– Γέροντα, τί θέλει άπό εμάς ο Θεός;
– ο Θεός άπό εμάς θέλει την προαίρεση μας, την αγαθή μας διάθεση, που θα την εκδηλώνουμε με τον έστω Και λίγο φιλότιμο αγώνα μας, Και την συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας. Όλα τα αλλά τα δίνει Εκείνος. Δεν χρειάζονται μπράτσα στην πνευματική ζωή. να αγωνιζώμαστε ταπεινά, να ζητούμε το έλεος του Θεού Και να Τον ευγνωμονούμε για όλα. Αυτός που εγκαταλείπεται στα χέρια του Θεού, χωρίς κανένα δικό του σχέδιο, περνά στο σχέδιο τού Θεού. Όσο ο άνθρωπος είναι γαντζωμένος στον εαυτό του, μενει πίσω• δεν προχωράει πνευματικά, γιατί εμποδίζει το έλεος τού Θεού. για να προκόψη, χρειάζεται πολλή εμπιστοσύνη στον Θεό.
Ο Θεός κάθε στιγμή χαϊδεύει με την αγάπη Του τις καρδιές όλων των ανθρώπων, αλλά εμείς δεν το καταλαβαίνουμε, γιατί οι καρδιές μας έχουν πιάσει πουρί. Όταν καθαρίση την καρδιά του ο άνθρωπος, συγκινείται, διαλύεται, τρελλαίνεται, γιατί βλέπει τις ευεργεσίες, τις καλωσύνες του Θεού, που όλους τους αγαπά το ϊδιο. Γι’ αυτούς που ταλαιπωρούνται, πονάει• γι’ αυτούς που ζουν πνευματική ζωή, χαίρεται. Είναι αρκετό και μόνον οι ευεργεσίες του Θεού, εάν τις σκεφθη μιά φιλότιμη ψυχή, να την τινάξουν στον αέρα• πόσο μάλλον, εάν σκεφθη και τις πολλές της αμαρτίες και την πολλή ευσπλαγχνία του Θεου! Όταν βλέπη ο άνθρωπος την φροντίδα του Θεου, αν έχουν καθαρίσει τα μάτια της ψυχής του, αισθάνεται και ζή όλη την θεία πρόνοια με την ξεφλουδισμένη ευαίσθητη καρδιά του και διαλύεται πιά άπό ευγνωμοσύνη• παλαβώνει με την καλή έννοια. Γιατί οί δωρεές του Θεου, όταν ο άνθρωπος τις αισθάνεται, δημιουργούν ρωγμή στην καρ-διά του, την ραγίζουν.
Έπειτα, καθώς το χέρι του Θεου χαϊδεύει την φιλότιμη καρδιά του και εγγίζει την ρωγμή, τινάζεται εσωτερικά ο άνθρωπος και μεγαλώνει η ευγνωμοσύνη του προς τον Θεό. Όσοι αγωνίζονται και συναισθάνονται την αμαρτωλότητά τους και τις ευεργεσίες του Θεου και εμπιστεύονται τον εαυτό τους στην μεγάλη Του ευσπλαγχνία, ανεβάζουν την ψυχή τους στον Παράδεισο με πολλή σιγουριά και με λιγώτερο κόπο σωματικό.
Ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και για το λίγο και για το πολύ!
Μερικοί λένε «πιστεύω ότι ο Θεός θα με βοηθήση», και άπό την άλλη προσπαθούν να μαζεύουν χρήματα, για να μή στερηθούν τίποτε. Αυτοί εμπαίζουν τον Θεό, γιατί δεν εμπιστεύονται τον εαυτό τους στον Θεό αλλά στά χρήματα. Αν δεν παύσουν να αγαπούν τα χρήματα και να στηρίζουν σ’ αυτά την ελπίδα τους, δεν θα μπορέσουν να στηρίξουν την ελπίδα τους στον Θεό. Δεν λέω να μην έχουν οι άνθρωποι μιά οικονομία στην άκρη για ώρα ανάγκης, αλλά να μη στηρίζουν την ελπίδα τους στά χρήματα Και δίνουν σ’ αυτά την καρδιά τους, γιατί έτσι ξεχνούν τον Θεό. Όποιος κάνει σχέδια δικά του, χωρίς να εμπιστεύεται στον Θεό, και λέει μετά ότι έτσι θέλει ο Θεός, αυτός ευλογεί το έργο του ταγκαλακίστικα και συνέχεια βασανίζεται. Δεν έχουμε καταλάβει την δύναμη και την καλωσύνη του Θεού. Δεν Τον αφήνουμε νοικοκύρη να μας κυβερνάη, γι’ αυτό ταλαιπωρούμαστε.
