε απ’ το νοσοκομείο. Μια ξαφνική αδιαθεσία είχε εξελιχθεί σε μια μικρή περιπέτεια της υγείας της.
Μια ολόκληρη βδομάδα ταλαιπωρήθηκε με εξετάσεις, χωρίς να αποφύγει τελικά και κάποιο χειρουργείο. Δεν είχε ακόμα αναλάβει τις δυνάμεις της. Δεν μπορούσε να τρώει οτιδήποτε. Η αδυναμία έκοβε τα πόδια της. Μικροζαλάδες την τρόμαζαν και την κρατούσαν σχεδόν καθηλωμένη στο κρεβάτι.
Η καρδιά της σφίχτηκε. Δεν καταλάβαινε η κόρη της την κατάστασή της; Σαν να διάβαζε τη σκέψη της εκείνη, είπε:
– Εντάξει, δεν είμαι αναίσθητη, δεν είχα την απαίτηση να πας για δουλειά. Αλλά μπορείς να ζητήσεις δανεικά, προκαταβολή. Μια ζωή τους δουλεύεις χωρίς να τους δημιουργήσεις πρόβλημα ποτέ.
Δεν νομίζω να σου αρνηθούν. Όμως, κάνε γρήγορα! Απόψε πρέπει να τα ’χω στο χέρι μου.
Δεν ήθελε να το παίζει αναίσθητη η κόρη της, μα δεν έδειχνε να καταλαβαίνει και τίποτε. Οι ευαισθησίες της ήταν για άλλα πράγματα. Μια βδομάδα η μάνα της στο νοσοκομείο, μια μέρα δεν πέρασε να τη δει.
Ευτυχώς που η άρρωστη είχε μια μικρότερη αδελφή και της παραστάθηκε. Η κόρη της δυστυχώς ήξερε μόνο να ζητάει. Πέρα από αυτό δεν φαινόταν πως θα μπορούσε να τη συγκινήσει κάτι άλλο.
Πώς βγήκε με τόσες απαιτήσεις αυτή, με τόσα δικαιώματα; Δεν την αναγνώριζε καθόλου πια.
Δεν ήταν έτσι η κόρη της. Πού πήγαν τα τρυφερά της αισθήματα, ο γλυκός χαρακτήρας που έβγαζε μικρότερη; Τα πάντα τώρα και προπαντός η μάνα της έπρεπε να υποτάσσονται στη θέλησή της.
Πώς άλλαξε τόσο αυτή, που κάποτε γινόταν θυσία για τον άλλον; Πού έμπλεξε;
Ποιες υψηλές φιλοσοφίες την έκαναν τόσο σκληρή, τόσο απάνθρωπη; Ποιος την έμαθε να ζει μονάχα για τον εαυτό της; Ποιοι της άλλαξαν τα μυαλά;
Και τώρα; Πού να τρέχει παραμονιάτικα η μάνα στην κατάσταση που βρισκόταν; Μα και τί να κάνει; Μπορούσε δεν μπορούσε, θέλοντας και μη, βγήκε πικραμένη στους δρόμους.
Έσυρε τα βήματά της με κόπο, περπάτησε σιγά σιγά μέχρι το σπίτι όπου εργαζόταν. Πήγαινε δυο φορές τη βδομάδα εκεί και συγύριζε.
Σκούπιζε, έπλενε, σιδέρωνε και τέτοια. Η κυρά της δεν την περίμενε.
– Πώς από δω; τη ρώτησε ξαφνιασμένη. Δεν ήσουν άρρωστη; Ήρθες για δουλειά;
Ξεροκατάπιε η μάνα. Τί να πει; Εξήγησε πως είχε επείγουσα ανάγκη από κάποια χρήματα. Αν μπορούσε να της δώσει μια προκαταβολή. Η κυρά της έμεινε για λίγο συλλογισμένη.
– Να σου δώσω, είπε στο τέλος διστακτικά. Όμως, μια και ήρθες, δεν βάζεις ένα χεράκι;
Μαζεύτηκαν τις μέρες που έλειπες. Κι έχουμε γιορτές μπροστά μας. Λίγο, δεν έχω απαίτηση να κάτσεις για μεροκάματο.
