Οἱ Μυροφόρες (μυροφόρος ἐκ τοῦ φέρω + μύρα = ὁ φέρων, ὁ κομίζων μύρα) ἦσαν οἱ γυναῖκες «αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ (τῷ Ἰησοῦ) ἀπό τῆς Γαλιλαίας (Λουκ. 23, 49) μέχρι τοῦ τάφου καί προσῆλθαν μετά τήν ταφή νά ἀλείψουν μέ μύρα (=ἀρώματα) τό νεκρό σῶμα τοῦ Σταυρωθέντος. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ «Μυροφόροι τοίνυν εἰσίν αἱ συνακολουθήσασαι μετά τῆς τοῦ Κυρίου Μητρός καί τῷ καιρῷ τοῦ σωτηρίου πάθους συμπαραμείνασαι καί τό τοῦ Κυρίου σῶμα μυρίσαι σπουδάσασαι (=ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν)» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΗ’ 4, ΕΠΕ, τόμος 9ος, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 522). Ἦσαν παροῦσες στήν Σταύρωση τοῦ Κυρίου, δέν ἀπομακρύνθηκαν οὔτε ἀπό τόν Σταυρό οὔτε ἀπό τό μνημεῖο, ἀκόμη καί ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι εἶχαν κλεισθεῖ στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 20, 19). Κατά τό Πεντηκοστάριον (ἐκδ. Φῶς, Ἀθῆναι 1974, σελ. 58) «Αἱ μέν γυναῖκες αὗται εἰσί μάρτυρες ἀψευδεῖς καί πρῶται τῆς Ἀναστάσεως».
Οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει: «Ἦσαν δέ ἐκεῖ (ἐνν. στόν Γολγοθᾶ) καί γυναῖκες πολλαί ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθουν τῷ Ἰησοῦ ἀπό τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ, ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ μήτηρ, καί ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27, 55-56). Ὁ δέ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει: «Ἦσαν δέ καί γυναῖκες ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν καί Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καί Ἰωσῆ μήτηρ, καί Σαλώμη, αἵ καί ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καί διηκόνουν αὐτῷ καί ἄλλαι πολλαί αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα» (Μαρκ. 15, 40-41). Στό Πεντηκοστάριον διαβάζουμε: «Πολλαί μέν οὖν ἦσαν αἱ Μυροφόροι, ἀλλ᾽ οἱ Εὐαγγελισταί, τῶν ἐπισήμων μόνων ποιησάμενοι μνείαν».
Οἱ κυριώτερες Μυροφόρες, ὅπως διαβάζουμε στό Πεντηκοστάριον, ἦσαν: «Πρώτη πασῶν ἡ Μαγδαληνή Μαρία». «Δευτέρα δέ ἡ Σαλώμη ἥτις θυγάτηρ γενομένη Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος, τόν Ζεβεδαῖον ἔσχεν ἄνδρα, ἀφ᾽ ἧς ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος ἐγεννήθησαν». «Τρίτη ἡ Ἰωάννα ἡ γυνή τοῦ Χουζᾶ». «Τετάρτη δέ καί πέμπτη Μαρία καί Μάρθα ἀδελφαί τοῦ Λαζάρου». «Ἕκτη ἡ τοῦ Κλωπᾶ Μαρία». «Ἕβδόμη ἡ Σωσάννα». «Καί ἄλλαι πλεῖσται ἦσαν…» Σημειωτέον ὅτι ἡ ἱστορουμένη «Μαρία τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καί Ἰωσῆ μήτηρ» εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος: «Τέσσαρας γάρ υἱούς ἄρρενας ἐγέννησεν ὁ Ἰωσήφ· Ἰάκωβον, τόν λεγόμενον μικρόν, καί Ἰωσῆν καί Σίμωνα καί Ἰούδαν· θυγατέρας δέ τρεῖς· τήν Ἐσθήρ, τήν Θάμαρ καί τήν Σαλώμην, τήν τοῦ Ζεβεδαίου. Ὥστε, ὅταν ἀκούσῃς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ, Μαρίαν, Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καί Ἰωσήφ μητέρα τήν Θεοτόκον νόμιζε εἶναι· ὅτι ὡς μήτηρ τῶν τοῦ Ἰωσήφ παίδων ἡ Θεοτόκος κατελογίζετο» (Πεντηκοστάριον). Ὡσαύτως στό χωρίο τοῦ Ματθαίου 28, 1 «Ὀψέ τοῦ Σαββάτου (=ἀργά κατά τή νύκτα τοῦ Σαββάτου), τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν Σαββάτων (=ὅταν ἐξημέρωνε ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας), ἦλθε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τόν τάφον», ἡ ἄλλη Μαρία εἶναι ἡ Θεοτόκος. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ «διά τοῦ εἰπεῖν, καί ἡ ἄλλη Μαρία, τήν Θεοτόκον πάντως ὑποφαίνων» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἔνθ. ἀν., σελ. 524)
Οἱ Μυροφόρες, συμπεραλαμβανομένης καί τῆς Θεοτόκου, πρῶτες ἐδέχθησαν τήν εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί τοῦτο διότι τό γυναικεῖο φῦλο πού ἔπεσε πρῶτο καί πρῶτο ἄκουσε τήν καταδίκη, ἔπρεπε πρῶτο νά δεῖ τήν Ἀνάσταση καί πρῶτο νά ἀκούσει τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ὅπως βλέπουμε στό Πεντηκοστάριον: «Αἱ γυναῖκες γοῦν αὗται πρῶται τήν Ἀνάστασιν εἶδον καί τοῖς μαθηταῖς ταύτην εὐηγγελίσαντο· ἐχρῆν (=ἔπρεπε) καί γάρ τό πρῶτον πεσόν φῦλον ὑπό τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἀράν κληρωσάμενον, αὐτό τοῦτο πρῶτον καί τήν Ἀνάστασιν κατιδεῖν· καί τήν χαράν ἐνωτίσασθαι (=νά ἀκούσει), τό πρῶτον ἀκοῦσαν·“Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα”». Ὡσαύτως ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Πρόσεξε ὅτι καί Αὐτός διαμέσου τῶν μυροφόρων γυναικῶν κηρύσσει στούς μαθητές τό χαρμόσυνο ἄγγελμα, τιμώντας καί ὁδηγώντας σέ χρηστές ἐλπίδες τό γυναικεῖο φῦλο, πού κατεξοχήν εἶχε περιφρονηθεῖ καί θεραπεύοντάς το αὐτό τό ἀσθενές καί καταπονημένο φῦλο». Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ πρώτη ἡ Θεοτόκος (πρό τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς καί τῶν λοιπῶν Μυροφόρων) ἀξιώθηκε νά δεῖ τόν Ἀναστάντα.
Καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές ἐξιστοροῦν τήν ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀναγγελία σέ αὐτές τῆς Ἀναστάσεως ἀπό τούς ἀγγέλους. Ἐκ τούτων οἱ διηγήσεις τῶν λεγομένων Συνοπτικῶν συμπίπτουν στά κεντρικά σημεῖα, μολονότι ὄντως ὑφίστανται μερικές μικροδιαφορές, οἱ ὁποῖες βέβαια φανερώνουν τήν ἄκρα φιλαλήθεια τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων (βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Ἰ. Δημοπούλου, Ὁ νικητής τοῦ θανάτου, ἔκδοσις ὀγδόη, ἐκδ. Σωτήρ, Ἀθῆναι 2003, σελ. 6). Ἡ διήγηση τοῦ Ἰωάννη παρουσιάζεται διαφορετική ἀπό τίς διηγήσεις τῶν τριῶν ἄλλων. Εἶναι περισσότερο λεπτομερής ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος στή Μαρία Μαγδαληνή, ἡ ὁποία δέν τόν ἀναγνωρίζει ὅταν τόν εἶδε, νομίζοντας ὅτι εἶναι κηπουρός, ἀλλά Τόν ἀναγνώρισε ὅταν ὁ Χριστός τήν προσφώνησε μέ τό ὄνομά της, Μαρία (Ἰω. 20, 11-18).
Οἱ μικροδιαφορές τῶν Εὐαγγελιστῶν ἔγκεινται στή διαφορά τῆς ὥρας πού πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπισκέψεις τῶν Μυροφόρων στόν Τάφο. Ὁ Ματθαῖος (28,1) γράφει: «ὀψέ σαββάτων τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων» (=ἀργά τήν νύκτα τοῦ Σαββάτου, τήν ὥρα πού ξημέρωνε ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας). Ὁ Λουκᾶς (24, 1) σημειώνει: «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος» (=κατά τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ὄρθρος βαθύς). Ὁ Ἰωάννης (20, 1) γράφει: «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων…πρωḯ σκοτίας ἔτι οὔσης» (=κατά τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, τό πρωḯ ἐνῶ ἀκόμη ὑπῆρχε τό σκοτάδι τῆς νύκτας). Ἡ ἐξήγηση κατά τόν π. Γεώργιο Δημόπουλο εἶναι ὅτι πραγματοποιήθηκαν διαφορετικές ἐπισκέψεις ἀπό διαφορετικές μυροφόρες (οἱ ἐπισκέψεις ἔγιναν καθ᾽ ὁμάδας μυροφόρων) καί κάθε Εὐαγγελιστής εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν του κάθε μία διαφορετική ὁμάδα μυροφόρων: «Πῶς δέ συμβιβάζεται ἡ διαφορά πού παρουσιάζουν οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί ὡς πρός τήν ὥραν κατά τήν ὁποίαν αἱ μυροφόροι ἦλθον εἰς τό μνημεῖον; Πολλαί γνῶμαι διετυπώθησαν πρός ἐξήγησιν τοῦ πράγματος. Ἡ πιθανωτέρα φαίνεται, ὅτι εἶναι αὐτή: Δηλαδή διάφοροι ὁμάδες μυροφόρων ἔκαμαν τήν πρωϊνήν ἐκείνην ἐπίσκεψιν εἰς τόν τάφον, τήν ὁποίαν καί κατά διαφόρους ὥρας ἐπραγματοποίησαν, οἱ δέ ἱεροί Εὐαγγελισταί εἰς τάς διηγήσεις των εἶχον ὑπ᾽ ὄψιν των ἀπό μίαν τοιαύτην ὁμάδα καί ἐτοποθέτησαν τήν ἐπίσκεψιν τήν ὡρισμένην ὥραν πού ἔγινε. Διότι εἶναι πολύ ἀπίθανον ἀπό τάς ἱκανάς (=ἀπό τίς ἀρκετές) μυροφόρους πού ὀνομαστικῶς ἤ καί γενικῶς ἀναφέρουν οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί, νά φαντασθῶμεν, ὅτι μόνον τρεῖς ἀπεφάσισαν νά ἐπισκεφθοῦν τόν τάφον» (Ἀρχιμ. Γεωργίου Ἰ. Δημοπούλου, ἔνθ. ἀν., σελ. 11).
