Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους ακολουθούν μια κοινή ζωή, μια κοινή πορεία. Άνθρωποι που νυμφεύτηκαν την προσευχή, την υπακοή, την νηστεία, την παρθενία, την εγκράτεια, την σιωπή.
Άνθρωποι που η καρδιά τους παλεύει με τα φανερά και τα κρυφά, τα ορατά και αόρατα, τα λογικά και τα υπέρλογα, τα φυσικά και υπερφυσικά.Άνθρωποι, με φως και σκοτάδι, με πληγές και τρόπαια. Μοναχοί. Δεν είναι όντα υπερκόσμια, εξωγήινα. Άνθρωποι του κόσμου αυτού είναι αλλά όχι του κόσμου τούτου.
Μέσα στο κοινόβιο φανερώνονται τα πάντα. Όλα εκείνα που στην κοσμική ζωή κρύβονται, μεταμφιέζονται και εξαπατούν τον εαυτό μας, στο μοναστήρι έρχονται στο φως. Έρχονται στο φως γιατί όλα παίρνουν το πραγματικό τους νόημα και σημασία. Τα προσωπεία πέφτουν, και πλέον η ζωή φανερώνεται στην γνησιότητά της δια των σχέσεων με τους άλλους και τον Θεό. Όλοι κινούνται ως ένα, προσεύχονται, θρηνούν και χαίρονται, εργάζονται και αναπαύονται, χωρίς όμως να καταργείται το πρόσωπο.
Ο καθένας προσφέρει εκεί όπου ο γέροντας τον τοποθέτησε, τον ευλόγησε. Ο καθένας προσφέρει ελεύθερα, με υπακοή, κάνοντας το θέλημά του να ταυτιστεί με το θέλημα του Θεού και του γέροντα. Δεν υπάρχει καταπίεση αλλά ελευθερία. Όλα γίνονται ελεύθερα, γιατί αλλιώς παύουν να καρποφορούν πνευματικά.
Στην κοινή αυτή ζωή, όλοι παίζουν τον ρόλο τους. Ο καθένας φέρει την ευθύνη ως μέλος ενός κοινού σώματος. Όταν ένα μέλος αρρωστήσει όλο το σώμα υποφέρει. Ο κάθε μοναχός δεν φέρει απλά την ευθύνη της προσωπικής του πνευματικής κατάστασης αλλά και όλης της μοναστικής αδελφότητας στην οποία ανήκει. Είτε θα επηρεάζει τους αδελφούς του προς τα ουράνια, πνευματικότερα και αγιότερα είτε θα τους κρατά στα επίγεια, φθαρτά και πεπερασμένα.
Το μοναστήρι είναι μία οικογένεια, και αντίστοιχα η οικογένεια λογίζεται ως ένα μικρό μοναστηράκι. Εάν υπάρχει μέσα στην οικογένεια ένας κοινός στόχος ακόμα κι αν τα μέλη διαφέρουν –και είναι φυσιολογικό να διαφέρουν μιας και ο κάθε άνθρωπος έχει την δική του προσωπικότητα- η συνύπαρξή τους δεν διασπάται, παρά τις όποιες διαφορές και προβλήματα που θα εμφανιστούν. Οι διαφωνίες στην καθημερινότητα δεν είναι πρόβλημα. Πρόβλημα είναι όταν δεν υπάρχει κοινός στόχος πορείας και ζωής, όταν ο καθένας αυτονομείται και θέλει πεισματικά να ζήσει την δική του ζωή, να επιτύχει τον δικό του στόχο ο οποίος μπορεί να έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τον στόχο του αδελφού του.
Όταν προτεραιότητα έχει ο τρόπος σκέψης μας, οι ατομικές επιδιώξεις, τα δικαιώματά μας, τότε η οικογένεια, το μοναστήρι και γενικότερα κάθε διαπροσωπική σχέση αρχίζει και εμφανίζει συμπτώματα θανάτου.
Η αιτία των συμπτωμάτων αυτών, δηλαδή των αδιεξόδων που δημιουργούνται είναι ο εγωκεντρικός τρόπος ζωής και συμπεριφοράς μας.
Στα μοναστήρια δια της υπακοής, της ταπείνωσης και της κοινής ζωής (κοινή ένδυση, κοινό φαγητό, κοινή λατρεία) προσπαθείται να θεραπευτεί ο εγωκεντρισμός. Δεν υπάρχει δικό μου και δικό σου, αλλά δικό μας. Δεν υπάρχει αντίπαλος αλλά σύμμαχος, δεν υπάρχει ανταγωνισμός αλλά συναγωνισμός, δεν υπολογίζονται οι ατομικοί στόχοι μπροστά στον έναν κοινό στόχο. Και στόχος είναι ο Χριστός. Ο Χριστός ό,τι κι αν μας στοιχίσει! Το να θέλουμε κι άλλα πράγματα ή να έχουμε κι άλλους στόχους δεν είναι κακό. Το θέμα είναι να μην υπονομεύουν οι άλλοι μικρότεροι στόχοι της ζωής μας τον μεγάλο στόχο μας ο οποίος είναι ο Χριστός· π.χ. δεν είναι κακό να θέλω να κάνω μεταπτυχιακό, κακό θα γίνει εάν το μεταπτυχιακό γίνει αίτία να απομακρυνθώ από τον άλλο άνθρωπο και τον Χριστό, δεν είναι κακό να θέλω να πάρω ένα κατοικίδιο στο σπίτι, κακό θα γίνει εάν αυτή η επιθυμία μου με απομακρύνει από τα μέλη της οικογένειάς μου ή να γίνει αιτία να ασχολούμε με ένα ζώο και όχι με τον Χριστό.
Απ’ τα μικρά βλέπει κανείς εάν ο άνθρωπος αγωνιά για την σωτηριά του, εάν ο στόχος της ζωής του είναι ο Χριστός ή όχι. Γιατί από τα μικρά περνούμε στα μεγάλα, τα μικρά και καθημερινά αποδεικνύουν ότι νοιαζόμαστε για τους άλλους.
Πως είναι δυνατόν να λέγω ότι νοιάζομαι και αγαπώ όταν βλέπω τον αδελφό μου στο μοναστήρι να πλένει μόνος του τα πιάτα και δεν τον βοηθώ, πως είναι δυνατόν να βλέπω την μάνα μου να απλώνει τα ρούχα μόνη της και ενώ μπορώ να μην σηκώνομαι να την ξεκουράσω; Απλά κινήσεις αγάπης, οι οποίες τις πειρισσότερες φορές διαρκούν 5-10 λεπτά από τις οποίες ωφελούμαστε πάρα πολύ πνευματικά κι ας μην το καταλαβαίνουμε. Ωφελούμαστε κι εμείς αλλά και αναπαύουμε τον αδελφό μας, την μάνα και τον πατέρα μας, το παιδί μας, τον φίλο μας, την φίλη μας.
Η πνευματική ζωή δεν είναι απλά μία ζωή η οποία οριοθετείται στο πόσο αμάρτησα, αλλά στο πόσο μετάνιωσα, πόσο αγάπησα, πόσο βοήθησα, πόσο νοιάστηκα, πόσο άφησα τις προτεραιότητές μου στην άκρη, πόσο ξεβολεύτηκα για χάρη του άλλου.
Πολλές φορές προσευχόμαστε με τις ώρες, σηκώνουμε τα χέρια στον ουρανό και κάνουμε διάφορες δεήσεις. Πιο πολύ αξία όμως έχουνε αυτά τα χέρια που βοηθάνε τον πλησίον παρά αυτά που μένουν σηκωμένα την ώρα της ατομικής μας προσευχής. Είναι για φίλημα εκείνο το στομα που σιωπά την ώρα μιας διαφωνίας παρά εκείνο που βατολογεί την ώρα της προσευχής, είναι για φίλημα εκείνα τα μάτια που βλέπουνε την ανάγκη του αδελφού ως ευκαιρία άσκηση της αγάπης παρά τα μάτια που διαβάζουν θεολογικά κείμενα, για φίλημα είναι εκείνα τα αυτιά που ακούνε με υπομονή τον πόνο του αδελφού παρά τ’αυτιά που ακούνε ύμνους βυζαντινούς.
Δεν είναι μόνο τα μοναστήρια τόποι ασκήσεως, αλλά όλη η γη. Κάθε χώρος: το σπίτι, το εργοστάσιο, το σχολείο, το μαγαζί, το γραφείο, είναι τόπος όπου μπορούμε να βρούμε τον Χριστό στο πρόσωπο του άλλου, να βρούμε τον άλλο δια του Χριστού.
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος