Σταμάτησαν σ᾽ ἕνα ξέφωτο νά ξαποστάσουν. Προσπάθησαν νά βροῦν λίγη σκιά, κάτω ἀπό τά ἀραιά φύλλα κάποιων μικρῶν δέντρων. ῾Ο ἥλιος φαινόταν νά τούς εἶχε τσακίσει. ῾Ο ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι ἀπό τό μέτωπό τους, ἐνῶ οἱ μανδύες τους κολλοῦσαν πάνω στά κουρασμένα κορμιά τους. Καί οἱ τρεῖς ἔκαναν τήν ἴδια κίνηση: ἔβγαλαν γρήγορα τό φλασκί ἀπό τό ταγάρι τους καί τό σήκωσαν στά διψασμένα χείλη τους. ᾽Ανασήκωσαν λίγο ἀπό τό κεφάλι τους καί τόν μαῦρο σκοῦφο τους.
῾Δόξα Σοι, ὁ Θεός᾽, ἀκούστηκε ψιθυριστή ἡ φωνή τους.
῾Σέ λίγο φτάνουμε στόν προορισμό μας᾽, εἶπε μέ ἀνακούφιση ὁ μεγαλύτερος, ὁ π. ᾽Αββακούμ, ἕνας λιοκαμένος καλόγερος μεσαίου ἀναστήματος πού τώρα ἔπαιρναν τά γένια του λίγο ν᾽ ἀσπρίζουν.
῾᾽Ελπίζουμε νά βροῦμε καί πάλι τόν Γέροντα, ὅπως καί πέρσι᾽, συμπλήρωσε ὁ νεώτερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, ψηλός καί ἀρκετά ἀδύνατος αὐτός, μέ ἀραιά λεπτά μαῦρα γένια.
῾῾Ο Γέροντας δέν φεύγει ἀπό τήν καλύβη του ποτέ, ἐκτός κι ἄν συντρέξει πολύ μεγάλη ἀνάγκη᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ τρίτος, ὁ π. Βαρνάβας, ὁ πιό εὔσωμος ἀπό τούς ἄλλους καστανογένης καλόγερος, μέ ρόζους στά χέρια ἀπό τίς πολλές χειρωνακτικές ἐργασίες.
῾Νά, σάν τήν περίπτωση πρίν λίγα χρόνια, πού ἔμαθε γιά τούς χριστιανούς πού διώκονταν λόγω τῆς πίστης τους στήν ᾽Αλεξάνδρεια. ῎Ενιωσε τήν ἀνάγκη, εἶπε, νά πάει νά τούς δεῖ, νά τούς παρασταθεῖ, νά προσευχηθεῖ γιά τήν καλή ὁμολογία τους. Κι ἀκόμη νά τούς ἐνισχύσει μέ τήν δική του παρουσία. ῞Ολοι δά ξέρουν τήν μεγάλη φήμη του ὡς ἁγίου. Καί μόνο ἡ ἐμφάνισή του στήν δίκη τους – ἄς τήν ποῦμε δίκη βέβαια – ἔκανε τούς ὑποψήφιους μάρτυρες νά πάρουν μεγάλο θάρρος. ῎Ακουσα μάλιστα ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ κριτής σάν νά φοβήθηκε πού τόν εἶδε μπροστά του. Θά ἐπέτρεψε φαίνεται ὁ Κύριός μας τό φῶς τῆς ἁγιότητάς του νά τό δεῖ κι ἐκεῖνος. Σάν φωτιά πού κατακαίει βεβαίως᾽, ἔσπευσε ἀμέσως νά συμπληρώσει.
῎Επεσε σιωπή γιά λίγο. ῾Η ἀνάσα τους ὅλο καί γινόταν καί πιό ἥσυχη καί κανονική. ῾Η ἀνάπαυση καί τό νερό ἀνανέωναν τίς δυνάμεις τους. Βυθίστηκε ὁ καθένας στίς σκέψεις του.