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης λέει ὅτι «οἱ Μυροφόρες εἶχαν μεγάλη ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό, εἶχαν πνευματική κατάσταση, καί γι’αὐτό δέν ὑπολόγισαν τίποτε. Ἄν δέν εἶχαν πνευματική κατάσταση, θά ἔκαναν αὐτό πού ἔκαναν; Ξεκίνησαν χαράματα, ὥρα πού ἀπαγορευόταν ἡ κυκλοφορία, μέ ἀρώματα στά χέρια γιά τόν Πανάγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ, ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκαν νά ἀκούσουν ἀπό τόν Ἄγγελο τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμος 6ος , Περί προσευχῆς, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2012, σελ. 203).
Οἱ ἀρετές πού χαρακτηρίζουν τίς Μυροφόρες εἶναι ἡ θερμή ἀγάπη καί ἡ ἄκρα ἀφοσίωση πρός τόν πεφιλημένο Διδάσκαλο, ὥστε δέν τόν ἐγκαταλείπουν οὔτε τήν ὥρα τῆς ἄκρας ἀδυναμίας Του, ὅταν οἱ μαθητές Του εἶχαν διασκορπισθεῖ. Ἡ ἀρετή ὅμως πού κατ᾽ ἐξοχήν τίς διακρίνει, ὅσο καί ἄν φαίνεται ἀντιτιθέμενη στή γυναικεία φύση τους, εἶναι ἡ ἀνδρεία καί ἡ ἀψήφηση τοῦ κινδύνου ἐκ μέρους τῶν Ἰουδαίων καί Ρωμαίων. Ἀκόμη δέ δέν δειλιοῦν καί δέν ὑποχωροῦν μπροστά σέ ἀντικειμενικῶς ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, ὅπως ἦταν ἡ σφράγιση τοῦ τάφου μέ «λίθον μέγαν σφόδρα» (Μαρκ. 16, 4). «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου» (Μαρκ. 16,1) διερωτῶντο λίαν εὐλόγως καί ὅμως δέν ματαίωσαν τήν ἐπίσκεψη στόν τάφο, ἀλλά προχώρησαν μέ πίστη καί ἀνδρεία πρός τό καθῆκον ἔναντι τοῦ ἄπνου σώματος τοῦ ἠγαπημένου Νεκροῦ. Γι᾽ αὐτή τους τήν ἀφοσίωση καί ἀνδρεία ἀξιώθηκαν τῆς ἀγγελοφάνειας καί τῆς χαρμόσυνης ἀγγελίας τῆς Ἀναστάσεως ἀπό τούς ἀγγέλους. Μάλιστα ἀξιώθηκαν νά δοῦν τόν Ἀναστάντα καί νά ἀκούσουν τό χαίρετε ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου: «Ὡς δέ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καί ἰδού Ἰησοῦς ἀπήντησε αὐταῖς λέγων· χαίρετε. Αἱ δέ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τούς πόδας καί προσεκύνησαν αὐτῷ. Τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· μή φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, κακεῖ με ὄψονται» (Ματθ. 28, 9-10). Πρῶτες οἱ Μυροφόρες εἶδαν τόν Ἀναστάντα. Πρῶτες ἄκουσαν τόν ἀναστάσιμο χαιρετισμό, πρῶτες ἔγιναν εὐαγγελίστριες τῆς Ἀναστάσεως. Πρῶτες ὁρίστηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀναστάντα «ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων καί εὐαγγελίστριαι τῶν Εὐαγγελιστῶν».
(Πηγή: alopsis)