Ὁμ. Καθηγητοῦ Παν/μίου ἈθηνῶνΣτὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸ φυσικὸ περιβάλλον ἀνοίγεται καὶ ἀποκτᾶ τὶς πραγματικές του διαστάσεις, «τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος» τοῦ Χριστοῦ (Ἐφεσίους 3, 18), ὁ Ὁποῖος καταφάσκει τὴν Κτίση, στὴν ὁποία ἀντανακλᾶται ὡς Κύριος της Οἰκουμένης. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς τύχης καὶ τῆς ἀναγκαιότητας, ἀλλὰ πεδίο καὶ τόπος σωτηρίας, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ποιμαντικῆς της γιὰ τὴ σωτηρία ὄχι μόνο τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου, μὲ τὴ συγκρότηση μιᾶς θεολογικῆς οἰκολογίας καὶ τὴν κατάδειξη τῶν θετικῶν συνεπειῶν της.
Ἡ χριστολογικὴ προσέγγιση τῆς φύσεως καὶ τοῦ κόσμου ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ὠθεῖ στὴν ἀντίληψη τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως ὡς θεολογικοῦ προβλήματος καὶ τῆς ἀντιμετώπισής της βάσει τῶν ἀρχῶν μιᾶς θεολογικῆς οἰκολογίας, ἡ ὁποία καὶ ἐμπνέει μέτρα προληπτικὰ καὶ θεραπευτικὰ τῆς κρίσεως, ἀλλὰ καὶ ἐντάσσει τὸν κόσμο προοπτικὰ στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ἀσφαλῶς, ἡ κρίση δὲν εἶναι πρωτεῦον. Ἀναγκάζεται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσχοληθεῖ λόγῳ τῶν δυσμενῶν ἐπιπτώσεων τῆς κρίσεως πάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴ φύση. Καὶ τότε δρᾶ συμβουλευτικὰ καὶ περιλαμβάνει στὴν ποιμαντική της μέριμνα τὸ οἰκολογικὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου καὶ παρωθεῖ πρὸς συγκεκριμένες ἐνέργειες προτάσσοντας μεταξὺ ἄλλων παραδείγματα πρὸς μίμηση, ὅπως λ.χ. τῶν Γερόντων.
Προϋπόθεση γιὰ τέτοιου τύπου στάση εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸ χῶρο ὡς Θεολογία τοῦ χώρου. Αὐτὸ κάνει νὰ διερωτώμεθα ἂν εἴμαστε χρῆστες ἢ καταχραστὲς καὶ ὁδηγούμεθα πρὸς μία ἠθικὴ τῆς οἰκολογικῆς συνείδησης. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἰδίως τελευταῖα μὲ τὶς πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θεωρεῖται καταλύτης στὴν προστασία τῆς φύσεως*. Αὐτὸ τὴν ὠθεῖ σὲ μία θεολογικὴ ἐμβάθυνση τῶν σχετικῶν θέσεών της, ἔτσι ὥστε νὰ θεωρεῖ τὴ φύση ὡς κτίση καὶ τὴν κτίση ὡς εὐχαριστία καὶ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία ὡς τὴ μόνη ἀπάντηση σὲ ζητήματα ποὺ ἅπτονται τῆς οἰκολογίας καὶ τῆς πολιτικῆς. Μόνο μία βιβλικὴ καὶ πατερικὴ θεολογικὴ οἰκολογία εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ προβλήματα τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ἐνασχόληση καὶ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν μὲ τὸ θέμα εἶναι ἐπίσης σοβαρή.
Τὴ διδασκαλία της αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἀντλεῖ ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ μόνο κανεὶς μπορεῖ νὰ ἐκταμιεύσει ζωτικὲς ἐμπνεύσεις γιὰ τὴν προστασία τῆς φύσεως, τὴν ὁποία ὁ Δημιουργός της μᾶς παρέδωσε «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν» αὐτήν. Πηγὴ γιὰ μία στάση σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Παναγία μας, οἱ Προφῆτες, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἅγιοί της, οἱ Γέροντες. Ἡ φροντίδα γιὰ τὸν κόσμο ἀποτυπώνεται στὴ λατρεία καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος προβληματίζεται ἀναθέτοντας τὴ μέριμνα καὶ τοὺς οἰκολογικούς του προβληματισμοὺς στὸ Θεὸ τῆς κτίσεως καὶ πάσης σαρκός.
