Ο Θεός μας αξίωσε και περάσαμε την περίοδο της νηστείας, όπως κι αν νηστέψαμε ο καθένας, και μπαίνομε πια στη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή η Εβδομάδα λέγεται Μεγάλη, όχι γιατί τάχα οι ώρες και οι ημέρες τώρα είναι μεγαλύτερες και περισσότερες, μα γιατί σ’ αυτήν εορτάζουμε τα μεγάλα και θαυμαστά που έγιναν για τη σωτηρία μας. Όλα τα γεγονότα της θείας οικονομίας είναι τόσο μεγάλα, που δεν τα χωράει ο λογισμός μας, μα αυτά που έγιναν αυτές τις ημέρες είναι το δίχως άλλο τα μεγαλύτερα. ακούεται η φωνή τους έξω, αλλά μόνο μας πλημμυρίζει μέσα μας μία ανείπωτη και ανέκφραστη χαρά και ευφροσύνη. Άλλη χαρά αυτή και πολύ διαφορετική από κείνη που μας δίνει ο κόσμος με την απόλαυση των αγαθών του. Δεν φοβούμαι τώρα μήπως και δεν με καταλαβαίνετε, γιατί κάθε άνθρωπος, ακόμα κι ο πιο απλός, μάλιστα δε αυτός ίσως περισσότερο, ζει και ξέρει τι είναι αυτή η εσωτερική χαρά, όσο κι αν τον στέγνωσε η ξερή γνώση του μυαλού, όσο κι αν πάει να τον σκοτώσει εσωτερικά η επιστήμη και η τεχνική, καθώς το λέει ο νεοέλληνας ποιητής, ότι «μού ’γινε η γνώση παιδεμός και πάει να με σκοτώσει».
Κι όχι μόνο έγιναν μια φορά, αλλά και γίνονται, κάθε που η Εκκλησία, τα εορτάζει, γιατί αυτό ακριβώς είναι οι εορτές της Εκκλησίας, όχι ιστορικές αναμνήσεις των όσων έγιναν, αλλά μυσταγωγικές επαναλήψεις των γεγονότων της θείας οικονομίας– επαναλήψεις δηλαδή μέσα στις καρδιές των πιστών, που η Εκκλησία με τον κάθε εορτασμό τους χειραγωγεί για να ζήσουν μυστικά όσα έκαμε ο Θεός για τη σωτηρία του κόσμου. Όταν λέμε «μυστικά», εννοούμε να ζήσουν οι πιστοί μέσα τους, και να αισθανθούν το έργο του Θεού για τον άνθρωπο, όχι με το μυαλό τους, με την ψυχρή δηλαδή λογική και με τις σωματικές αισθήσεις, αλλά με κάποια άλλα εσωτερικά αισθητήρια στον άνθρωπο· εκείνα, που όταν μιλάνε, δεν
Φτάσαμε λοιπόν στην Εβδομάδα, όπου η Εκκλησία εορτάζει τα μεγάλα γεγονότα της πίστεως μας, τα «απόρρητα» και «άρρητα», που δεν μπορεί δηλαδή να τα συλλάβει ο νους και να τα εκφράσει το στόμα. Ο Υιός του Θεού, που έγινε Υιός ανθρώπου, έρχεται προς το εκούσιο πάθος του, έρχεται να χτυπηθεί με το θάνατο, να τον νικήσει και να μας δώσει τη ζωή. Αυτή είναι η θεία πραγματικότητα των όσων μας διηγούνται τα ιερά Ευαγγέλια και μας παραδίδει η Εκκλησία ότι έγιναν στα Ιεροσόλυμα μέσα σ’ αυτή την Εβδομάδα. Αν δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε στην πραγματικότητα των γεγονότων αυτών, επειδή μας λείπει ή πίστη, κι αν όσα ακούμε και βλέπομε αυτές τις ημέρες τα δεχόμαστε μόνο και τα ζούμε με μια ρηχή συναισθηματικότητα κι ακόμα, όπως είναι της μόδας, με μια λαογραφική αντίληψη, τότε δεν εγγίζουμε στο μυστήριο του Θεού μήτε ζούμε την άρρητη χαρά και ευφροσύνη για τη σωτηρία μας· δεν αισθανόμαστε καν μέσα μας τη δίψα της σωτηρίας.
