Οι εντολές του Ευαγγελίου δεν αφορούν ορισμένη μόνο κατηγορία ανθρώπων, αλλά απευθύνονται προς όλους. Από την στιγμή που ο άνθρωπος βαπτίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδος και ενδύεται τον Χριστό, ελευθερώνεται από την εξουσία του κόσμου και αποκτά την εξουσία να ζήσει στην ελευθερία του Πνεύματος. Από αυτόν εξαρτάται, αν θα παραμείνει στην ελευθερία αυτήν ή θα επιστρέψει στην δουλεία.
Η εντολή του Θεού δεν είναι νομική διάταξη, αλλά φανέρωση του ήθους του. Οι πιστοί καλούνται να οικειωθούν το ήθος αυτό και να πολιτογραφηθούν στην βασιλεία του Θεού. Κοινός είναι ο στόχος τους. Διαφορές υπάρχουν μόνο στον τρόπο με τον οποίο προχωρεί ο καθένας στην πραγμάτωσή του. Και ο τρόπος αυτός είναι ανάλογος με το φιλότιμο του καθενός απέναντι στην δωρεά του Θεού, όπως και με τις προσωπικές δυνατότητες, τα χαρίσματα ή το ιδιαίτερο περιβάλλον του.
Στο πλαίσιο της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας υποστηρίχθηκε ότι στην ηθική διδασκαλία του Ευαγγελίου υπάρχουν εντολές και συμβουλές. Οι εντολές απευθύνονται σε όλους, ενώ οι συμβουλές στους λίγους που ποθούν την τελειότητα. Η διάκριση όμως αυτή, που γίνεται και από Πατέρες της Εκκλησίας, δεν συνδέεται με οποιονδήποτε αριστοκρατικό διαχωρισμό μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει στον Ρωμαιοκαθολικισμό με τον διαχωρισμό μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Επιπλέον η ανταπόκριση του πιστού στις ευαγγελικές συμβουλές δεν νοείται ως επίδοση σε υπέρτακτα έργα. Η κλήση προς την τελειότητα απευθύνεται σε όλους (Ματθ. 5:48). Και στην κλήση αυτήν καλείται ο καθένας να ανταποκριθεί ανάλογα με την προαίρεση και το φιλότιμό του.
Η εκπλήρωση των συμβουλών, που χαρακτηρίζεται από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (*) ως προσφορά «δώρων», πραγματοποιείται με ορισμένες εκούσιες αυτοδεσμεύσεις των πιστών, όπως είναι η παρθενία, η αγαμία, η ακτημοσύνη, που δεν έχουν την έννοια της υπερπροσφοράς, αλλά της φιλότιμης αναπληρώσεως των κενών που παραμένουν από την τήρηση των θείων εντολών. Άλλωστε ακόμα και η τήρηση όλων των εντολών δεν συνιστά κάποια υπερπροσφορά εκ μέρους του πιστού. Όπως είπε ο Χριστός, όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός, να λέτε, «δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17:10).
Στο πλαίσιο του Προτεσταντισμού υποστηρίχθηκε ότι η ηθική του Ευαγγελίου αναφέρεται στην ιδιωτική ζωή του πιστού. Ο Χριστιανός σώζεται με την πίστη του. Σκοπός των ευαγγελικών εντολών δεν είναι να ρυθμίσουν τις κοινωνικές σχέσεις του ανθρώπου, αλλά να φανερώσουν την αμαρτωλότητά του και να τον οδηγήσουν στην επίγνωση της χάριτος του Θεού, που είναι ο μόνος παράγοντας της σωτηρίας του. Αλλά και η άποψη αυτή, που είναι σύμφωνη με τις θεολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του Προτεσταντισμού, δεν είναι αποδεκτή από ορθόδοξη σκοπιά.
Οι εντολές του Ευαγγελίου αναφέρονται σε ολόκληρο το πλάτος και το βάθος της ανθρώπινης ζωής. Η κοινωνική ζωή ή η επαγγελματική ενασχόληση δεν αποτελούν περιοχές αυτόνομες και άσχετες προς το Ευαγγέλιο. Βέβαια, όταν ο άνθρωπος εξετάζει τον εαυτό του υπό το φως του Ευαγγελίου, διαπιστώνει την αμαρτωλότητα και την αναξιότητά του, ενώ χωρίς αυτό αδυνατεί να δει το σκοτάδι που υπάρχει μέσα του. Αλλά οι εντολές δεν αποσκοπούν μόνο να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην συναίσθηση αυτή. Μετά την διαπίστωση της αμαρτωλότητας ανοίγει ο δρόμος για την μετάνοια. Μετά την συναίσθηση της αθλιότητας πρέπει να αρχίσει ο αγώνας για την διόρθωση.