Ποιος να τον καταλάβει τον φτωχό; Από φιλότιμο έκατσε. Ανάγκη την είχε, τί να έκανε;
Το λίγο έγινε πολύ, με χίλια ζόρια στεκόταν στα πόδια της, τα χέρια της έτρεμαν παλεύοντας να σιδερώσουν στοίβες τα πλυμένα. Έδωσε κάποτε ο Θεός και η κυρά της της είπε να σταματήσει. Της έβαλε μερικά χρήματα στο χέρι και την άφησε να φύγει.
Η ταλαίπωρη γυναίκα ξαναπήρε τους δρόμους. Εδώ και ώρα ψιλόβρεχε. Ήταν ακόμα απόγευμα, μα κάτω απ’ τον μολυβένιο ουρανό φάνταζε σούρουπο. Ένας ψυχρός αέρας είχε σηκωθεί, κάνοντας τέντες και παραθυρόφυλλα να χτυπούν.
Ένιωσε φτερό στον άνεμο. Πώς να αντισταθεί, αδύναμη κι εξαντλημένη, στις ξαφνικές του πνοές; Η ψυχρή υγρασία την τύλιξε, ρίγησε το ανήμπορο κορμί της. Άνοιξε τη μικρή της ομπρέλα και ξεκίνησε.
Το κεφάλι της βούιζε. Ο ίλιγγος ερχόταν κι έφευγε, βάδιζε παραπατώντας σαν μεθυσμένη. Λάμψεις αντιφέγγιζαν στον ορίζοντα, οι βροντές όλο και ζύγωναν. Η βροχή δυνάμωνε. Προσπάθησε να βιάσει το βήμα της, μα τα πόδια της δεν υπάκουαν.
Μια εκτυφλωτική λάμψη και ένας εκκωφαντικός κεραυνός έδωσαν τη χαριστική βολή. Το μπουρίνι ξέσπασε ακράτητο. Το μαστίγωμα του νερού ήταν τρομακτικό. Οι δρόμοι έγιναν ποτάμια στο λεπτό.
Η φτωχή γυναίκα τα ’χασε. Τα βήματά της τρίκλισαν, η ομπρέλα τής ξέφυγε, τα παπούτσια της γέμισαν νερό. Η φοβερή νεροποντή την παρέσυρε και ανίκανη μέσα στην παραζάλη της να αντιδράσει, γλίστρησε στα ορμητικά νερά.
Έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή και σωριάστηκε.
Τη σήκωσαν, λιπόθυμη σχεδόν, περαστικοί. Ένα ασθενοφόρο ήρθε, την παρέλαβε. Στο νοσοκομείο την κράτησαν. Συνήλθε λίγο, αλλά ο οργανισμός της βρισκόταν σε σοκ. Δεν μπορούσαν να τη διώξουν σε τέτοια κατάσταση.
Παρακάλεσε μια νοσοκόμα να τηλεφωνήσει στην κόρη της. Με τα πολλά έφτασε κάποτε κι εκείνη. Πήρε τα λεφτά της και έφυγε. Ούτε σκέψη να ξενυχτήσει κοντά της. Και να ήθελε, της είπε, δεν θα μπορούσε.
Αναχωρούσε πρωί πρωί με την παρέα της. Θα τηλεφωνούσε στη θεία της να της συμπαρασταθεί.
Τη νύχτα η άρρωστη ανέβασε πυρετό. Έβηχε δυνατά, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Έπεφτε σιγά σιγά σε λήθαργο. Παραληρούσε συχνά. Ο αδυνατισμένος οργανισμός της κατέρρεε. Οι γιατροί προσπάθησαν, μα δεν τα κατάφεραν. Χαροπάλεψε ένα μερόνυχτο.
Ξημερώματα Χριστουγέννων υπέκυψε. Η αδελφή της τρελάθηκε. Τα τηλέφωνα έσπασαν να ειδοποιηθεί η κόρη, μα του κάκου. Η παρέα είχε κλειστά φαίνεται τα κινητά, για να χαρεί απερίσπαστη το όνειρο.
Χριστουγεννιάτικο τριήμερο ήταν αυτό, δεν θα το χαράμιζαν για τίποτε.
