Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν προφήτη Ἰωνᾶ, στὸν ὁποῖο εἶπε ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ πάει στὴν πρωτεύουσα τῆς Ἀσσυρίας Νινευὴ καὶ νὰ κηρύξει μετάνοια, διότι οἱ ἁμαρτίες τῶν κατοίκων της ἦταν τόσο πολλὲς καὶ μεγάλες ποὺ ἡ κραυγὴ καὶ ἡ βοή της ἔφθανε μέχρι τοὺς οὐρανούς.
 Ἀλλὰ ὁ Ἰωνᾶς ἀντὶ νὰ βαδίσει ἀνατολικά, πρὸς τὴ Νινευή, «ἀνέστη τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσίς». Ἀποφάσισε νὰ ταξιδέψει δυτικά, στὴ μακρινὴ πόλη τῆς Ἱσπανίας Θαρσίς, γιὰ νὰ βρεθεῖ, ὅπως νόμιζε, ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν πόλη στὴν ὁποία εἰδικῶς καὶ κατ’ ἐξοχὴν φανέρωνε τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ προσώπου του ὁ Κύριος. 
Κατέβηκε μὲ τὰ πόδια στὴν Ἰόππη, βρῆκε πλοῖο ποὺ θὰ ἐκτελοῦσε τὸ δρομολόγιο Ἰόππη – Θαρσίς, πλήρωσε τὸ εἰσιτήριο τῆς διαδρομῆς, μπῆκε μέσα, κατέβηκε στὸ ἀμπάρι τοῦ πλοίου καὶ ὅπως ἦταν κουρασμένος ἔπεσε γιὰ ὕπνο νὰ κοιμηθεῖ. Τὸ πλοῖο ἀνεχώρησε κανονικά, ἀλλά, ὅταν ἀνοίχτηκε στὸ πέλαγος, «Κύριος ἐξήγειρε πνεῦμα μέγα», σήκωσε δυνατὸ ἀέρα, καὶ «ἐγένετο κλύδων μέγας» (Ἰων. α΄ 4), ξέσπασε τρικυμία μεγάλη, εἰδικὰ στὴν περιοχὴ ποὺ ταξίδευε τὸ συγκεκριμένο πλοῖο. Οἱ ναυτικοὶ δραστηριοποιήθηκαν γιὰ νὰ μὴ συντριβεῖ τὸ πλοῖο,ἔριξαν καὶ μέρος τοῦ φορτίου στὴ θάλασσα γιὰ νὰ ἐλαφρώσει, ἀλλὰ ἡ τρικυμία δυνάμωνε περισσότερο. Τρομοκρατήθηκαν οἱ πάντες κι ἄρχισαν νὰ προσεύχονται ὁ καθένας στὸ δικό του Θεὸ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ βέβαιο πνιγμό. 
 Ὁ μόνος ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ κοιμᾶται στὸ ἀμπάρι τοῦ πλοίου ροχαλίζοντας ἦταν ὁ Ἰωνᾶς. Ἀνήσυχος ὁ πρωρεὺς τοῦ πλοίου πῆγε καὶ τὸν ξύπνησε λέγοντας: «Τί κάνεις ἐδῶ; Τὸ πλοῖο κινδυνεύει κι ἐσὺ κοιμᾶσαι βαθιά; ‘‘Ἀνάστα καὶ ἐπικαλοῦ τὸν Θεόν σου’’. Σήκω γρήγορα, νὰ παρακαλεῖς κι ἐσὺ τὸν Θεό σου νὰ μᾶς λυπηθεῖ, γιατὶ χανόμαστε!».
 Ἐπειδὴ ἡ τρικυμία εἶχε κάτι ἀσυνήθιστο, ὅλοι διαισθάνονταν ὅτι κάποιος ἔφταιγε γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τοὺς βρῆκε καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους: «Δεῦτε βάλωμεν κλήρους καὶ ἐπιγνῶμεν τίνος ἕνεκεν ἡ κακία αὕτη ἐστὶν ἐν ἡμῖν» (Ἰων. α΄ 7). Ἔριξαν κλῆρο καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸν Ἰωνᾶ. Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου δὲν τὴν ἀρνήθηκε οὔτε ὁ Ἰωνᾶς, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε μετανοημένος τὴν ἐνοχή του λέγοντας: «Ἔγνωκα ἐγὼ ὅτι δι’ ἐμὲ ὁ κλύδων ὁ μέγας οὗτος ἐφ’ ὑμᾶς ἐστι» (Ἰων. α΄ 12). Ἐξαιτίας μου συμβαίνει σὲ σᾶς αὐτὴ ἡ μεγάλη θαλασσοταραχή. 
