Ο Χριστιανισμός, θα μπορούσε να πούμε, είναι δυνατόν να συμβολιστεί και να εκφραστεί με ένα σπήλαιο. Μοιάζει με ένα σπήλαιο. Τι θέλουμε να πούμε μ’ αυτό; Ότι είναι ένα πράγμα μυστικό, δεν είναι ένα πράγμα που εντυπωσιάζει εκ πρώτης όψεως. Δεν είναι επιφανειακά σπουδαίο, όπως ένα μεγάλο εργοστάσιο, όπως ένα τεχνικό κατόρθωμα.
Ο Χριστιανισμός, όπως πρωτοπαρουσιάστηκε και στις πραγματικές του ρίζες, είναι ένα πράγμα ταπεινό, αφανές, ήρεμο, που πρέπει να ψάξεις να το βρεις. Όπως ένα σπήλαιο, που είναι στην πλαγιά κάποιου βουνού, θέλει ανίχνευση, ειδικό ανιχνευτή να προσπελάσει τον δρομίσκο, που οδηγεί προς αυτό. Δεν κάνει θόρυβο από μακριά ένα σπήλαιο. Είναι ένα αφανές πράγμα. Θέλει κόπο και μόχθο για να πλησιάσεις και άμα φτάσεις κοντά, πρέπει να σκύψεις να μπεις μέσα.
Είναι κάτι που δεν ελκύει, τουλάχιστον εξωτερικά, ο γνήσιος Χριστιανισμός, όπως μας τον αποκαλύπτει το Ιερό Ευαγγέλιο. Μη κοιτάτε μεταγενεστέρως που έγιναν και λαμπρά οικοδομήματα του Χριστιανισμού, που έχουν και πολυτέλεια και τέχνη: αλλά η ουσία του είναι ή απλότητα των Ποιμένων. Είναι η απλότητα ενός κλαυθμυρίζοντος βρέφους. Είναι η πτώχεια μέσα στο αχούρι ενός στάβλου, μια απίστευτη και συγκλονιστική πτώχεια και αφάνεια, η οποία λες και είναι επίτηδες για να μην ελκύει, να μην εντυπωσιάζει.
Θέλει ειδική προσέγγιση, ειδική προσπέλαση, δεν σου επιβάλλεται με σπουδαίες ρεκλάμες, με θριαμβολογίες, αλλά εάν το θέλεις, εάν το λέει η καρδιά σου, θα μπεις μέσα. Γι’ αυτό ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πέμπτο θεολογικό λόγο του γράφει για κείνους που αποφασιστικά θέλησαν να εμβαθύνουν, ότι«είσω παρακύψαντες, το απόθετον κάλλος ιδείν ηξιώθησαν και τω φωτισμώ τής γνώσεως κατηυγάσθησαν».
Με άλλα λόγια πρέπει να σκύψω, να ταπεινωθώ, να απεκδυθώ τον πολύ μου ορθολογισμό, τις πολλές μου εσωτερικές σκουριές, όχι μόνον των αμαρτιών, αλλά εν γένει τον ορθολογιστικό τρόπο της σκέψεως, τον τρόπο ζωής που συνήθως θέλει την καλοζωία, την καλοπέραση, τον εγωισμό, όλα αυτά θα πρέπει να τα βγάλω, να τα αποκολλήσω από τον εαυτό μου σ’ αυτό το μονοπάτι, που λέγεται πραγματικός Χριστιανισμός, Ευαγγέλιο, Ιησούς. Και για να μπει κανείς μέσα σ’ αυτό το Σπήλαιο, απεκδυόμενος κάθε τι το δευτερεύον και ανάξιο λόγου, πρέπει να δει την ουσία. Ποια είναι η ουσία;
Ο Θεός σαρκούται. Αυτό είναι η βάση του Χριστιανισμού, το κεντρικό νόημα, «ο Θεός έγινεν άνθρωπος, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Μέσα λοιπόν εκεί, όταν κανείς αποφασίσει και κατορθώσει να προσπελάσει αυτή τη μυστική και αφανή οδό, που την κρύβουν πολλοί θάμνοι, θα δει το μυστήριο το κρυμμένο, όπως λέει ο θείος Παύλος «από των αιώνων και από των γενεών» (Προς Κολασσαείς, α΄ 26). Αυτή είναι η κρυμμένη αλήθεια, ότι όντως ο Θεός ταπεινώθηκε πάρα πολύ από μία υπερβάλλουσα αγάπη. Έσκυψε και ήλθε πολύ κοντά μας.