῏Ηταν γνωστοί μεταξύ τους. ᾽Ασκήτευαν καί οἱ τρεῖς σέ κοντινές ἀποστάσεις, ἀλλά ἐκεῖνο πού τούς ἕνωσε περισσότερο ἦταν ὅταν πρίν μερικά χρόνια ἀποφάσισαν νά πᾶνε νά ἐπισκεφτοῦν μαζί τόν μεγάλο Γέροντα, τόν ᾽Αντώνιο. ῾Ο καθένας εἶχε τούς δικούς του ξεχωριστούς λόγους, ἀλλά καί οἱ τρεῖς ἑνώνονταν κάτω ἀπό τόν κοινό παρανομαστή: ἡ χάρη τοῦ ἁγίου νά τούς καθοδηγήσει στά δύσκολα μονοπάτια τῆς ζωῆς πού εἶχαν διαλέξει νά ἀκολουθήσουν.
Εἶχαν ξεκινήσει μέ ἐνθουσιασμό. Κάποιοι λιγοστοί ἀσκητές στά περίχωρα τῶν χωριῶν τους τούς γοήτευσαν στήν ἐπιλογή τῆς ἀφιερωμένης ζωῆς. ῎Εβλεπαν ἔντονα τήν διαφορά πού εἶχαν αὐτοί ἀπό τούς ἄλλους χριστιανούς τοῦ κόσμου. Οἱ κοσμικοί χριστιανοί μέ τούς ὁποίους ζοῦσαν, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἴδιοι, χριστιανοί ἦταν βεβαίως, ἀλλά σάν νά τούς ἔλειπε κάτι: δέν ὑπῆρχε ἐκείνη ἡ μυστική χαρά πού φαίνεται νά βγαίνει μέσα ἀπό τήν καρδιά, γιά τήν ὁποία διάβαζαν στά εὐαγγέλια καί τίς ἐπιστολές τῶν ἀποστόλων. Στούς πολλούς ἦταν ἔντονη ἡ στροφή στά πράγματα τοῦ κόσμου. Οἱ δουλειές τους τούς ἀπορροφοῦσαν. Τά προβλήματα τῆς οἰκογένειάς τους τούς κατέβαλλαν. Μιά μελαγχολία καί μιά κατήφεια γυρόφερνε τήν μίζερη ζωή τους. Κι ὅταν συνάντησαν αὐτούς τούς ἀσκητές, πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπ᾽ τούς ἄλλους σάν μιά ἀντίδραση στόν ἀποχρωματισμένο χριστιανισμό τους, κι εἶδαν τήν χαρά πού ἀνέβλυζε ἀπό τά μάτια τους, ἔνιωσαν σάν νά τούς καλοῦσε ὁ Θεός νά γίνουν σάν κι αὐτούς. Ναί, ποθοῦσαν μιά ζωή ἀφιερωμένη στόν Κύριο.
Τό ἔκαναν, ἀλλά μετά ἀπό κάποιο διάστημα ἄρχισαν τά προβλήματα. Λογισμοί ἄρχισαν νά τούς τυραννοῦν μέ ἀποτέλεσμα νά τούς ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Τό ξεκάθαρο προηγουμένως τοπίο γινόταν τώρα θολό μέσα στήν ψυχή τους. ῾Η ἀπελπισία ἄρχισε νά ἐμφανίζεται δειλά στήν ἀρχή, πιό ἔντονα ἔπειτα, στήν ζωή τους, χωρίς νά ξέρουν ἀκριβῶς τί γίνεται. ῾Η ἀπειρία στήν πνευματική ζωή ἔδειχνε φανερά τά σημάδια της. Κατέφυγαν γι᾽ αὐτό στούς ἀσκητές τῆς περιοχῆς τους. ᾽Αλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν γέμισαν τήν καρδιά. Δέν τούς πληροφόρησαν ὅσο ἤθελαν. Τότε ἦταν πού σκέφτηκαν τόν μεγάλο ἅγιο. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Αντώνιος φάνταζε σάν ἡ μόνη λύση. ῾Θεοφιλή᾽ τόν ὀνόμαζαν ὅλοι. ῏Ηταν βεβαιωμένο ὅτι αὐτός ἤξερε τά μυστικά τῆς καρδιᾶς, καί μάλιστα δοσμένα ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τό ἀποφάσισαν. ῾Ετοιμάστηκαν νά πᾶνε νά τόν δοῦν, νά τόν συναντήσουν, νά τόν ρωτήσουν. Καί τό ἔκαναν μιά φορά, δυό φορές, τρεῖς φορές. Γιατί στόν ἅγιο βρῆκαν αὐτό πού ἔψαχναν: ὁ ἀββᾶς ᾽Αντώνιος τούς ἔδινε κάθε φορά ὅ,τι διψοῦσε ἡ καρδιά τους. Καί τό συγκλονιστικότερο: χωρίς κάποιες φορές κἄν νά τόν ρωτήσουν. ῾Ο φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νοῦς του διέβλεπε τά μύχια τῆς ψυχῆς τους.