Αυτά που έγιναν στα Ιεροσόλυμα αυτή την Εβδομάδα η Εκκλησία τα ονομάζει «απόρρητα», δηλαδή που δεν λέγονται γι’ αυτό δεν τα εξηγεί, αλλά τα υμνολογεί με τους καλύτερους ύμνους, που μεγάλοι Πατέρες και υμνογράφοι συνέθεσαν, και τα προσκυνάει, με όλη την ευπρέπεια και τη σεμνότητα της ευσέβειας. Αυτός είναι ο γνήσιος τρόπος της «λογικής» λατρείας της Εκκλησίας· δεν εξηγεί και δεν ερμηνεύει τα «απόρρητα» γεγονότα της θείας οικονομίας, αλλά τα ομολογεί και τα προσκυνάει. Ό,τι κάνει ο Θεός για τη σωτηρία μας εμείς, δεν μπορούμε να το καταλάβουμε και να το εξηγήσουμε· το προσκυνάμε μόνο και το δοξάζουμε·«Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν σον Ανάστασιν δοξάζομεν». Το ζούμε μυστικά μέσα μας και η ψυχή μας γίνεται ο τόπος, όπου ο Χριστός πάλι σταυρώνεται και ανασταίνεται· μάλλον δε, οδηγημένοι από την πίστη, εμείς πάσχουμε μαζί με το Χριστό, που έπαθε μια φορά κι αναστήθηκε για μας.
Ό,τι και να πούμε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εκφράσουμε αυτό που η Εκκλησία ονομάζει «απόρρητο», γιατί πραγματικά αυτό δεν μπορεί μα και δεν πρέπει να λέγεται αλλά είναι εκείνο που το ζει ο πιστός μέσα του. Το μυστήριο του Θεού μένει πάντα για τον άνθρωπο μυστήριο· το αισθανόμαστε και το ζούμε, μα δεν είναι τρόπος να το καταλάβουμε λογικά και να το εκφράσουμε με λόγια. Γι’ αυτό σωπαίνουμε και το προσκυνάμε. Η καλύτερη γλώσσα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι η σιωπή και η προσκύνηση. Ούτε να κλαίμε και να λυπούμαστε το Χριστό που πάσχει, γιατί εκείνος δεν είχε τάχα το ατύχημα να εμπλακεί σε μια δυσάρεστη γι’ αυτόν περιπέτεια, αλλά και ήξερε και ήθελε αυτό που έκανε· πορεύεται μόνος του προς το εκούσιο Πάθος. Πηγαίνοντας να τον σταυρώσουν, σε κάποιες γυναίκες που τον έκλαιγαν είπε· «Να μην κλαίτε για μένα, αλλά για σας να κλαίτε». Αν είναι λοιπόν κι εμείς να κλάψουμε, για μας να κλάψουμε, γιατί εξαιτίας μας και για χάρη μας ο Ιησούς Χριστός έπαθε. Κι όχι μόνο έπαθε, αλλά και πάσχει και ξαναστρώνεται από μας κάθε μέρα.