Ο Θεός δεν επιβάλλει στον άνθρωπο την σωτηρία χωρίς την συγκατάθεση και την ενεργό συμμετοχή του. Η χάρη του Θεού καρποφορεί, όταν βρίσκει ανταπόκριση. Σε αντίθετη περίπτωση αποβαίνει άκαρπη. Άλλωστε και η συναίσθηση της αμαρτωλότητας είναι έργο της χάριτος του Θεού και της ανταποκρίσεως του ανθρώπου. Και η ανταπόκριση αυτή πραγματοποιείται με την ταπείνωση και την αυταπάρνηση. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται νέος τρόπος ζωής, που φαίνεται παράδοξος και υπεράνθρωπος, όταν κρίνεται με κοσμικά μέτρα και κριτήρια.
Τέλος οι διαμαρτυρόμενοι εσχατολογιστές θεολόγοι υποστήριξαν ότι η απόλυτη και ριζοσπαστική αυτή ηθική μπορούσε να ισχύσει μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα αναμονής της καταστροφής του κόσμου. Μπορούσε δηλαδή να ισχύσει ως ηθική μιας μεταβατικής περιόδου. Ενόψει της τελικής καταστροφής του κόσμου δεν υπάρχει περιθώριο για κοσμικές φροντίδες και μέριμνες. Η μόνη συνετή πράξη κατά το διάστημα αυτό θα ήταν να χρησιμοποιηθεί η τελευταία ευκαιρία που προσφέρει ο Θεός για μετάνοια και σωτηρία.
Αλλά και η άποψη αυτή παρερμηνεύει το πνεύμα της Καινής Διαθήκης. Η ηθική του Ευαγγελίου, και σύμφωνα με αυτήν η χριστιανική ηθική, έχει βέβαια εσχατολογική προοπτική. Αυτό όμως δεν συνδέεται με οποιαδήποτε απελπισία για την επικείμενη καταστροφή του κόσμου, αλλά αντίθετα με την ελπίδα για την ανακαίνισή του και την πλήρη φανέρωση της βασιλείας του Θεού. Το πνεύμα της χριστιανικής πίστεως για την εσχατολογική περίοδο, που άρχισε ήδη με την έλευση του Χριστού και προχωρεί στην ολοκλήρωσή της, δεν είναι πνεύμα δειλίας και φόβου αλλά δυνάμεως και ελπίδας.
Η ηθική του Ευαγγελίου συνδέεται με την ελπίδα της ανακαινίσεως του κόσμου, στην οποία καλείται να συνεργήσει ο άνθρωπος και να οικειωθεί το θείο ήθος. Οι εντολές του Χριστού δεν αποσκοπούν να ρυθμίσουν την ζωή του ανθρώπου για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα, που χαρακτηρίζεται μάλιστα από τις ειδικές συνθήκες επικείμενης καταστροφής, αλλά να καλλιεργήσουν μέσα του το θείο ήθος για την πρόσκαιρη και την αιώνια ζωή του.
Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι η προοπτική, στην οποία τοποθετεί ο άνθρωπος την ζωή του. Και η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στην αποδοχή ή μη αποδοχή της ευαγγελικής προοπτικής. Όταν η ανθρώπινη ζωή τοποθετείται σε ενδοκόσμια προοπτική, η διδασκαλία του Ευαγγελίου φαίνεται ακατόρθωτη και υπεράνθρωπη. Όταν όμως προσανατολίζεται στην βασιλεία του Θεού, αυτή παρουσιάζεται τέλεια και ανυπέρβλητη.
Όσο περισσότερο εμπιστεύεται ο άνθρωπος τον εαυτό του στον Θεό, τόσο φυσικότερη βλέπει την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Και όσο επιφυλακτικότερος παρουσιάζεται, τόσο προβληματικότερη την θεωρεί. Η άποψη ότι οι εντολές του Χριστού είναι υπερβολικές και ανεφάρμοστες είναι ασεβής και επιβλαβής, γιατί αμφισβητεί την αλήθεια των ευαγγελικών λόγων, απορρίπτει την κλήση του ανθρώπου προς την τελειότητα και καλλιεργεί την αυτάρκεια και την νωχέλεια.
(*) Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια περί αγάπης 4,67, PG 90, 1064C.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 91.