Μιᾶς καὶ μιλήσαμε γιὰ παραδείγματα πρὸς μίμησιν καὶ ἀναφέραμε τοὺς Γέροντες, αὐτὲς τὶς ἐκλεκτὲς μορφὲς ποὺ ὑποστασιάζουν ἤδη ἀπὸ τώρα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὴ μεταμορφωμένη ζωή τους, ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἀπασχολεῖται ὁλοένα καὶ περισσότερο μὲ τὸ οἰκολογικὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὶς συνέπειες ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει μία ἀλόγιστη χρήση τῆς φύσεως καὶ τῶν ἀποθεμάτων της, ἐντυπωσιάζει ἡ στάση πολλῶν Γερόντων ἔναντι τῶν προβλημάτων ποὺ δημιουργοῦνται στὴν ἐποχή μας καὶ ἡ συμβουλευτική τους ποὺ ἀσκεῖται σὲ συγκεκριμένα πλαίσια ζωῆς.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι εἶναι ἔντονη ἡ ἀνησυχία ὁρισμένων γερόντων γιὰ τὴ ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Χωρὶς νὰ κηρύττουν μία «ἐπιστροφὴ στὴ φύση» τύπου Ρουσσώ, συνιστοῦν μίαν «ἔξοδο πρὸς τὴ φύση», «γιὰ νὰ βρεθοῦν οἱ ἄνθρωποι πάλι στὸ φυσικό τους περιβάλλον, ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ξεκίνησαν», λένε χαμογελώντας, «στὸν Παράδεισο, ποὺ ἦταν ἕνας κῆπος». Χωρὶς ν’ ἀρνοῦνται τὴ χρήση τῆς τεχνολογίας μάχονται γιὰ μία ποιότητα ζωῆς ποὺ ν’ ἀγκαλιάζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο.
Στενοχωριοῦνται μάλιστα ἔντονα ὅταν αὐτὴ ἡ «ἔξοδος» διακυβεύεται καὶ ἀπὸ τόσες πυρκαγιὲς ποὺ καταστρέφουν τεράστιες δασικὲς ἐκτάσεις καὶ θαμνώδεις περιοχές. Λυποῦνται βαθύτατα γιατί διαβλέπουν στὸ ἔργο τῆς καταστροφῆς ψυχικὲς διαταραχές, ποὺ κι ὅταν ἀκόμη κινεῖται ἀπὸ κερδοσκοπία μὲ οἰκοπεδοποιητικὲς προθέσεις ξεκινᾶ ἀπὸ μία θεμελιακὴ ἀ-φιλανθρωπία.
Ὅποιος καταστρέφει τὴ Δημιουργία συνεργεῖ στὴν καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πράσινο εἶναι δῶρο Θεοῦ ποὺ ἡ Χάρη Τοῦ δωρίζει στὸν ἄνθρωπο. Σεβασμὸς πρὸς αὐτὸ σκοπεύει στὴν ὑγεία καὶ τὴν ὀμορφιά. Τὸ δάσος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ σύμβολο τῆς παρουσίας, τῆς σιωπῆς καὶ τῆς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί τὸ δάσος εἶναι σιωπὴ καὶ εὐλογία. Χωρὶς αὐτό, ὅλα γίνονται στεῖρα.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναλάβει ὁλόκληρη ἐκστρατεία καὶ σταυροφορία. Χρειάζεται ἐνεργὸς δράση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Νόμος μόνος του, ὅπως διαπιστώνουμε, δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ τὴν καταστολὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐγκλήματος καὶ τὴν πρόληψή του. Ἀλλ’ οὔτε μόνο μὲ ἐκκλησιαστικὲς ἀποφάσεις καὶ ἐγκυκλίους μπορεῖ νὰ γίνει δουλειά. Ἐδῶ πάλι πρωτεύουσα θέση κατέχει τὸ παράδειγμα καὶ ἡ μίμηση.
Ἂς μνημονεύσουμε ἐδῶ τὸ παράδειγμα τοῦ Γέροντος τῆς Πάτμου π. Ἀμφιλοχίου Μακρῆ (1888-1970), ὁ ὁποῖος συνέβαλε στὴν πευκοφύτευση τῆς ἱερᾶς νήσου Πάτμου. Συνήθιζε νὰ λέει: «Ὅποιος φυτεύει ἕνα δένδρο φυτεύει ἐλπίδα, φυτεύει εἰρήνη, φυτεύει ἀγάπη καὶ ἔχει τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτὸ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἐξομολογουμένους σ’ αὐτόν, σὲ ἔνδειξη μετανοίας νὰ φυτεύουν καὶ νὰ περιποιοῦνται ἕνα δένδρο.
Ὅλα αὐτὰ προϋποθέτουν ἀσφαλῶς μία καρδιὰ εὐαίσθητη, μία καρδιὰ ἐλεήμονα, ἔτσι ὅπως τὴν προσδιορίζει ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὸ στόμα ἑνὸς μεγάλου ἀββᾶ, τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου (7ος αἰώνας):
«Καρδία ἐλεήμων εἶναι μία καρδιὰ ποὺ καίγεται γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὰ ὄρνια, γιὰ τὰ ζῶα, γιὰ τοὺς δαίμονες καὶ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα. Μὲ τὴν ἀνάμνηση καὶ τὴ θέα τους τρέχουν ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου δάκρυα. Ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ σφοδρὴ ἀγάπη ποὺ συνέχει τὴν καρδιά του δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ ἢ νὰ ἀκούσει ἢ νὰ δεῖ κάποια καταστροφή, ἢ κάποια μικρὴ λύπη νὰ γίνει μέσα στὴν κτίση. Γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα καὶ γιὰ τὰ ἑρπετὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς της ἀληθείας καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν βλάπτουν, κάθε στιγμὴ προσφέρει προσευχὴ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ τοὺς διαφυλάξει καὶ νὰ τοὺς ἐλεήσει ὁ Θεός».