Μα σβήνουν κάποτε τα φώτα της γιορτής, ξαναγυρνά ο καθένας στον πάγκο του. Ευδόκησε κάποια στιγμή να επιστρέψει και η κόρη στο σπίτι. Ερημιά!
– Ακόμα στο νοσοκομείο θα ’ναι η μάνα μου, σκέφτηκε.
Πήρε τη θεία της τηλέφωνο. Καμμιά απάντηση.
– Ας πάρω τη μάνα μου, είπε. Ελπίζω να το ’χει κοντά της και να μπορεί να μου μιλήσει.
Πήρε, ξαναπήρε, αλλά καμμιά απόκριση και από κει.
– Τί στο καλό γίνεται; μουρμούρισε τσαντισμένη. Τί πάθανε όλοι τους; Άντε τώρα, έχεις δεν έχεις όρεξη, τρέχα στο νοσοκομείο να τους βρεις!
Κόντευε τρεις, απομεσήμερο, ένιωθε κουρασμένη απ’ την τριήμερη κραιπάλη και το ταξίδι της, μα μη μπορώντας να κάνει κι αλλιώς, θέλοντας και μη, ξεκίνησε για το νοσοκομείο.
Στα μισά του δρόμου είδε κόσμο μαζεμένο. Μπροστά μια νεκροφόρα.
– Μα την τύχη μου! γκρίνιαξε για μια ακόμα φορά.
Λοξοδρόμησε να τους αποφύγει. Το τελευταίο που θα ’θελε την ώρα εκείνη ήταν να πέσει σε κηδεία.
Πήρε το παράπλευρο δρομάκι, ανέβασε στο μπουφάν το φερμουάρ να φυλαχτεί από την ψύχρα, τάχυνε το βήμα της. Κόντευε στην είσοδο του νοσοκομείου, όταν το μάτι της έπεσε στην κολώνα της ΔΕΗ πλάι στο πεζοδρόμιο. Γεμάτη αγγελτήρια!
– Μα τί γίνεται εδώ; αναρωτήθηκε.
Πλησίασε με περιέργεια.
– Α! ο. κ., όλο μνημόσυνα! είπε αδιάφορα.
Μα να, που ανάμεσά τους ξεπετάχτηκαν και ένα-δυο κηδειόσημα.
– Για να δούμε, ποιοι είναι οι τελευταίοι τυχεροί μας εδώ! μουρμούρισε και κόλλησε το πρόσωπό της στην κολώνα.
«Την αγαπημένη μας…, θανούσαν την 25-12-20.., κηδεύομεν σήμερον, ώραν 14.00 μ. μ., εις τον Ιερόν Ναόν Αγίου… κ.λ.π. …Οι τεθλιμμένοι… κ.λ.π.».
Τότε ήταν που έπεσε ο ουρανός και την πλάκωσε. Η θανούσα ήταν η μάνα της!
Μια κραυγή -ω, Θεέ μου!- της ξέφυγε άθελά της. Και κηδεύεται σήμερα! Κοίταξε το ρολόι της. Μα ναι, αυτή ήταν!
Η κηδεία που συνάντησε στον δρόμο. Η νεκρική πομπή που είδε, συνόδευε τη μάνα της στην τελευταία κατοικία της. Ο τόπος έφυγε κάτω απ’ τα πόδια της. Τα γόνατά της λύθηκαν. Της φάνηκε πως έφαγε χαστούκι.
Σαν να ξύπνησε από ύπνο βαθύ. Η ψυχή της τρεμούλιασε, φοβερός σεισμός έφερε τα άνω κάτω μέσα της.
Αμέσως έκανε στροφή και άρχισε να τρέχει με όση δύναμη της έμεινε προς το κοιμητήριο. Τα μάτια της έτρεχαν, θάμπωναν, δεν έβλεπε μπροστά της. Τσαλαβουτούσε σε λακκούβες με νερά, μα έπρεπε να τους προλάβει, πριν το χώμα σκεπάσει για πάντα τη μάνα της.
Έφτασε σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Ο αέρας σκόρπιζε δώθε-κείθε τα τελευταία λόγια της εξόδιας ευχής: «…και τάξον αυτήν εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως…».