Κάθε φορά ὅμως ρωτοῦσαν οἱ δύο μεγαλύτεροι. ῾Ο π. ᾽Αββακούμ καί ὁ π. Βαρνάβας. Αὐτοί, ἴσως λόγω καί τοῦ μεγαλύτερου θάρρους ἀπό τήν ἡλικία τους ἔθεταν τά ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τους. Τό τί τούς ἀπασχολοῦσε κάθε φορά μέ τούς λογισμούς τους. Τούς πειρασμούς πού ἀντιμετώπιζαν ἀπό τίς δαιμονικές ἐπιθέσεις. Τίς τρικλοποδιές πού τούς ἔβαζε ὁ πονηρός μέ τά ἐκ δεξιῶν ὅπλα. ῾Ο νεώτερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, ἄκουγε καί δέν ρωτοῦσε τίποτε. ῾Ο μεγάλος ἀββάς τό ἔβλεπε ἀλλά δέν ἔλεγε τίποτε. Ποτέ δέν στράφηκε στόν ᾽Ιωάννη νά τοῦ κάνει κάποια παρατήρηση. Νά ρωτήσει ἐκεῖνος γι᾽ αὐτόν.
Φέτος λοιπόν ἦταν ἡ τέταρτη φορά τῆς ἐπίσκεψής τους. Οἱ λογισμοί καί τά προβλήματα εἶχαν καί πάλι σωρευτεῖ. ῾Ο ἅγιος ἦταν ἡ λύση καί ἡ παρηγοριά τους.
῾Μήπως πρέπει νά φεύγουμε;᾽ ρώτησε σεμνά καί μέ συστολή ὁ ᾽Ιωάννης. ῾῎Αν ἀργήσουμε θά μᾶς πάρει τό βράδυ καί θά κινδυνέψουμε᾽.
Σηκώθηκαν. Μάζεψαν τά πράγματά τους πού τά εἶχαν ἀφήσει παράμερα καί μέ ζωντάνια κατευθύνθηκαν στόν προορισμό τους.
Κάποτε ἔφτασαν. ῾Ο ᾽Αντώνιος σάν νά τούς περίμενε καί ἦταν ἔξω ἀπό τό καλύβι του.
῾Καλῶς τούς ἅγιους πατέρες᾽, φώναξε εὐδιάθετα. ῾Εἴχατε καλή πορεία;᾽
῾Μέ τίς εὐχές σου, δόξα τῷ Θεῷ᾽, εἶπε ὁ π. ᾽Αββακούμ. ῾Γέροντα, παρακαλούσαμε τόν Κύριο νά σέ βροῦμε ἐδῶ καί ὑγιῆ᾽, ξανάπε. ῾Σοῦ φέραμε καί κάποια παξιμάδια καί χορταρικά, ἀπό αὐτά πού τρῶς᾽.
῾Εὐλογημένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ᾽, εἶπε ὁ ἅγιος. ῾Καλοδεχούμενα, ἀφοῦ εἶναι προσφορά τῆς ἀγάπης καί τῆς καρδιᾶς σας. Νά᾽ στε εὐλογημένοι κι ἐσεῖς᾽.
