Είναι δύσκολος ο δρόμος του Χριστού, δύσβατος κι ανηφορικός. Είναι τεθλιμμένη η οδός της παρούσης ζωής, όπως την ονομάζει το αδιάψευστο στόμα του Σωτήρος Χριστού στην επί του όρους ομιλία Του 1. Πρέπει κανείς να πονέσει, να ιδρώσει, να υπομένει θλίψεις για να περάσει την πύλη και να συναντήσει το Χριστό. Με κλάματα ξεκινούμε το ταξίδι της ζωής μας, με πολλούς πόνους το συνεχίζουμε και με οδύνες καταλήγουμε στο τέρμα. Τον πρόλογο του βιβλίου της ζωής μας τον γράφει ο Χριστός, το κυρίως θέμα εμείς, τον επίλογο πάλι ο Χριστός. Γι’ αυτό κι ο Δίκαιος Ιώβ θα τονίσει χαρακτηριστικά ότι είναι «πειρατήριον ο βίος ανθρώπου επί της γης» 2. Δεν είμαστε πια στον Παράδεισο, δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε την ασκίαστη χαρά που χάρισε ο Θεός στους πρωτοπλάστους. Η βαθιά οδύνη θα μας συνοδεύει πάντοτε και τη χαρά θα διαδέχεται η λύπη. Γι’ αυτό και ο ιερός θρηνωδός της Εξοδίου Ακολουθίας, o θεοφόρος Νείλος της Δαμασκού, θα γράψει χαρακτηριστικά: «Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα» 3.
Δεν είναι πολλοί αυτοί που ακολουθούν ηθελημένα τη στενή και τεθλιμμένη οδό. Οι περισσότεροι προτιμούν τις εύκολες λύσεις, την άνετη ζωή, τις άμετρες απολαύσεις. «Η πλατεία πύλη και η ευρύχωρος οδός» 4, στην οποία αναφέρεται και πάλι ο Χριστός, σαγηνεύει και κερδίζει τους πολλούς. Το στενό μονοπάτι, γεμάτο πόνο και δάκρυα, που βάδισε ο Χριστός και οι γνήσιοι μαθητές Του, είναι μόνο για τους λίγους.
1. Τι είναι ο πόνος;
Καθολικό και πανανθρώπινο το φαινόμενο. Απλώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, αφού πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι μέχρι της συντελείας του αιώνος που θα πονούν και θα υποφέρουν. Και βέβαια κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αρπαγές του, αφού πλούσιοι και πτωχοί, άρχοντες και αρχόμενοι, επιφανείς και άσημοι, σοφοί και αγράμματοι, θα βρίσκονται πάντοτε κάτω από την επήρειά του. Από τότε που ο άνθρωπος ασέβησε κατά του Θεού, έλαβε ως κληρονομία του τον πόνο: «Εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου» 5. Ο πόνος μάς σφραγίζει βαθιά κατά την επίγεια πορεία μας. Μας κλέβει τον ύπνο, μας χαλάει τη διάθεση, μας προκαλεί φόβο και αβεβαιότητα, αμφιβολία και θλίψη, θολώνει τη σκέψη και το νου μας και καταντά ένα αδιάκοπο μαρτύριο.
Τον πόνο μπορούμε να τον διακρίνουμε κατ’ αρχήν σε σωματικό, που ταλαιπωρεί το σώμα από τις διάφορες ασθένειες, τις στερήσεις και τη φτώχεια, ακόμη και από όλα εκείνα τα οποία συναντούμε στην καθημερινότητα και μας κάνουν να δακρύζουμε και να συμπονούμε πολλές φορές. Τον διακρίνουμε ακόμη σε συναισθηματικό πόνο, αυτόν που προέρχεται από θανάτους, ορφάνια, αποτυχίες, και κυρίως από συκοφαντίες, που σε συνδυασμό με την αγνωμοσύνη προκαλούν τεράστιο πόνο στις ψυχές των ανθρώπων. Επιπλέον, η περιφρόνηση, η εξαπάτηση, η προσβολή, η ηθική ταπείνωση, τα εχθρικά αισθήματα που τρέφουμε προς τον συνάνθρωπο, ο φθόνος, το μίσος και η εκδικητική διάθεση βλάπτουν και δηλητηριάζουν, όχι μόνο το σώμα, αλλά κυρίως την ψυχή. Γι’ αυτό και διακεκριμένοι επιστήμονες τονίζουν πως οι περισσότερες ασθένειες έχουν ως αιτία αυτόν τον ψυχικό πόνο. Αυτό έλεγε κι ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ο μεγάλος αυτός ανατόμος, πως η στεναχώρια προκαλεί μεγάλη αναστάτωση σε ολόκληρο τον οργανισμό του ανθρώπου. Υπάρχει τέλος και ο ηθικός πόνος, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα πικρά δάκρυα της αμαρτίας για την οποία φοβόταν ιδιαίτερα ο πολύπαθος Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «εν φοβούμαι μόνον, αμαρτίαν» 6.