Η καλύτερη γλώσσα της Εκκλησίας είναι η ιερή Ακολουθία. Αυτή είναι η γλώσσα, με την οποία η Εκκλησία μιλάει στον ορθόδοξο λαό. Η ιερή Ακολουθία είναι μια σύνθεση από αγιογραφικά αναγνώσματα, από ψαλτικά τροπάρια, κι από ιερατικές ευχές και δεήσεις. Ο ορθόδοξος λαός αυτή τη γλώσσα την ξέρει πολύ καλά σαν μητρική του γλώσσα και την αγαπά, σαν τον καλύτερο τρόπο προσευχής, αλλά και διδασκαλίας. Γιατί η Εκκλησία με τις ιερές ακολουθίες όχι μόνο προσεύχεται, αλλά και διδάσκει· τα καλύτερα και τα μεθοδικότερα μαθήματα θρησκευτικής και εκκλησιαστικής διδασκαλίας είναι οι ιερές Ακολουθίες. Γι’ αυτό η Εκκλησία έχει πολλές ιερές Ακολουθίες, για κάθε ώρα της ημέρας, για κάθε εποχή του εκκλησιαστικού έτους και για κάθε περίσταση του βίου των πιστών. Όλος ο βίος του χριστιανού, η κάθε μέρα του φυσικού έτους, το κάθε γεγονός της θείας οικονομίας, ο κάθε άγιος και η μνήμη του, όλα είναι δεμένα από την Εκκλησία με μια εορτή και με μια Ακολουθία.
Οι πιο υποβλητικές Ακολουθίες της Εκκλησίας, που επιδρούν βαθειά μέσα στη ψυχή των χριστιανών, είναι οι Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο τύπος τους είναι ο καθιερωμένος τύπος της ορθρινής και εσπερινής Ακολουθίας, πλουτισμένος με τα κατάλληλα αγιογραφικά αναγνώσματα και τους επίκαιρους ύμνους. Τα ευαγγελικά αναγνώσματα αναφέρονται διαδοχικά στα τελευταία γεγονότα της ζωής του Σωτήρα Χριστού και η υμνολογία σε εκλεκτά ποιητικά κείμενα και κατανυκτικές μουσικές μελωδίες, εξηγεί θεολογικά το εκούσιο πάθος του Κυρίου. Όσο πιο σεμνά και κατανυκτικά τελούνται αυτές οι Ακολουθίες τόσο πιο ζωηρά εκφράζουν το σκοπό τους και εντυπώνονται στη ψυχή των χριστιανών. Κάθε ακολουθία της Εκκλησίας, και περισσότερο οι Ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδας, δεν είναι θεαματικές ή θεατρικές παραστάσεις, αλλά κατανυκτικές και μυσταγωγικές πράξεις, με τις οποίες η Εκκλησία προσεύχεται και διδάσκει. Όπου γίνεται προσπάθεια να δραματοποιηθεί η Ακολουθία και να φύγει από την εκκλησιαστική της μορφή, εκεί χάνει το ιερό περιεχόμενο και το σκοπό της, με αποτέλεσμα οι πιστοί πια να μην προσεύχονται και να μην διδάσκονται θεολογικά, αλλά μόνο ίσως να συγκινούνται, σαν όταν βλέπουν ένα θέαμα. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι άλλο είναι η λεγόμενη αισθητική συγκίνηση και άλλο η εκκλησιαστική κατάνυξη. Στην Εκκλησία μάς ενδιαφέρει να νιώσουμε αυτή την κατάνυξη και να ζήσουμε μέσα μας τα ιερά γεγονότα και όχι να συγκινηθούμε συναισθηματικά και εξωτερικά, γιατί δεν είναι θέατρο η Εκκλησία, αλλά οίκος προσευχής, ιερός άμβωνας και αγία Τράπεζα, δηλαδή ευαγγελική διδαχή και θεία κοινωνία. Είναι πολύ κακή συνήθεια αυτή, που με τις νεώτερες αντιλήψεις επικράτησε, να γίνεται θέατρο η Εκκλησία και να χάνει τον ιερό χαρακτήρα της η Ακολουθία, τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ με την έξοδο του Εσταυρωμένου και τη Μεγάλη Παρασκευή με την περιφορά του Επιταφίου.
