ΟΙ ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ
~ Στην Καλύβα «Αγία Τριάς» της ίδιας Σκήτης, ασκητικά ζούσανε πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι όποιοι γίνανε Μοναχοί, και πήρανε τα ονόματα: Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος και Μακάριος.
Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Μοναχισμού.Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη ή πρώτη ευλάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα πού με τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ό Διάβολος, άρχισαν να κάνει ό καθένας ότι ήθελε, χωρίς να ρωτάει τον άλλον.
Έτσι μπήκε ανάμεσα τους, χωρίς να το καταλάβουν, ή ψύχρα, ακολούθησε γκρίνια και φιλονικίες, οι όποιες καταλήγανε σε σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα κτυπήματα τόσο, πού ό ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή ότι άλλο μπορούσε του άλλου αδελφού, ώσπου να, τον υποτάξει στη δική του θέληση. Δε σεβόταν ό μικρός το μεγάλο, ούτε ό μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.
Οι καυγάδες και τα άσχημα επεισόδια συνεχίζοντας σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ήμερα και να μην ακούνε, οι γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς να καυγαδίζουν και να κτυπιόνται, Όποιος από τους γείτονες ή τους άλλους Πατέρες τολμούσε να επέμβει για να τους χωρίσει ή να μεσολαβήσει να ειρηνεύσουν και να μη μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δε μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια αυτά.
Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, πού τα πέντε αυτά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οι Πατέρες της Σκήτης είχαν συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές τους και λέγανε: «Οί ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν και σκοτώνονται». Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε μια μέρα, πέρασε δεύτερη και τρίτη μέρα και, από τ’ αδέρφια αυτά δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες φωνές τους, αλλά στη Καλύβα τους επικρατούσε άκρα σιγή. Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο πού δεν άκουγαν να μαλώνουν, άλλα κανείς δεν τολμούσε να πάει για να ιδεί τι συμβαίνει.
Την τρίτη προς την τέταρτη ημέρα, στον ύπνο του Δικαίου της Σκήτης παρουσιάζεται ή Αγία Άννα και του είπε:
«Πηγαίνετε με τους Πατέρες να θάψετε, με δόξες και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες του Χριστού, τα πέντε αδέρφια, πού για την αγάπη του Κυρίου γίνανε Καλόγεροι και από φθόνο του Διαβόλου μαλώνανε χωρίς αιτία και παρά τη θέληση τους, το βράδυ όμως κάθε ήμερα μετά το Απόδειπνο, συγχωρούσε από την καρδιά του ό ένας τον άλλον και δε βάστηξε ποτέ ή κακία μέσα τους ούτε μια ολόκληρη ήμερα, διότι εφάρμοζαν με ακρίβεια το ρητό πού λέγει: «Μη έπιδυέτω ό ήλιος επί τω παροργισμό υμών, οργίζεστε, και μη αμαρτάνετε» (Έφεσ. Δ’ 24).
Ό Δίκαιος – πρόεδρος της Σκήτης – άμα άκουσε αυτά από την Αγιάννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σε γεροντική Σύναξη και πήγαν όλοι στην Καλύβα, πού ζούσαν τα πέντε αδέρφια, βρήκαν την πόρτα ανοιχτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σε στάση πού βάνουμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην εκκλησία και τους πέντε πεθαμένους να εκπέμπουν άρρητη ευωδιά και έπληρώθη σ’ αυτούς το ρητό της Αγίας Γραφής πού λέγει «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε… και όπου εύρώ σε εκεί και κρίνω σε» (Ματθ. Ζ’ 1,2).
Τότε όλοι οί Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνόδευσαν τους Μάρτυρες του Χριστού και κήδευσαν τα σώματα τους στο Κοινό Κοιμητήρι με τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το Θεό, πού με κάθε τρόπο οικονομεί τη σωτηρία των ανθρώπων.
Απόσπασμα από το «Το γεροντικό του Αγίου Όρους»