Είναι δυο εργάτες που έσπαζαν πέτρες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι κτιστάδες και έχτιζαν μια εκκλησία. Ένας περαστικός παρατηρεί ότι ο ένας από τους δύο εργάτες δούλευε λες και ήταν σε καταναγκαστικά έργα, χωρίς διάθεση, με τη μέγιστη επιτρεπόμενη οκνηρία, αγανακτισμένος με την κακή του μοίρα που τον έφερε να σπάει πέτρες.
Ο δεύτερος ήταν ακριβώς το αντίθετο. Με ενθουσιασμό, κέφι, μεράκι και με μεγάλη ευχαρίστηση, δούλευε σαν «τρελός», σαν να ζωγράφιζε τον καλύτερο πίνακα. Ο περαστικός ήταν πολύ περίεργος να μάθει το γιατί αυτής της μεγάλης διαφοράς μεταξύ αυτών των δύο εργατών, που έκαναν την ίδια ακριβώς εργασία.
Ρώτησε λοιπόν τον πρώτο – «Με συγχωρείτε, τι δουλειά κάνετε εδώ;»
Και εκείνος απαντάει: – «Καλά δεν βλέπεις; Πέτρες σπάω».
Ρώτησε στη συνέχεια το ίδιο και τον δεύτερο και εκείνος, με μεγάλη ευχαρίστηση, του απάντησε: «Χτίζουμε εκκλησία».
Ποια ήταν λοιπόν η διαφορά; Από που πήγαζε η τόση ευχαρίστηση του δεύτερου εργάτη;
Αυτό ασφαλώς προκύπτει από την απάντηση που έδωσε, δηλαδή από την συμβολή του στο χτίσιμο της εκκλησίας. Αυτή η συμβολή στο δημιούργημα έδινε νόημα στην εργασία του και τον έκανε να την αισθάνεται σημαντική και αυτό, με τη σειρά του, του ανέβαζε την αυτοεκτίμηση και του δημιουργούσε ικανοποίηση και ευχαρίστηση.
Πριν δύο-τρία χρόνια, πάνω σε αυτό το ζήτημα, διάβασα μια συνέντευξη που έδωσε μια οδοκαθαρίστρια στην εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στη χώρα. Ο τίτλος της συνέντευξης ήταν «Η πιο ενδιαφέρουσα εργασία που είχα ποτέ». Ο υπότιτλος ήταν επίσης λόγια της ίδιας: «Το μόνο μου παράπονο είναι το απαξιωτικό βλέμμα των περαστικών».
Δημήτρης Μπουραντάς
πηγή : ως στρουθίον
Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας Αργυρούπολης