Στο Σινά, εκεί στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης όπου έμενα, το νερό ήταν ελάχιστο. Μιά-μιά σταγόνα έτρεχε άπό έναν βράχο μεσα σε μιά σπηλιά, καμμιά εικοσαριά μετρα μακριά άπό το ασκητήριο. Είχα κάνει μιά στερνίτσα και μάζευα τρία κιλά νερό το εικοσιτετράωρο. Όταν πήγαινα να πάρω νερό, έβαζα το τενεκάκι να γεμίση και έλεγα τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Έβρεχα με το χέρι μου λιγάκι μόνον το μετωπο, γιατί αυτό με βοηθούσε – μου το είχε πει ένας γιατρός να το κάνω – έπαιρνα λίγο νερό, για να έχω να πιω, μάζευα Και λίγο σε ένα τενεκάκι για τα πουλάκια Και τα ποντικάκια που είχε το ασκητήριο. Αυτό το νερό ήταν Και για να πλύνω ένα ρουχο κ.λπ. Τί χαρά, τί ευγνωμοσύνη ένιωθα γι’ αυτό το λίγο νερό που είχα! Δοξολογία, γιατί είχα νερό! Όταν ήρθα στο Αγιον Όρος Και έμεινα για λίγο καιρό στην Σκήτη των Ιβήρων, επειδή έκεϊ είναι προσήλιο το μερος, είχε πολύ νερό. Είχε μιά στέρνα που ξεχείλιζε Και το νερό έτρεχε άπ’ έξω. Ου, έπλενα Και τα πόδια Και το κεφάλι…, αλλά είχα ξεχασθή.
Στο Σινά βούρκωναν τα μάτια μου άπό ευγνωμοσύνη για το λίγο νερό, ενώ στην Σκήτη ξεχάσθηκα άπό την αφθονία του νερού. Γι’ αυτό έπειτα πήγα Και έμεινα καμμιά όγδονταριά μετρα πιό μακριά Και είχα μιά στέρνα μικρή. Πώς χάνεται, πώς ξεχνιέται κανείς με την αφθονία!
Πρέπει να αφήσουμε εν λευκώ τον εαυτό μας στην θεία πρόνοια, στο θειο θέλημα, και ο Θεός θα μας φροντίση. Ένας μοναχός πήγε ένα απόγευμα να διαβάση τον Εσπερινό σε μια κορυφή. Στον δρόμο βρήκε ένα άσπρο μανιτάρι και ευχαρίστησε τον Θεό για το σπάνιο εύρημα του. Στον γυρισμό θα το έκοβε και θα περνούσε με αυτό το βράδυ. «Έάν με ρωτήσουν οι κοσμικοί αν τρώω κρέας, είπε με τον λογισμό του, μπορώ να τους πω πώς τρώω κάθε φθινόπωρο»! Στην επιστροφή βρήκε μισό το μανιτάρι – κάποιο ζώο θα το είχε πατήσει – Και είπε: «Φαίνεται, τόσο έπρεπε να φάω». το πήρε Και ευχαρίστησε τον Θεό για την πρόνοια Του, για το μισό μανιτάρι. Πιο κάτω βρήκε ένα άλλο μισό μανιτάρι Και έσκυψε να το πάρη, για να συμπλήρωση το βραδινό του, αλλά, επειδή ήταν χαλασμένο – ίσως να ήταν δηλητηριώδες -, το άφησε Και ευχαρίστησε πάλι τον Θεό που τον φύλαξε από δηλητηρίαση. Πήγε στην Καλύβη του Και πέρασε το βράδυ με το μισό μανιτάρι.
την άλλη μερα, όταν βγήκε από την Καλύβη του, αντίκρισε ένα θέαμα! Όλος ο τόπος ήταν γεμάτος από ώραία μανιτάρια, Και ευχαρίστησε τον Θεό. Βλέπετε, ευχαρίστησε τον Θεό Και για το ολόκληρο Και για το μισό, Και για το καλό Και για το χαλασμένο, Και για το ένα Και για τα πολλά. Ευχαριστία για ολα.
Ο Καλός Θεός μας δίνει άφθονες ευλογίες Και ενεργεί πάντα για το καλό μας. Όλα τα αγαθά που έχουμε είναι δώρα του Θεού. Ολα τα έκανε, για να εξυπηρετούν το πλάσμα Του, τον άνθρωπο, Και να θυσιάζωνται γι’ αυτόν, από ζώα Και πτηνά, μικρά Και μεγάλα, μεχρι φυτά, – ακόμη Και ο ίδιος ο Θεός θυσιάσθηκε, για να λύτρωση τον άνθρωπο. Ας μήν αδιαφορούμε για ολα αυτά Και τον πληγώνουμε με την μεγάλη μας αχαριστία Και αναισθησία, αλλά να τον ευχαριστούμε Και να τον δοξολογούμε.
Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.
ΠΗΓΗ: https://www.orp.gr/wordpress