Ἡ Ἐπιλεγμένη Βιβλιογραφία προστίθεται ὥστε οἱ ἀναγνῶστες νὰ ἀντλήσουν στοιχεῖα γιὰ μία ἐκμετάλλευση τοῦ θέματος στὶς ποιμαντικές τους δραστηριότητες.
Ἐπιλεγμένη Βιβλιογραφία
Ἄνθρωπος καὶ Περιβάλλον. Δοκίμια γιὰ τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν περιβάλλοντα κόσμο, Ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου, Σειρὰ «Συνάντηση» ἀρ. 3, Πάφος 1994.
ΓΙΑΝΝΗ Εὐσταθίου, Οἰκολογία καὶ πολιτισμός. Προλεγόμενα σὲ μία ἑλληνορθόδοξη πρόταση περιβαλλοντικῆς ἀγωγῆς, Ἐν Ἀθήναις 2002.
ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, Ἐκκλησία καὶ φυσικὸ περιβάλλον, (Ἀποτύπωση μιᾶς Ἔκθεσης), Ἀθήνα 2003.
ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ, Περιβάλλον, Παιδεία, Πολιτισμός. Πρακτικὰ Ἐπιμορφωτικῶν Συναντήσεων (Καλαμάτα 2000, Καρδαμύλη 2002), Ἐκδ. Ἐπιχειρήσεις Ἠλίας Μανιατέας, 2004 (χωρὶς τόπο ἐκδόσεως). Τὸ ἔργο τοῦ Σώζου Γιαννούδη ἀπὸ σ. 82• βιογραφικά του στὶς σ. 103-104.
ΖΗΖΙΟΥΛΑ Ἰωάννου Δ. (Μητροπολίτου Περγάμου), Ἡ κτίση ὡς εὐχαριστία, Ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 1992.
ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ, Ἐκκλησία καὶ φυσικὸ περιβάλλον, Εἰσηγήσεις ἐπιστημονικῆς ἡμερίδος (31 Ἰανουαρίου 2004), Λαμία 2006.
ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΥ Ἀνέστη, Ἄνθρωπος καὶ φυσικὸ περιβάλλον. Σπουδὴ στὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο, Ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Ἠλία, Θεολογικὴ οἰκολογία, Ἐκδ. Δέσποινας Μαυρομάτη, 1994.
ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ἀνδρέου, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καταλύτης στὴν προστασία τῆς φύσεως, Λευκωσία 1992.
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Ἀλεξάνδρου Μ., Ἐπιστήμη καὶ Τέχνη τῆς Ποιμαντικῆς, Ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1997, σ. 48-51.
STAVROPOULOS Alexandre M., Le bien-être animal. La position des Religions: L’ orthodoxie, στὸν ὁμότιτλο συλλογικὸ τόμο τῶν Ἐκδ. τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης τῆς σειρᾶς Regard éthique, Στρασβοῦργο 2006, σ. 171-175. Κυκλοφορεῖ καὶ στὰ ἀγγλικὰ Animal welfare, σ. 157-161.
ΨΑΡΙΩΤΗ Θεοδώρου, Τὸ φυσικὸ περιβάλλον στὴν ὀρθόδοξη πίστη (μὲ πρόλογο Α.Μ. Σταυρόπουλου), Ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2001.
τοῦ ἰδίου, Χρῆστες ἢ καταχραστές; Ἐκκλησία καὶ φυσικὸ περιβάλλον, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 1996.
τοῦ ἰδίου, Θεολογικὴ Οἰκολογία. Μνήμη π. Ἀμφιλοχίου Μακρῆ, (μὲ προλογικὸ σημείωμα Α.Μ. Σταυρόπουλου) Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 1988.
τοῦ ἰδίου, Ἅγιος Νεκτάριος: καὶ κηπουρὸς καὶ φυσιοδίφης, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 1996.
τοῦ ἰδίου, Γεροντάδες καὶ πράσινο. Μνήμη Γέροντος Πορφυρίου, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 1997.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
* Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ ἐμπνευσμένο μήνυμα τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Δημητρίου τοῦ Α΄ ἔχει καθιερώσει ἀπὸ τὸ 1989 τὴν 1η Σεπτεμβρίου ὡς «Ἡμέρα Προστασίας τοῦ Περιβάλλοντος». Ἤδη τὸ 1845 ἔχουμε τὴν πρώτη ἐγκύκλιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «κατὰ τῶν καιόντων καὶ καταστρεφόντων τὸ δάσος». Ἡ «Εἰδικὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ Θείας καὶ Πολιτικῆς Οἰκονομίας καὶ Οἰκολογίας» (συσταθεῖσα τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2000) ὀργάνωσε ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἐκδηλώσεις καὶ ἔκθεση (6-15 Ἰουνίου 2001) , μὲ τίτλο «Ἐκκλησία καὶ Περιβάλλον». Ἔδαφος-Νερό-Ἀέρας, ὡς συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Παγκόσμια Ἡμέρα Περιβάλλοντος (5 Ἰουνίου).