Έβαλε τρομερή φωνή από μακριά:
– Μια στιγμή! Μια στιγμή!
Στράφηκαν όλοι παραξενεμένοι. Ο παπάς έκοψε στη μέση το νεκρώσιμο τρισάγιο, σήκωσε το κεφάλι απορημένος κι αυτός. Η κοπέλα έφτασε λαχανιασμένη, έπεσε ορμητική πάνω στο φέρετρο.
– Ω, μαμά μου! Μαμά μου! Πού είσαι;
Ε, τότε ήταν που η θεία της δεν μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο.
– Εκεί που την έστειλες, φόνισσα! φώναξε δυνατά με κακιωμένη και πικραμένη φωνή.
Σήκωσε το κεφάλι της, σαν να μην καταλάβαινε. Κοίταξε τη θεία της με ένα βλέμμα, σαν να της έλεγε, «μα τί είναι αυτά που λες;»
– Μπα! Απορείς κιόλας; συνέχισε αληθινό ηφαίστειο η θεία της. Δεν έπαθε εξ αιτίας σου ό,τι έπαθε; Ποιος την ξαπόστειλε, ανήμπορη, άρρωστη γυναίκα, μες στις νεροποντές και τις θεομηνίες; Για το κέφι τίνος θαλασσοπνίχτηκε;
Η κόρη πάγωσε! Τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν -βέλη φαρμακερά- στην καρδιά της. Ένα δυνατό μούδιασμα απλώθηκε στο κεφάλι της. Ώστε όλοι συμφωνούσαν σ’ αυτό. Ήταν μια φόνισσα! Σκότωσε τη μητέρα της! Ναι!
Τώρα μόλις άρχισε να διεισδύει στην τραγική πραγματικότητα. Αλήθεια, ποιος έφταιγε που πέθανε η μάνα της;
Ο κόσμος της, εικονικός και εύθραυστος, ράγισε, σωριάστηκε σε ερείπια. Κατάλαβε πόσο ψεύτικα ζούσε. Για πρώτη φορά άρχισε να σκέφτεται. Να βλέπει τί συνέπειες, καταστροφικές, ολέθριες, είχαν οι επιλογές της για τους άλλους.
Ναι, το ’βλεπε κι αυτή τώρα, επιτέλους άρχισε να το καταλαβαίνει: Ήταν μια φόνισσα, όντως. Συνειδητοποίησε το μέγεθος της τραγωδίας. Δεν ήταν απλώς ότι έχασε τη μάνα της. Τη σκότωσε αυτή η ίδια με τα καμώματά της.
Δεν τόλμησε να βγάλει λέξη. Άλλωστε η γλώσσα της είχε δεθεί.
Έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο φέρετρο, τα μαλλιά της απλώθηκαν πάνω στο νεκρό σώμα της μάνας της. Την αγκάλιασε με σπαραγμό. Τα τρυφερά της αισθήματα αφυπνίστηκαν. Η παλιά καλή στόφα της ξαναβγήκε στην επιφάνεια.
Την άφησαν για λίγο να κλάψει. Δεν άντεχε άλλωστε και η ίδια να μένει για πολύ κάτω απ’ την ελεγκτική λαλίστατη σιωπή των παρευρισκομένων.
– Συχώρεσέ με, μαμά! μουρμούρισε μόνο με συντριβή, αλλά πολύ σιγανά, για να μην ακουστεί κι αποτραβήχτηκε με σκυμμένο κεφάλι, κρύβοντας το πρόσωπό της στα δυο της χέρια. Δεν τόλμησε ν’ αντικρύσει κανέναν.
Έτρεξε μακριά όσο πιο γρήγορα μπορούσε σαν το κυνηγημένο αγριμικό. Ένιωθε να την καταδιώκουν φαντάσματα. Μα ήταν μόνο φριχτές σκιές-γεννήματα της αγριεμένης φαντασίας της. Λαίλαπα λογισμών ενοχικών εισόρμησε ανηλεής μέσα της.