Παρήκουσα στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐγκατέλειψα τὴν ἀποστολή μου! «Ἄρατέ με καὶ ἐμβάλετέ με εἰς τὴν θάλασσαν». Πάρτε με καὶ ρίξτε με στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ σταματήσει ὁ σάλος τῶν κυμάτων.
 Ἡ συναρπαστικὴ διήγηση ἔχει καὶ θαυμαστὴ συνέχεια, ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ σταματήσουμε ἐδῶ, γιὰ νὰ βγάλουμε ἕνα σπουδαῖο δίδαγμα. Γιατί ξέσπασε στὰ καλὰ καθούμενα τόσο μεγάλη θαλασσοταραχή; Γιὰ νὰ μάθεις, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ὅτι ὅπου ἁμαρτία, ἐκεῖ χειμών, ὅπου παρακοή, ἐκεῖ κλυδώνιον»· ὅπου ὑπάρχει ἁμαρτία, παρακοή, ἀποστασία ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δημιουργοῦνται ἀκαταστασίες, ἀνωμαλίες, ἀναστατώσεις μεγάλες. 
Γιατί ἡ Νινευὴ ἔφθασε στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, τόσο ποὺ ὁ ἅγιος Θεὸς ἀποφάσισε τὴν καταστροφή της; Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν κατοίκων της. «Ἐσαλεύετο ἡ πόλις διὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν Νινευϊτῶν»! Γιατί ξέσπασε τόσο μεγάλη τρικυμία στὸ ταξίδι τοῦ Ἰωνᾶ; Ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς του. «Ἐσαλεύετο τὸ πλοῖον διὰ τὴν παρακοὴν τοῦ προφήτου»! Ὁ Ἰωνᾶς μὲ τὴν παρακοή του ἔθεσε σὲ κίνδυνο τὴ ζωή του, τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ τόσων συνανθρώπων του μὲ τοὺς ὁποίους συνταξίδευε. Ἀλλὰ καὶ οἱ Νινευΐτες, ποὺ εἶχε λάβει ἐντολὴ ὁ Προφήτης νὰ τοὺς ἐλέγξει γιὰ τὴν ἔκλυτη ζωή τους, ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι αὐτοκαταστρέφονταν, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλη τους τὴν ἔφεραν στὰ πρόθυρα τῆς καταστροφῆς. Ἔτσι κι ἐμεῖς ὅσο πιὸ πολὺ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόσο πιὸ πολὺ ζημιωνόμαστε, τόσο πιὸ πολλὰ δεινὰ φέρνουμε στὴν πόλη καὶ τὴν πατρίδα μας. 
 Ἡ μόνη λύση γιὰ νὰ διορθωθοῦν τὰ πράγματα, εἶναι νὰ μετανοήσουμε εἰλικρινὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Οἱ ναυτικοὶ «ἔρριψαν τὸν Ἰωνᾶν εἰς τὸ πέλαγος, καὶ ἔστη τὸ πλοῖον». Τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ σταμάτησε ἀμέσως ἡ τρικυμία. Σώθηκε τὸ πλοῖο τους ἀπὸ βέβαιο καταποντισμό. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωνᾶς σώθηκε μὲ τὴ μετάνοια. Διότι τὸ κῆτος ποὺ ἦλθε κοντά του δὲν τὸν κατασπάραξε, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες τὸν ἔβγαλε σῶο καὶ ἀβλαβὴ στὴν ξηρά. Τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Νὰ ρίξουμε στὴ θάλασσα τοῦ θείου ἐλέους τὶς ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ σωθοῦμε κι ἐμεῖς καὶ ἡ πατρίδα μας. «Ἡμεῖς δὲ τὴν ἁμαρτίαν καταποντίσωμεν, καὶ στήσεται πάντως ἡ πόλις»(*). Μόνο ἂν μετανοήσουμε εἰλικρινά, θὰ μπορέσουμε νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας κι ἐμεῖς καὶ ἡ πατρίδα μας.
 (*) Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Ε΄ Εἰς τοὺς ἀνδριάντας, ΕΠΕ 32, 132.