Στις ιερές Ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδας, για λόγους οικονομίας, γίνεται από την Εκκλησία μια αντιμετάθεση, οι πρωινές δηλαδή Ακολουθίες γίνονται την παραμονή το βράδυ και οι εσπερινές γίνονται το πρωί της κάθε ημέρας· κάθε βράδυ γίνεται ο Όρθρος της επομένης ημέρας και κάθε πρωί ο Εσπερινός και η θεία Λειτουργία. Είπαμε πως αυτό το κάνει η Εκκλησία για λόγους οικονομίας, για να μπορούν δηλαδή οι χριστιανοί να παρακολουθούν καλύτερα την Ακολουθία το βράδυ μετά την εργασία τους και να κοινωνούν το πρωί, αντί να μένουν όλη την ημέρα νηστικοί για να κοινωνήσουν το βράδυ. Γιατί όλες οι Λειτουργίες, και της Μεγ. Πέμπτης και του Μεγ. Σαββάτου, είναι Λειτουργίες εσπερινές, τοποθετημένες δηλαδή μέσα στην Ακολουθία του Εσπερινού. Και η Λειτουργία των Προηγιασμένων γενικά, όλη τη Μεγ. Τεσσαρακοστή μέχρι και τη Μεγ. Τετάρτη το πρωί, είναι Λειτουργία εσπερινή, γι’ αυτό ακούμε να ψάλλωνται σ’ αυτήν γνωστοί ύμνοι και ψαλμοί του Εσπερινού.
Θα πρέπει κι εδώ να προσέξουμε και να ευλαβηθούμε τη φροντίδα της Εκκλησίας, για να κάνει όσο μπορεί πιο εύκολη τη θρησκευτική ζωή των πιστών και να εξοικονομήσει την τάξη της θείας λατρείας με τις συνθήκες του βίου. Πολλές φορές όσοι δεν βαθαίνουν στα πράγματα απορούν ή και διαμαρτύρονται γι’ αυτό το δήθεν ανακάτεμα των ιερών Ακολουθιών τη Μεγ. Τεσσαρακοστή και μάλιστα τη Μεγ. Εβδομάδα· αλλ’ όμως αυτό δεν γίνεται παρά για την ευκολία και την εξυπηρέτηση των χριστιανών.
Ας θεωρήσουμε, καθώς και είναι, ξεχωριστές αυτές τις ημέρες στη ζωή μας και σαν πιστοί χριστιανοί, ας ακολουθήσουμε το Σωτήρα μας Χριστό, «ερχόμενον προς το εκούσιον πάθος». Ας καθίσουμε μαζί του στο μυστικό δείπνο κι ας μείνουμε κοντά του, σαν το μαθητή και την παναγία Μητέρα του, κάτω από το Σταυρό. Μετανοιωμένοι, ας εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας κι ας κοινωνήσουμε από το κοινό άγιο ποτήριο· αυτό θα πει να καθίσουμε μαζί του στο μυστικό δείπνο. Έτσι, ας φτάσουμε στη μεγάλη και λαμπροφόρα εορτή της Αναστάσεως, που το θειο φως και η ουράνια χαρά της μακάρι να είναι πάντα μαζί σας, αδελφοί. Αμήν.
Κι όχι μόνο έγιναν μια φορά, αλλά και γίνονται, κάθε που η Εκκλησία, τα εορτάζει, γιατί αυτό ακριβώς είναι οι εορτές της Εκκλησίας, όχι ιστορικές αναμνήσεις των όσων έγιναν, αλλά μυσταγωγικές επαναλήψεις των γεγονότων της θείας οικονομίας– επαναλήψεις δηλαδή μέσα στις καρδιές των πιστών, που η Εκκλησία με τον κάθε εορτασμό τους χειραγωγεί για να ζήσουν μυστικά όσα έκαμε ο Θεός για τη σωτηρία του κόσμου. Όταν λέμε «μυστικά», εννοούμε να ζήσουν οι πιστοί μέσα τους, και να αισθανθούν το έργο του Θεού για τον άνθρωπο, όχι με το μυαλό τους, με την ψυχρή δηλαδή λογική και με τις σωματικές αισθήσεις, αλλά με κάποια άλλα εσωτερικά αισθητήρια στον άνθρωπο· εκείνα, που όταν μιλάνε, δεν
Φτάσαμε λοιπόν στην Εβδομάδα, όπου η Εκκλησία εορτάζει τα μεγάλα γεγονότα της πίστεως μας, τα «απόρρητα» και «άρρητα», που δεν μπορεί δηλαδή να τα συλλάβει ο νους και να τα εκφράσει το στόμα. Ο Υιός του Θεού, που έγινε Υιός ανθρώπου, έρχεται προς το εκούσιο πάθος του, έρχεται να χτυπηθεί με το θάνατο, να τον νικήσει και να μας δώσει τη ζωή. Αυτή είναι η θεία πραγματικότητα των όσων μας διηγούνται τα ιερά Ευαγγέλια και μας παραδίδει η Εκκλησία ότι έγιναν στα Ιεροσόλυμα μέσα σ’ αυτή την Εβδομάδα. Αν δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε στην πραγματικότητα των γεγονότων αυτών, επειδή μας λείπει ή πίστη, κι αν όσα ακούμε και βλέπομε αυτές τις ημέρες τα δεχόμαστε μόνο και τα ζούμε με μια ρηχή συναισθηματικότητα κι ακόμα, όπως είναι της μόδας, με μια λαογραφική αντίληψη, τότε δεν εγγίζουμε στο μυστήριο του Θεού μήτε ζούμε την άρρητη χαρά και ευφροσύνη για τη σωτηρία μας· δεν αισθανόμαστε καν μέσα μας τη δίψα της σωτηρίας.
Αυτά που έγιναν στα Ιεροσόλυμα αυτή την Εβδομάδα η Εκκλησία τα ονομάζει «απόρρητα», δηλαδή που δεν λέγονται γι’ αυτό δεν τα εξηγεί, αλλά τα υμνολογεί με τους καλύτερους ύμνους, που μεγάλοι Πατέρες και υμνογράφοι συνέθεσαν, και τα προσκυνάει, με όλη την ευπρέπεια και τη σεμνότητα της ευσέβειας. Αυτός είναι ο γνήσιος τρόπος της «λογικής» λατρείας της Εκκλησίας· δεν εξηγεί και δεν ερμηνεύει τα «απόρρητα» γεγονότα της θείας οικονομίας, αλλά τα ομολογεί και τα προσκυνάει. Ό,τι κάνει ο Θεός για τη σωτηρία μας εμείς, δεν μπορούμε να το καταλάβουμε και να το εξηγήσουμε· το προσκυνάμε μόνο και το δοξάζουμε·«Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν σον Ανάστασιν δοξάζομεν». Το ζούμε μυστικά μέσα μας και η ψυχή μας γίνεται ο τόπος, όπου ο Χριστός πάλι σταυρώνεται και ανασταίνεται· μάλλον δε, οδηγημένοι από την πίστη, εμείς πάσχουμε μαζί με το Χριστό, που έπαθε μια φορά κι αναστήθηκε για μας.
Ό,τι και να πούμε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εκφράσουμε αυτό που η Εκκλησία ονομάζει «απόρρητο», γιατί πραγματικά αυτό δεν μπορεί μα και δεν πρέπει να λέγεται αλλά είναι εκείνο που το ζει ο πιστός μέσα του. Το μυστήριο του Θεού μένει πάντα για τον άνθρωπο μυστήριο· το αισθανόμαστε και το ζούμε, μα δεν είναι τρόπος να το καταλάβουμε λογικά και να το εκφράσουμε με λόγια. Γι’ αυτό σωπαίνουμε και το προσκυνάμε. Η καλύτερη γλώσσα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι η σιωπή και η προσκύνηση. Ούτε να κλαίμε και να λυπούμαστε το Χριστό που πάσχει, γιατί εκείνος δεν είχε τάχα το ατύχημα να εμπλακεί σε μια δυσάρεστη γι’ αυτόν περιπέτεια, αλλά και ήξερε και ήθελε αυτό που έκανε· πορεύεται μόνος του προς το εκούσιο Πάθος. Πηγαίνοντας να τον σταυρώσουν, σε κάποιες γυναίκες που τον έκλαιγαν είπε· «Να μην κλαίτε για μένα, αλλά για σας να κλαίτε». Αν είναι λοιπόν κι εμείς να κλάψουμε, για μας να κλάψουμε, γιατί εξαιτίας μας και για χάρη μας ο Ιησούς Χριστός έπαθε. Κι όχι μόνο έπαθε, αλλά και πάσχει και ξαναστρώνεται από μας κάθε μέρα.
Η καλύτερη γλώσσα της Εκκλησίας είναι η ιερή Ακολουθία. Αυτή είναι η γλώσσα, με την οποία η Εκκλησία μιλάει στον ορθόδοξο λαό. Η ιερή Ακολουθία είναι μια σύνθεση από αγιογραφικά αναγνώσματα, από ψαλτικά τροπάρια, κι από ιερατικές ευχές και δεήσεις. Ο ορθόδοξος λαός αυτή τη γλώσσα την ξέρει πολύ καλά σαν μητρική του γλώσσα και την αγαπά, σαν τον καλύτερο τρόπο προσευχής, αλλά και διδασκαλίας. Γιατί η Εκκλησία με τις ιερές ακολουθίες όχι μόνο προσεύχεται, αλλά και διδάσκει· τα καλύτερα και τα μεθοδικότερα μαθήματα θρησκευτικής και εκκλησιαστικής διδασκαλίας είναι οι ιερές Ακολουθίες. Γι’ αυτό η Εκκλησία έχει πολλές ιερές Ακολουθίες, για κάθε ώρα της ημέρας, για κάθε εποχή του εκκλησιαστικού έτους και για κάθε περίσταση του βίου των πιστών. Όλος ο βίος του χριστιανού, η κάθε μέρα του φυσικού έτους, το κάθε γεγονός της θείας οικονομίας, ο κάθε άγιος και η μνήμη του, όλα είναι δεμένα από την Εκκλησία με μια εορτή και με μια Ακολουθία.
Οι πιο υποβλητικές Ακολουθίες της Εκκλησίας, που επιδρούν βαθειά μέσα στη ψυχή των χριστιανών, είναι οι Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο τύπος τους είναι ο καθιερωμένος τύπος της ορθρινής και εσπερινής Ακολουθίας, πλουτισμένος με τα κατάλληλα αγιογραφικά αναγνώσματα και τους επίκαιρους ύμνους. Τα ευαγγελικά αναγνώσματα αναφέρονται διαδοχικά στα τελευταία γεγονότα της ζωής του Σωτήρα Χριστού και η υμνολογία σε εκλεκτά ποιητικά κείμενα και κατανυκτικές μουσικές μελωδίες, εξηγεί θεολογικά το εκούσιο πάθος του Κυρίου. Όσο πιο σεμνά και κατανυκτικά τελούνται αυτές οι Ακολουθίες τόσο πιο ζωηρά εκφράζουν το σκοπό τους και εντυπώνονται στη ψυχή των χριστιανών. Κάθε ακολουθία της Εκκλησίας, και περισσότερο οι Ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδας, δεν είναι θεαματικές ή θεατρικές παραστάσεις, αλλά κατανυκτικές και μυσταγωγικές πράξεις, με τις οποίες η Εκκλησία προσεύχεται και διδάσκει. Όπου γίνεται προσπάθεια να δραματοποιηθεί η Ακολουθία και να φύγει από την εκκλησιαστική της μορφή, εκεί χάνει το ιερό περιεχόμενο και το σκοπό της, με αποτέλεσμα οι πιστοί πια να μην προσεύχονται και να μην διδάσκονται θεολογικά, αλλά μόνο ίσως να συγκινούνται, σαν όταν βλέπουν ένα θέαμα. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι άλλο είναι η λεγόμενη αισθητική συγκίνηση και άλλο η εκκλησιαστική κατάνυξη. Στην Εκκλησία μάς ενδιαφέρει να νιώσουμε αυτή την κατάνυξη και να ζήσουμε μέσα μας τα ιερά γεγονότα και όχι να συγκινηθούμε συναισθηματικά και εξωτερικά, γιατί δεν είναι θέατρο η Εκκλησία, αλλά οίκος προσευχής, ιερός άμβωνας και αγία Τράπεζα, δηλαδή ευαγγελική διδαχή και θεία κοινωνία. Είναι πολύ κακή συνήθεια αυτή, που με τις νεώτερες αντιλήψεις επικράτησε, να γίνεται θέατρο η Εκκλησία και να χάνει τον ιερό χαρακτήρα της η Ακολουθία, τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ με την έξοδο του Εσταυρωμένου και τη Μεγάλη Παρασκευή με την περιφορά του Επιταφίου.
Στις ιερές Ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδας, για λόγους οικονομίας, γίνεται από την Εκκλησία μια αντιμετάθεση, οι πρωινές δηλαδή Ακολουθίες γίνονται την παραμονή το βράδυ και οι εσπερινές γίνονται το πρωί της κάθε ημέρας· κάθε βράδυ γίνεται ο Όρθρος της επομένης ημέρας και κάθε πρωί ο Εσπερινός και η θεία Λειτουργία. Είπαμε πως αυτό το κάνει η Εκκλησία για λόγους οικονομίας, για να μπορούν δηλαδή οι χριστιανοί να παρακολουθούν καλύτερα την Ακολουθία το βράδυ μετά την εργασία τους και να κοινωνούν το πρωί, αντί να μένουν όλη την ημέρα νηστικοί για να κοινωνήσουν το βράδυ. Γιατί όλες οι Λειτουργίες, και της Μεγ. Πέμπτης και του Μεγ. Σαββάτου, είναι Λειτουργίες εσπερινές, τοποθετημένες δηλαδή μέσα στην Ακολουθία του Εσπερινού. Και η Λειτουργία των Προηγιασμένων γενικά, όλη τη Μεγ. Τεσσαρακοστή μέχρι και τη Μεγ. Τετάρτη το πρωί, είναι Λειτουργία εσπερινή, γι’ αυτό ακούμε να ψάλλωνται σ’ αυτήν γνωστοί ύμνοι και ψαλμοί του Εσπερινού.
Θα πρέπει κι εδώ να προσέξουμε και να ευλαβηθούμε τη φροντίδα της Εκκλησίας, για να κάνει όσο μπορεί πιο εύκολη τη θρησκευτική ζωή των πιστών και να εξοικονομήσει την τάξη της θείας λατρείας με τις συνθήκες του βίου. Πολλές φορές όσοι δεν βαθαίνουν στα πράγματα απορούν ή και διαμαρτύρονται γι’ αυτό το δήθεν ανακάτεμα των ιερών Ακολουθιών τη Μεγ. Τεσσαρακοστή και μάλιστα τη Μεγ. Εβδομάδα· αλλ’ όμως αυτό δεν γίνεται παρά για την ευκολία και την εξυπηρέτηση των χριστιανών.
Ας θεωρήσουμε, καθώς και είναι, ξεχωριστές αυτές τις ημέρες στη ζωή μας και σαν πιστοί χριστιανοί, ας ακολουθήσουμε το Σωτήρα μας Χριστό, «ερχόμενον προς το εκούσιον πάθος». Ας καθίσουμε μαζί του στο μυστικό δείπνο κι ας μείνουμε κοντά του, σαν το μαθητή και την παναγία Μητέρα του, κάτω από το Σταυρό. Μετανοιωμένοι, ας εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας κι ας κοινωνήσουμε από το κοινό άγιο ποτήριο· αυτό θα πει να καθίσουμε μαζί του στο μυστικό δείπνο. Έτσι, ας φτάσουμε στη μεγάλη και λαμπροφόρα εορτή της Αναστάσεως, που το θειο φως και η ουράνια χαρά της μακάρι να είναι πάντα μαζί σας, αδελφοί. Αμήν.
(Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου(+), «Ο Λόγος του Θεού», τ. Β΄, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 361-367)