Πέρασε καιρός χωρίς κανένας να την ξαναδεί. Λες κι άνοιξε η γη και την κατάπιε. Η παρέα της, η γειτονιά της, η πόλη ολόκληρη την έχασαν.
Μα δέκα χρόνια αργότερα, ανήμερα Χριστούγεννα…
Ένα μικρό αυτοκίνητο σταμάτησε μπρος στο μικρό τους κοιμητήριο. Οι πόρτες άνοιξαν και τέσσερα μικρά χαριτωμένα ξεχύθηκαν έξω γελαστά και ζωηρά.
Οι γονείς τους τα ακολούθησαν. Πέρασαν την ανοιχτή πύλη και, σαν κάτι να έψαχναν, βάλθηκαν να σεργιανίζουν ανάμεσα στα μνήματα. Τέλος σταμάτησαν μπρος στο μνήμα της μάνας.
Το καντηλάκι έκαιγε, τα μάρμαρα άστραφταν φρεσκοπλυμένα, ανθισμένα χειμωνιάτικα φυτά γέμιζαν τα γλαστράκια του. Το φρόντιζε, με δική τους παραγγελία, άνθρωπος πιστός όλα τα χρόνια. Τα παιδάκια το κύκλωσαν, το μικρότερο σχεδόν σκαρφάλωσε πάνω του.
Η νεαρή μητέρα τους γονάτισε στο υγρό έδαφος, φίλησε τον σταυρό και πήρε στα χέρια της τη φωτογραφία της νεκρής. Την έσφιξε στην αγκαλιά της, ενώ τα μάτια της έτρεχαν. Την έφερε πολλές φορές στα χείλη της, βρέχοντάς την με τα δάκρυά της.
– Μαμά! Μαμά μου! στέναξε με πόνο, ενώ κοβόταν η φωνή της απ’ τους λυγμούς. Πού βρίσκεσαι, μαμά μου; Μ’ ακούς; Θα μπορέσεις ποτέ να με συχωρέσεις, μαμά;
– Μαμά! Δώσε λίγο και σε μας τη φωτογραφία της γιαγιάς! είπε το μεγαλύτερο κοριτσάκι, ένα ξανθό αγγελούδι έξι-επτά χρονών.
Την τράβηξαν από τα χέρια της μαμάς τους χωρίς να περιμένουν και την περιεργάστηκαν όλα.
– Σ’ αγαπάμε πολύ, γιαγιάκα! άρχισαν να λένε όλα μαζί και να φιλούν την άψυχη φωτογραφία. Μας βλέπεις από κει ψηλά που είσαι, γιαγιά;
Η μητέρα τους έγειρε πάνω στην ψυχρή ταφόπλακα κι ακούμπησε το κεφάλι της στο κρύο μάρμαρο. Τα αναφιλητά της την τράνταζαν.
– Δεν σ’ άκουσα ποτέ, μαμά μου, όσο ζούσες. Σε πότισα πικρό φαρμάκι μόνο. Μα απ’ τη στιγμή που έφυγες, το μόνο που πραγματικά επιθυμώ, είναι να κάνω όλα εκείνα που μου έλεγες! Αχ!
Ας ήσουν τώρα εδώ μαζί μας λίγο! Θα με συχωρέσεις άραγε ποτέ, που δεν σ’ άφησα να δεις, να χαρείς τα εγγονάκια σου, μαμά μου;
Ο άντρας της, νεαρό καλοβαλμένο παλικάρι, πλησίασε και την αγκάλιασε. Τα μικρά σφίχτηκαν πάνω τους.
– Εγώ την είδα τη γιαγιά, μαμά! μίλησε πάλι το μεγαλύτερο κοριτσάκι. Την είδα στον ύπνο μου ντυμένη στα λευκά, φωτεινή πολύ και όμορφη. Ήρθε κοντά μου και μου χαμογέλασε.
Με κράτησε στην αγκαλιά της και με φίλησε, μαμά. Πολύ την αγαπάω τη γιαγιά μου!
– Κι εμείς την αγαπάμε τη γιαγιά μας πολύ! Τί καλά να ήταν τώρα εδώ ανάμεσά μας! φώναξαν όλα παραπονεμένα.