2. Ο πόνος έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα αφού, κατά τους Αγίους της Εκκλησίας μας, μας προάγει στον αγιασμό και στην πνευματική τελείωση, μας συγκρατεί στην ταπείνωση και γίνεται διδασκαλία διηνεκής τού «μετριάζειν και μηδέν μηδέποτε περί εαυτών μέγα φαντάζεσθαι» 7. Πέρα από αυτά όμως, μας κάνει συμπαθείς στον πόνο των συνανθρώπων. Ως άνθρωποι, κουβαλώντας τον αμαρτωλό εαυτό μας, προσπερνούμε συνήθως αδιάφοροι τα προβλήματα και τις ανάγκες των αδελφών μας. Σαν τον Ιερέα και τον Λευίτη της παραβολής του καλού Σαμαρείτη, αντιπαρερχόμαστε αδιάφοροι τον πόνο των συνανθρώπων.
Οι προσωπικές δοκιμασίες όμως, ξυπνούν μέσα μας τα αισθήματα της συμπόνοιας, της κατανοήσεως και της συμπαθείας για τον συνάνθρωπο. Αυτή η συμπάθεια κι η συμμετοχή στον πόνο των άλλων προκύπτει από την κοινωνία και την πίστη που έχουμε και θα πρέπει να έχουμε στον Χριστό. Άρα οι θλίψεις και οι πόνοι συντελούν τελικά στην ενότητα των καρδιών και δίνουν την πολύτιμη ευκαιρία της αδελφικής κοινωνίας με τους άλλους. Ο ίδιος ο Χριστός ζήτησε από τους Μαθητές Του «μικρόν» πριν από το Πάθος: «Μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού… Και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας και λέγει τω Πέτρω· ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ εμού!» 8. Αυτό το «μείνατε και γρηγορείτε μετ’ εμού» φανερώνει την επιθυμία του Χριστού να ακουμπήσει ανθρώπινα την ώρα του μεγάλου πόνου στους Μαθητές Του.
3. Ο πόνος αντιμετωπίζεται κυρίως δια της πίστεως και με τη βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας. Αφού ο Θεός «πάντα συνεργεί εις αγαθόν» 9, άρα και πάσα αδικία, θλίψη και πόνος είναι μέσα στο σχέδιο της αγάπης του Θεού. Ο πόνος ακόμη αντιμετωπίζεται με προσευχή: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» 10 και διασκεδάζεται με την υπομονή, αφού ο λόγος του Χριστού είναι χαρακτηριστικός: «ο υπομείνας εις τέλος, ούτως σωθήσεται» 11. Στην προσέγγιση τέλος του πόνου, συνιστά βάλσαμο η ελπίδα ότι Αυτός που επιτρέπει τον πειρασμό, θα δώσει και την έκβασή του, έχοντας πάντοτε ως προοπτική την αιωνιότητα. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος παραμυθητικά προτρέπει τους Θεσσαλονικείς αλλά και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας: «μη λυπείσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» 12.
Αυτήν τη στενή και τεθλιμμένη οδό της παρούσης ζωής, «τη μέλαιναν και ζοφώδη του βίου θάλασσαν» 13 κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης, βάδισε και ο αδελφός μας Ιγνάτιος, Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου, του οποίου το σεπτό λείψανο βρίσκεται στην πόλη του Αγίου Αχιλλείου προκειμένου να τελεστεί η Εξόδιος Ακολουθία και να ενταφιαστεί στην αγαπημένη του πόλη. Δοκίμασε, όπως ο ίδιος μου έλεγε τότε που τον γνώρισα στα γραφεία της Ιεράς Συνόδου, την παρουσία του πόνου. Η ορφάνια, η ανέχεια και εν συνεχεία, κατά τη διάρκεια της αρχιερατικής του διακονίας, η συκοφαντία, η ταπείνωση, ο κατατρεγμός, οι θλίψεις, συνιστούν μερικά στοιχεία του πόνου στη ζωή του.
Μπορούμε να καταλάβουμε τον ψυχικό πόνο ενός ανθρώπου, ενός Ποιμένος, που τον στέλνει η Εκκλησία σε μια συγκεκριμένη επισκοπή και αντιμετωπίζει το διχασμό, με όλα τα επακόλουθα, για τα οποία θα γράψει κάποια στιγμή η αδέκαστη ιστορία; Θα μπορούσε κι εκείνος για τον εαυτό του να αναφέρει, κατά τον σοφό Παροιμιαστή: «ανδρός δε λυπηρού ξηραίνεται τα οστά» 14. Ξεράθηκαν πράγματι τα οστά του Μητροπολίτου Ιγνατίου από τις συνεχείς επιθέσεις, επωνύμων και ανωνύμων. Στέγνωσαν τα δάκρυα από τα μάτια του, η θλίψη έγινε μόνιμη στο πρόσωπό του. Ο στεναγμός της καρδιάς του έφτανε στα ώτα Κυρίου Σαβαώθ. Γι’ αυτό μαζί με τον προφητάνακτα Δαυίδ ψέλλιζε κι εκείνος: «Έως πότε Κύριε επιλήση μου εις τέλος; Έως πότε αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού;… Κύριε τι επληθύνθησαν οι θλίβοντές με πολλοί επανίστανται επ’ εμέ» 15. Έτσι στις δύσκολες αυτές ώρες κατέφευγε με εμπιστοσύνη στο Ιερό Επιτραχήλιο του πνευματικού του πατρός Γέροντος Δαμασκηνού του Μακρινού, των μακαριστών Γερόντων Πολυκάρπου Ματζάρογλου και Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, ζητώντας πνευματική βοήθεια, στήριξη και φωτισμό, για να οδηγήσει το ποίμνιο του στη Βασιλεία των Ουρανών, συγχωρώντας και αγαπώντας τους πάντες.
Όταν κλονίστηκε η υγεία του, μου έγραψε σε μια επιστολή του: «θα ήθελα να σε παρακαλέσω θερμώς να προσεύχεσαι για μένα, να με βοηθήσει ο πανάγαθος Θεός να αναρρώσω. Να αναπέμψεις μία αρχιερατική προσευχή ενώπιον των ιερών λειψάνων… Εκζητώ συγγνώμη διότι πιθανώς σε επίκρανα. Σε ασπάζομαι και πάλι αδελφικώς εν Κυρίω. Ο Λαρίσης Ιγνάτιος».
Αδελφέ μου Ιγνάτιε, χαίρε και αγάλλου. Τέρπου και χόρευε στο Ουράνιο Θυσιαστήριο. Εκεί, στη Βασιλεία των Ουρανών, δεν υπάρχουν ποτήρια θλίψεως, αλλά μόνο η ανέκφραστος χαρά του Χριστού. Εκεί δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος. Γιατί αυτοί που σήκωναν και υπέμειναν τα παθήματα και τις δοκιμασίες της παρούσης ζωής, θα βρίσκονται πλέον σε κοινωνία με τον Κύριο της ζωής και του θανάτου, τον Χριστό, τον Κριτή ζώντων και νεκρών. Εκείνος θα σου αποδώσει τον αμαράντινο της δόξης στέφανο και θα αναπαύσει τη μακαρία ψυχή σου «ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται», αφού κι εσύ βάδισες τη στενή και τεθλιμμένη οδό.
Εκεί θα υπάρχουν αποκαλύψεις… Εδώ μπορεί να κρυβόμαστε από τους ανθρώπους και να μονοπωλούμε την ευσέβεια, εκεί Κριτής θα είναι μόνο ο Χριστός. «Ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου εν χώρα ζώντων. Εκεί δε ουκ έστιν αλλοίωσις, ούτε σώματος, ούτε ψυχής. Ουδέ γαρ εστί λογισμού παρατροπή, ουδέ μετάθεσις γνώμης. Εκείνη χώρα εν η ουκ ένι νυξ, ουκ ένι ύπνος το του θανάτου μίμημα, ουκ ένι βρώσις, ουκ ένι πόσις τα της ασθενείας ημών υπερείσματα» 16. Εκεί, στη χώρα των ζώντων που είναι η μέλλουσα κατοικία μας και την οποία διακαώς επιθυμούσες και τη ζούσες μέσα στο Ποτήριο της Ζωής, με τη συνεχή μετάνοια και εξομολόγηση, μαζί με τον μακαριστό προκάτοχό μου κυρό Γρηγόριο τον Γ’, μαζί με όλη τη χορεία των Επισκόπων και των πνευματικών σου πατέρων, θα ψάλλεις κι εσύ τον Τρισάγιο Ύμνο: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου».
Καλόν Παράδεισο, αγαπητέ μου αδελφέ,
Καλή ανάσταση!
Καλή αντάμωση!
Θα σε θυμόμαστε πάντοτε,
Θα σε θυμάται η Καστοριά…
Μνημόνευε και εμάς στο Ουράνιο Θυσιαστήριο.
Αιωνία σου η μνήμη!]
1 Μτθ. 7,14
2 Ιωβ 7,1
3 Ακολουθία νεκρώσιμος
4 Μτθ. 7,13
5 Γεν. 3,17
6 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις το ρητόν του Προφήτου Δαυίδ το λέγον “Μη φοβού όταν πλουτήση άνθρωπος…”, PG 55,505