Τούς ὑποδέχτηκε ὁ ἅγιος καί τούς φίλεψε ὅ,τι εἶχε στό φτωχό καλύβι του. ᾽Αφοῦ λίγο ξεκουράστηκαν ἦρθε κατευθεῖαν στό θέμα: ῾Τί εἶναι αὐτό πού σᾶς ἀπασχολεῖ αὐτήν τήν φορά, ἀδελφοί μου; Γιατί καί πάλι ὑποβληθήκατε σ᾽ αὐτόν τόν μεγάλο κόπο, νά ἐπισκεφθεῖτε τόν ἀχρεῖο δοῦλο τοῦ Θεοῦ ᾽Αντώνιο;᾽
῾᾽Αββᾶ, σέ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγάπη σου᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ π. Βαρνάβας. ῾Κάθε φορά ὁ λόγος σου χύνεται σάν βάλσαμο στίς ψυχές μας καί φεύγουμε μέ μεγάλη παρηγοριά καί δύναμη. Νιώθουμε ἀπό τήν ἄλλη ὅτι οἱ προσευχές σου μᾶς συνοδεύουν ὅλη τήν χρονιά καί μᾶς ἀνοίγουν δρόμο ἐκεῖ πού ἄλλοτε ἤμασταν στό σκοτάδι. Μά, αὐτήν τήν φορά θέλω νά σέ ρωτήσω γιά κάτι πού μέ ταλαιπωρεῖ καί δέν μέ ἀφήνει νά ἡσυχάσω ὁλάκερες βραδιές. Σάν νά ἔχει κολλήσει ἡ σκέψη μου σ᾽ αὐτό καί μοῦ δημιουργεῖ μεγάλη ἀναταραχή᾽.
῾Γιά τί πράγμα πρόκειται;᾽ ρώτησε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ὁ ᾽Αντώνιος καί τά μαῦρα μάτια του γεμάτα ἀπό ἀγάπη κοίταξαν ἴσια στά μάτια τοῦ π. Βαρνάβα.
῾Γέροντα, πῶς νά τό πῶ; Διαβάζω στόν λόγο τοῦ Θεοῦ γιά τά πονηρά πνεύματα πού μᾶς πολεμοῦν, ἐνῶ βλέπω τήν δική μου καθημερινά ἀδυναμία. Πῶς, πατέρα μου, θά μπορέσω νά ἀντιμετωπίσω τόν διάβολο καί τά ὄργανά του; Μέ πιάνει μιά λιποψυχία καί ἔχω ἀρχίσει νά πιστεύω ὅτι δέν θά μπορέσω νά περάσω ἀπό τά τελώνια, ὅταν θά φεύγει ἡ ψυχή μου ἀπό τό ρυπαρό σῶμα μου. ῾Η κόλαση μοῦ ἔχει γίνει ἐφιάλτης. Νιώθω ἤδη ὅτι βρίσκομαι ἐκεῖ καί βασανίζομαι χωρίς ἐπιστροφή καί διέξοδο. Γέροντα, εἶμαι φοβισμένος καί ἀπελπισμένος᾽. Σταμάτησε ὁ καλόγερος καί δάκρυα ἄρχισαν νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό του, πού εἶχε γείρει κατάκοπο πρός τά κάτω.