Έγινε πολύ δικός μας, πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ πτωχός, για να φέρει τη νέα κατάσταση της απλότητας, γνησιότητας, ειλικρινείας ενότητας των ψυχών των ανθρώπων. Και τότε μόνο φανερώνεται στους εκζητούντας και κρούοντας και ποθούντας και κλαίοντας για να βρουν την αλήθεια, να βρουν τον Θεό, με πόθο, με ζέση, με ικεσία. Σ’ αυτούς φανερούται το μυστήριο το αποκεκρυμμένο. Αυτοί μπορούν να μπουν στο σπήλαιο, οι άλλοι πολλές φορές οι πολλοί, μπορεί να είμαι κι εγώ μεταξύ αυτών, μένουμε μακριά.
Κάνουμε τον Χριστιανό, φοράμε μια φόρμα Χριστιανική, παίρνουμε Χριστιανική, παίρνουμε μια εμφάνιση θρησκευτική και νομίζουμε ότι είμαστε οι εκπρόσωποι του Ευαγγελίου. Μπορεί εγώ να μην είμαι, μπορεί να είναι ο πιο απλός, ο πιο αφανής, που δεν έχει κανένα σήμα κατατεθέν θρησκευτικότητας. Αυτός είναι ο αληθινός Χριστιανός και εγώ που φορώ τα διάσημα του Χριστιανού να είμαι μηδέν. Επομένως, όπως ο ίδιος ο Κύριος τα είπε αυτά τα πράγματα και τα είπε ενίοτε με το μαστίγιο της καυστικής του γλώσσας, δεν είναι τα εξωτερικά στολίδια, τα διακοσμητικά στοιχεία που κάνουν τον Χριστιανό ή τον Χριστιανισμό.
Είναι η εγκάρδια αποδοχή του Σπηλαίου. Είναι η προσπέλαση του και η διείσδυση στο βάθος, όπου αποκαλύπτεται το μεγάλο μυστήριο του Θεού. Επομένως η προσέγγιση στο σπήλαιο απαιτεί κυρίως γνησιότητα, απλότητα, ειλικρίνεια, εν αντιθέσει προς την αυτάρκεια του ανθρώπου, ο οποίος νομίζει ότι χωρίζει τα πράγματα και ότι απλώς του χρειάζεται και λίγος Χριστιανισμός, για συμπλήρωμά του. Αυτούς ο Ιησούς δεν τους θέλει κοντά του, διότι οδηγούνται προς μία νοοτροπία που λέγεται φαρισαϊκή, η οποία ως γνωστόν δεν είναι μόνο γνώρισμα των Φαρισαίων των πρώτων αιώνων, αλλά είναι γνώρισμα πολλών ανθρώπων διαφόρων εποχών.
Είναι ένα μικρόβιο δυσδιάκριτο, το οποίο όμως ενδημεί στα θρησκευτικά περιβάλλοντα. Δεν μπορείς να εισέλθεις στο Σπήλαιο, στην ουσία δηλαδή του Χριστιανισμού, εάν έχεις μια αυτάρκεια, εάν δεν συγκλονίζεσαι, όπως εκείνα τα αμαρτωλά υποκείμενα συγκινήθηκαν μπροστά στον Ιησού και πήγαν πιο κοντά του από τους αυτάρκεις τηρητάς του νόμου. Σ’ αυτούς ο Ιησούς λέγει: «εσάς τι να σας κάνω, εσείς τα ξέρετε όλα, ετηρήσατε όλας τας εντολάς, δεν έχω τίποτα να σας προσφέρω!». Ενώ γι’ αυτούς που νοιώθουν πώς κάτι τους λείπει και κλαίνε και γονατίζουν ζητώντας την αλήθεια, τους λέει ο Ιησούς, για σας ήλθα εγώ στη γη.