– Και σένα σ’ αγαπάει η γιαγιά πολύ, μαμά! Μου το ’πε να στο πω, για να μην κλαις. Έλα, μην κλαις άλλο, μαμά μου! Με κάνεις και μένα να κλαίω! φώναξε πνιγμένη στα δάκρυα η μικρούλα και την αγκάλιασε σφιχτά.
– Ω, μαμά, μαμά μου! αναστέναξε ξανά με πόνο η νεαρή γυναίκα κι αναλύθηκε περισσότερο στο κλάμα.
Ολόφωτη της μάνας η ψυχή από ψηλά, με περισσή στοργή γερμένη πάνω τους, τη μητρική της άπλωνε αγκαλιά, τους σκέπαζε όλους τρυφερά, τις πονεμένες άγγιζε καρδιές τους απαλά, γλυκά τα δάκρυα της χαράς της έχυνε στα βάθη τους μυστικά.
Κλαμένους έτσι και αγκαλιασμένους τους πρόλαβε ο γέροντας παπούλης, που, ειδοποιημένος από πριν, κατέφτασε με το παλιό πετραχηλάκι του στο χέρι.
– Με συγχωρείς που σε ξεσήκωσα χρονιάρα μέρα, αλλά σαν σήμερα αλλάζει χρόνο η μαμά μου, πάτερ, είπε η νεαρή γυναίκα. Διάβασέ της ένα τρισάγιο ν’ αναπαυτεί, μέρα που είναι, η ψυχούλα της.
Στην πόλη απλώθηκε σιγά-σιγά το νέο για την καινούργια οικογένεια, που διάλεξε να μείνει ανάμεσά τους. Κι όσο κι αν φάνηκαν ψυχροί και κουμπωμένοι στην αρχή, δεν άργησαν ν’ αλλάξουν γρήγορα διάθεση και γνώμη απέναντί τους.
Και πιο πολύ, για τη γυναίκα είχαν να λένε όλοι και την καλοσύνη της, που δεν τους θύμιζε σε τίποτε την κόρη που παλιά είχαν γνωρίσει. Γιατί όπου άκουγε φτωχό, κατατρεγμένο, πονεμένο κι ορφανό, πάντα βρισκόταν πρώτη εκείνη στο πλευρό του.
Και νιώθαν πλέον μέσα τους γι’ αυτήν σέβας βαθύ, εκτίμηση, αγάπη. Και το ’χαν σε μεγάλη τους τιμή να βρίσκονται κοντά της, με κάθε τρόπο να της δείχνουν όλοι πόσο χαίρονταν που ζούσε εκεί, ανάμεσά τους.
Μα πάνω και καλύτερα απ’ όλους άλλαξε, χαιρόταν και καμάρωνε γι’ αυτήν η θειά της.
Άνοιξε στη μετανοιωμένη ανιψιά την αγκαλιά της, σαν κόρη της τη δέχτηκε αληθινή, μια και παιδιά δικά της δεν ευδόκησε ο Θεός να της χαρίσει. Και η νεαρή γυναίκα ξαναβρήκε κι έβλεπε στο πρόσωπό της τη μάνα που δεν είχε πια κοντά της.
Γι’ αυτή την κόρη του ο Χριστός κατέβηκε απ’ τον ουρανό, γεμάτος αγωνία μην τη χάσει. Γι’ αυτήν γεννήθηκε στη γη, έγινε άνθρωπος για να την ψάξει. Γύρισε πόλεις και χωριά, αναζητώντας την παντού, σ’ όλους τους τόπους, στις απόμερες γωνιές.
Κι όταν τη βρήκε, τσακισμένη σαν δεντρί και ρημαγμένη, τη σήκωσε στην αγκαλιά του τρυφερά, στους ώμους του την πήρε στοργικά, την έκανε ξανά παιδί δικό του λατρευτό, της άνοιξε τον δρόμο για τον ουρανό. «Επί των ώμων» ο Χριστός «την πλανηθείσαν άρας φύσιν, τω Θεώ και Πατρί προσήγαγε».
Τί μεγαλείο, τί μυστήριο βαθύ η θεία Γέννηση, αλήθεια! Τί δώρο ακριβό για κάθε πλάσμα του Θεού!…
Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλους…