Καθώς εισερχόμαστε στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αγαπητοί μου αδελφοί, η Εκκλησία μας ορίζει, δια των λόγων του Χριστού στο Ευαγγέλιο της Κυριακής της Τυρινής (Ματθ. 6, 14-21), τις προϋποθέσεις με τις οποίες θα αξιοποιήσουμε την πνευματική προσπάθεια που περαιτέρω αναλαμβάνουμε, ώστε και ο κόπος της νηστείας να έχει νόημα, αλλά και να διαφυλάξουμε την οδό για την Βασιλεία του Θεού που η πίστη μας προσφέρει με ιδιαίτερη ένταση αυτό το διάστημα.
Η πρώτη προϋπόθεση έχει να κάνει με την άφεση των παραπτωμάτων των ανθρώπων.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η αποσύνδεση της νηστείας από την σχέση με τους ανθρώπους. Η νηστεία δεν είναι ένα κοινωνικό γεγονός, αλλά έχει να κάνει αποκλειστικά με τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Μπορεί να νηστεύουμε ως σώμα Χριστού, που είναι η Εκκλησία. Όμως η νηστεία δε γίνεται για να μας δούνε και να μας επαινέσουν οι άλλοι, αλλά για να την γνωρίζει ο Θεός-Πατέρας μας «εν τω κρυπτώ». Η νηστεία δηλαδή είναι αφορμή για να προσεγγίσει ο άνθρωπος το Θεό και όχι για να δοξάσουν οι άλλοι αυτόν που νηστεύει.
Ο λόγος του Χριστού έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το φαρισαϊκό-υποκριτικό πνεύμα της εποχής Του, στην οποία οι νηστεύοντες έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να φαίνεται εξωτερικά η κίνησή τους και να αποδεικνύουν ότι τηρούν τις εντολές του μωσαϊκού νόμου. Όμως για το Χριστό η νηστεία είναι η αρχή εκείνη μιας μυστικής-εσωτερικής προσέγγισης του ανθρώπου με το Θεό, είναι η απόδειξη του καρδιοχτυπιού που ο άνθρωπος τρέφει για το Θεό και της επιθυμίας του ανθρώπου να κατοικήσει στην καρδιά του και στην ύπαρξή του ο Κύριος. Και ο Κύριος βλέπει την επιθυμία του ανθρώπου, που συνεχίζει τη ζωή του στον κόσμο, κυοφορώντας τον σπόρο της Βασιλείας του Θεού και μιλώντας μυστικά στον ουρανό και γνωρίζει το πότε θα ανταποδώσει. Ίσως όχι με δόξες και τιμές, αλλά με το «ευ δούλε, αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. 25,21).
Η τρίτη προϋπόθεση είναι το θησαύρισμα στον ουρανό και η άρνηση της ταύτισης του ανθρώπου με τα κάθε λογής, όχι κατ’ ανάγκην υλικά, αλλά και κοινωνικά και διανοητικά, στα οποία ο καθένας μας στρέφει το ενδιαφέρον του. Η Σαρακοστή είναι η αφετηρία να αγωνιστούμε να αποθέσουμε «πάσαν νυν βιοτικήν μέριμναν» στην άκρη και να ζητήσουμε «την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού» (Ματθ. 6,33).
Ζούμε σε μία πραγματικότητα που η Σαρακοστή έχει χάσει πολλά από το αληθινό της νόημα. Συνήθως περιοριζόμαστε στη νηστεία, που σημαίνει αλλαγή διατροφής και ενισχύουμε την παρουσία μας στην εκκλησιαστική ζωή με την συμμετοχή μας στην θεία λειτουργία της Κυριακής και στην ακολουθία των Χαιρετισμών, προσδοκώντας την Μεγάλη Εβδομάδα. Δεν μας είναι εύκολο όμως να αλλάξουμε τις συνισταμένες της ζωής μας και αυτό, όσο κι αν το αναφέρουμε στους προβληματισμούς μας, φαίνεται σε μια τέτοια κατανυκτική και πνευματική περίοδο πόσο δυσκολοκατόρθωτο είναι. Βλέπουμε όμως ότι ο Χριστός δεν ζητά από εμάς να εγκαταλείψουμε τον κόσμο και τις ενασχολήσεις μας. Ζητά αλλαγή της καρδιάς μας, του τρόπου με τον οποίο σκεπτόμαστε και δρούμε και την αρχή εντός μας μιας μυστικής επανάστασης που έχει να κάνει με τις τρεις προϋποθέσεις που ο Ίδιος και η Εκκλησία θέτουν.
Το να μην περιμένουμε να μας συγχωρέσουν, αλλά να συγχωρούμε εμείς. Αυτό συνεπάγεται την υπέρβαση της κατάκρισης που οδηγεί στην απόρριψη των άλλων και στην αυτοδικαίωση, αλλά και στην εύσπλαχνη καρδιά. Οδηγεί σε εκείνο το ωραίο ταπεινό φρόνημα, το οποίο κάνει την ψυχή μας να εκζητεί το έλεος του Θεού. Και ο Θεός «ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (Ιάκ. 4,6).
Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις ας αξιωθούμε το δρόμο του σταδίου, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, κι Εκείνος ας μας οδηγήσει στη συνάντηση μαζί Του και με τους άλλους στην βιούμενη Βασιλεία Του, που είναι η Εκκλησία μας. Αμήν!