Λοιπόν δεν μπορεί κανείς να μένει στην αυτάρκεια της τυποποιημένης θρησκευτικότητας.
Δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει με την ξηρότητα ενός ψυχρού συντηρητισμού.
Δεν μπορεί να πλησιάσει με το σύστημα ενός κατά συνθήκη Χριστιανισμού, με μια συμβατικότητα τυποποιημένη και ψυχρή.
Δεν μπορεί να πλησιάσει, όταν τον Χριστιανισμό τον κάνει ένα διοικητικό σύστημα ή ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, χωρίς τον πόθο και το άναμμα της καρδιάς, τη φλόγα και τον σπινθήρα της αλήθειας.
Η προσέγγιση άρα στο Σπήλαιο γίνεται με μια γνησιότητα, αλλά και με μια αναζήτηση, με ένα άνοιγμα της ψυχής, που το Ευαγγέλιο το ονομάζει πίστη, εμπιστοσύνη και αφοσίωση βαθιά και συνεχή. Δεν αρκεί απλώς ότι έγινα Χριστιανός –ποτέ δεν έγινα Χριστιανός– γίνομαι συνεχώς, αδιαλείπτως, μέχρι την τελευταία στιγμή είμαι εν πορεία, εν ορειβασία. Όποιος έκλεισε το βιβλίο των λογαριασμών με την ψυχή του και με τον Ιησού, δεν, μπορεί να μπει στο Σπήλαιο. Λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Η εύρεσις (του Θεού) εστίν αυτό το αεί ζητείν, ου γάρ άλλο εστί το ζητείν και άλλο το ευρίσκειν… Και τούτο εστίν όντως ιδείν τον Θεόν, το μηδέποτε της επιθυμίας κόρον ευρείν, αλλά χρή πάντοτε βλέποντα, δι’ ών εστί δυνατόν οράν, προς την του πλέον ιδείν επιθυμίαν εκκαίεσθαι» (7΄ ομιλία εις τον Εκκλησιαστήν).
Έτσι λοιπόν ακολουθεί κανείς στα σοβαρά τον Χριστιανισμό. Δεν εννοώ την τυπική θρησκευτικότητα που έχουμε όλοι μας, αλλά τη σοβαρή αντιμετώπιση για μια προσέγγιση της ουσίας της πίστεως. Αυτή είναι πράξη ελευθερίας. Όχι μόνο ειλικρίνειας και γνησιότητας, αλλά και πράξη ελευθέριας. Αυτό το πράγμα δεν είναι κάτι που είναι απλώς γραμμένο στο Ευαγγέλιο, όπως το εξηγούν οι μεγάλοι Απόστολοι Παύλος, Ιωάννης κλπ. Είναι ένα γεγονός, που το βλέπουμε βιούμενο στην ιστορία.
Δεν είναι μία θεωρία σπουδαία, αν θέλετε. Αλλά είναι μία ζωή που ξεχύνεται. Είναι ένα ιστορικό γεγονός, το ότι το Σπήλαιο δια μέσου των αιώνων εβιώθη. Αν και αυτή βίωση στο βάθος είναι κρυμμένη. Μπορεί η ιστορία να μας αναφέρει μερικά εξωτερικά πράγματα σχετικά με τον Χριστιανισμό, αλλά, στην ουσία, η βίωση αυτού του μυστηρίου της πίστεως δεν φαίνεται και δεν μετριέται. Είναι το μεγάλο μυστικό των αιώνων.
Πανοσ. Αρχιμανδρίτης
Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος
απόσπασμα από το βιβλίο της Χ.Φ.Ε. «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ»
Αθήνα 1995
πηγή : «ΑΜΠΕΛΟΣ» ΑΜΠΕΛΙΚΟΥ
Τρίμηνο περιοδικό Ενορίας Αγίου Νικολάου
Ἐκδίδεται μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ.κ. Ἰακώβου