Σάν φωνή ἀπό τόν οὐρανό ἀκούστηκε μετά ἀπό λίγο ἡ φωνή τοῦ ἁγίου: ῾Μήν ἀνησυχεῖς, παιδί μου. ῾Ο πειρασμός τοῦ πονηροῦ σοῦ δημιουργεῖ ὅλη αὐτήν τήν κατάσταση. Γιατί αὐτό μόνο μπορεῖ νά κάνει ὁ τρισκατάρατος: νά δημιουργεῖ φόβο. ῾Ο φόβος εἶναι τό κλίμα καί ἡ ἀτμόσφαιρά του. Καταβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτόν, χάνει τήν ἀνδρειοσύνη του, εἶναι ἕτοιμος νά ὑποταχτεῖ. Τό ἴδιο δέν συμβαίνει καί στά ἀνθρώπινα; Τί κάνει ἕνας ἐχθρός γιά νά ὑποτάξει τόν ἀντίπαλο; Προσπαθεῖ νά τοῦ δημιουργήσει φόβο. Νά τόν κάνει νά πιστέψει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι μεγαλύτερος καί ἰσχυρότερος ἀπό αὐτόν. ῎Αν τοῦ δημιουργήσει κλίμα ἡττοπάθειας, ἤδη τόν ἔχει στό χέρι. ῾Η ὑποδούλωσή του εἶναι θέμα μικροῦ χρόνου. Αὐτή λοιπόν εἶναι καί ἡ τακτική τοῦ διαβόλου. Νά δημιουργήσει φόβο στήν ψυχή. Κι ὅταν δεῖ τόν φόβο σ᾽ αὐτήν, τότε εἶναι εὔκολο νά τήν ὁδηγήσει στά νύχια του.
᾽Εκτός ὅμως ἀπό φόβο δέν μπορεῖ νά προκαλέσει κάτι ἄλλο στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος. Γιατί δέν ἔχει τήν ἐξουσία. Καί μάλιστα σ᾽ ἐμᾶς τούς βαπτισμένους χριστιανούς. Μή ξεχνᾶς, ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἕνας ἡττημένος, ἀφότου ἦλθε ὁ Χριστός μας. ῾Ο Χριστός τόν κατήργησε καί τόν ἐξαφάνισε. ῎Αν ἐξακολουθεῖ καί ὑπάρχει καί δρᾶ, εἶναι γιατί ᾽Εκεῖνος τόν ἀφήνει καί τόν ἀξιοποιεῖ γιά τό λυτρωτικό Του ἔργο. Ποτέ δηλαδή ὁ Θεός δέν καταστρέφει τά δημιουργήματά Του, ἔστω κι ἄν πρόκειται γιά τόν διάβολο, καί ποτέ βεβαίως δέν μᾶς ἀφήνει ἀπροστάτευτους. Λοιπόν, ὁ διάβολος δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτος. ῞Ο,τι δράση παρουσιάζει εἶναι ἡ δράση πού τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος, κι αὐτό γιά τό καλό μας. ῎Αν ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου θά μᾶς εἶχε ἀφανίσει ὅλους, ὡς ἀνθρωποκτόνος ἀπαρχῆς. ᾽Αλλά δέν ἔχει, εἴπαμε, τήν ἐξουσία.
Εἶπα, ὅμως, ὅτι δέν ἔχει ἐξουσία ἰδίως σέ ἐμᾶς τούς βαπτισμένους. Καί ἐδῶ θέλω, ἀδελφοί μου᾽, στράφηκε καί στούς ἄλλους ὁ ἅγιος Γέροντας, ῾νά προσέξετε ἰδιαιτέρως. Γιατί ἄν καταλάβουμε αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός μέ τό ἅγιο βάπτισμά μας, θά δοῦμε ὅτι ἔχουμε τήν λύση ὅλων τῶν πνευματικῶν προβλημάτων μας στά χέρια μας. Θέλω νά πῶ᾽, ἀνασηκώθηκε λίγο ὁ Γέροντας καί ἄλλαξε λίγο στάση, ῾ὅτι μέ τό βάπτισμα γίναμε μέλη τοῦ Χριστοῦ. Κλαδιά στό δέντρο πού εἶναι ᾽Εκεῖνος. Ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματός Του. ῾Η σχέση μας δηλαδή μέ τόν Χριστό εἶναι μιά σχέση ἄμεση καί οὐσιαστική. Εἴμαστε, θά λέγαμε, ἡ προέκτασή Του. Δέν εἶναι ἄλλο πιά ὁ Χριστός καί ἄλλο ἐμεῖς. Εἴδατε πῶς ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος τό λέει; Τό σῶμα μας εἶναι ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί γι᾽ αὐτό δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας, ἀλλά στόν Θεό. Δέν ζῶ ἐγώ, σημειώνει ἀλλοῦ, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ λογισμός μας δέν πρέπει νά ἀποπροσανατολίζεται σέ λογισμούς τοῦ πονηροῦ. ῾Ο λογισμός μας πρέπει νά δένεται, νά εἶναι κολλημένος πράγματι, στήν ἀλήθεια πού ἀποκάλυψε γιά ἐμᾶς ὁ ῎Ιδιος: Τοῦ ἀνήκουμε καί εἴμαστε κομμάτι Του. Ποῦ νά σταθεῖ λοιπόν ὁ φόβος καί ἡ ἀπελπισία; Ποῦ νά ἀφεθοῦμε ἔτσι στήν κυριαρχία τῆς κόλασης ὡς ζωῆς πού μᾶς περιμένει; Τό μυαλό καί ἡ καρδιά μας στόν Χριστό καί μόνο σ᾽ Αὐτόν. Αὐτή εἶναι ἡ λύση καί ἡ διέξοδος σέ ὅλα. Καί τότε, κατά πόσο σκεφτόμαστε καί ἀγαπᾶμε τόν Κύριο καί κατά πόσο φανερώνουμε αὐτήν τήν ἀγάπη μας ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας πού εἶναι μιά ἄλλη παρουσία δική Του, ἀρχίζουμε καί αἰσθανόμαστε σέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας τήν χάρη Του, καί στήν ψυχή καί στό σῶμα μας. Τό μυστικό λοιπόν τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά εἴμαστε στραμμένοι πάντοτε μέ ἀγάπη πρός τόν Κύριο. Νά νιώθουμε τήν δωρεά πού μᾶς ἔκανε μέ τό βάπτισμά μας. Γι᾽ αὐτό καί μᾶς τρέφει ἔπειτα καί μέ τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του᾽.
Εἶπε ὁ Γέροντας καί σκούπισε τά μάτια του πού εἶχαν πλημμυρίσει ἀπό δάκρυα ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν Κύριο.
῾Γέροντα, παρόμοιες σκέψεις ταλαιπωροῦν καί ἐμένα᾽, ψιθύρισε μέ συστολή καί βαθύ σεβασμό καί ὁ π. ᾽Αββακούμ. ῾Μέ τά λεγόμενά σου πῆρα ἀπάντηση καί στούς δικούς μου ταραγμένους λογισμούς καί προβληματισμούς. Καταλαβαίνω ὅτι πράγματι εἶναι πειρασμός τοῦ Πονηροῦ νά μήν μένουμε στήν βασική ἐντολή τοῦ Θεοῦ μας, δηλαδή νά Τόν ἀγαπᾶμε μέ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή μας, ὅπως τό ἴδιο καί τόν συνάνθρωπό μας. Τώρα συνειδητοποιῶ ὅτι δίνοντας ὤθηση στήν σκέψη καί τήν καρδιά μου νά βρίσκομαι ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἐντολή Του, δέν ὑπάρχουν περιθώρια γιά ἄλλους λογισμούς πειρασμικούς. Γέροντα, σέ εὐχαριστῶ καί σέ παρακαλῶ νά συνεχίσεις νά προσεύχεσαι γιά ἐμᾶς. Εἴμαστε τόσο ἀδύναμοι᾽, ἀναστέναξε μέ πόνο.
῾Ο νεώτερος καλόγερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, δέν ἔλεγε καί πάλι τίποτε. Φαινόταν κατανυγμένος κι ἦταν ἀλλοιωμένη ἡ ὄψη του, σάν νά ἀντίκρυζε ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς. Τό βλέμμα του κοιτοῦσε πότε στό χῶμα, ἐκεῖ πού καθόταν, καί πότε τό ὕψωνε μέ λαχτάρα στό πρόσωπο τοῦ ᾽Αντωνίου. Τό στόμα του ὅμως τό κρατοῦσε κλειστό.
῾Ο ἅγιος δέν ἄντεξε αὐτήν τήν φορά. ῾Παιδί μου᾽, τοῦ εἶπε, ῾οἱ ἄλλοι ὅλα τά προηγούμενα χρόνια, ὅπως καί φέτος, ἔρχονται καί κάθε φορά κάτι μέ ρωτᾶνε. ᾽Εσύ ἔρχεσαι καί ποτέ δέν μοῦ θέτεις κάποιον προβληματισμό σου. Δέν θέλεις κάτι νά μέ ρωτήσεις; Κάνεις πού κάνεις τόν κόπο, γιατί δέν ἐκμεταλλεύεσαι τήν εὐκαιρία; Δέν εἶναι κόπος γιά ἐμένα νά ἀπαντῶ σέ ὅ,τι ταλαιπωρεῖ τόν ἀδελφό μου. Γιά μένα, ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς εἶναι καί ἕνας Χριστός. ῞Οπως τό εἴπαμε καί προηγουμένως γιά τό βάπτισμά μας. Τό ἀναφέρει ὅμως καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: Εἶδες τόν ἀδελφό σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου. Μή φοβᾶσαι λοιπόν ὅτι θά μέ κουράσεις. Χαρά μου εἶναι ἡ βοήθεια, ὅταν μπορῶ νά τήν προσφέρω. Πές λοιπόν καί σύ τόν προβληματισμό σου᾽.
῾᾽Αββᾶ᾽, ψιθύρισε ὁ π. ᾽Ιωάννης. ῾Βεβαίως ἔχω καί ἐγώ λογισμούς μέ τούς ὁποίους παλεύω. Βεβαίως ἀντιμετωπίζω κινδύνους στήν πνευματική μου ζωή. ᾽Αλλά ἀπό τήν μιά ἔχω τούς καλούς ἐδῶ ἀδελφούς μου, οἱ ὁποῖοι μέ τά δικά τους ἐρωτήματα ἐκφράζουν καί τούς δικούς μου προβληματισμούς, ὁπότε οἱ ἀπαντήσεις πού παίρνουν ἰσχύουν καί γιά ἐμένα. ᾽Αλλά ἀπό τήν ἄλλη…᾽. Κοντοστάθηκε ὁ καλόγερος. ῾᾽Από τήν ἄλλη…᾽ ξανάπε, χωρίς νά ὁλοκληρώσει.
῾᾽Από τήν ἄλλη;᾽ ρώτησε ὁ μέγας ῞Ηλιος καί τό βλέμμα του καί πάλι σάν ἀκτίνα ἱλαροῦ φωτός χάϊδεψε τό ταπεινό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
῾᾽Από τήν ἄλλη, ἀρκεῖ μοι τό βλέπειν σε, Πάτερ. Μοῦ ἀρκεῖ νά σέ βλέπω, Πατέρα. Μέ μόνη τήν θωριά σου σβήνονται ὅλες οἱ ἀπορίες μου καί οἱ προβληματισμοί μου. Σάν νά βλέπω τόν ἴδιο τόν Θεό καί τήν ἀγάπη Του. Καί νιώθω ὅτι δέν ὑπάρχουν πιά ἐρωτήματα. Μπροστά σου τά καταλαβαίνω ὅλα᾽.
῞Εν᾽ ἀεράκι φάνηκε νά φυσάει ἁπαλά ἐκείνη τήν ὥρα καί μιά γλυκιά αὔρα δροσιᾶς τύλιξε τούς πνευματοφόρους συνομιλητές, φέρνοντας μιάν ἀπόκοσμη εὐωδία σάν ἀπό πανάκριβο μύρο. ῎Αν κανείς τούς ἔβλεπε ἀπό κάποια ἀπόσταση, θά ἔβλεπε ὅτι καί οἱ τρεῖς μέ τόν μεγάλο ἀββᾶ ἀνάμεσά τους ἦταν μέσα σ᾽ ἕνα γαλαζόλευκο φῶς πού ὅμοιό του στήν γῆ δέν μπορεῖ κανείς νά ἀντικρύσει.