Μπροστά στον Εσταυρωμένο

Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνατίου

Ήταν Παρασκευή, «ώρα δε ωσεί έκτη». Μια ελάχιστη στιγμή στην αχανή έκταση του απείρου. Μια σταγόνα στον ωκεανό της αιωνιότητας. Κι όμως, η ώρα εκείνη στο φρικτό Γολγοθά αποκτά σημασία διαχρονική και αιώνια, προσωπική και πανανθρώπινη.

Κρεμάται επί ξύλου ο Ιησούς• συντελείται το μεγαλύτερο έγκλημα όλων των εποχών• και μαζί ολοκληρώνεται η πιο ουσιαστική προσφορά του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Από τότε κάθε χρόνος της ζωής μας που περνάει, κάθε μέρα που δύει, κάθε ώρα και κάθε λεπτό που φεύγει πίσω μας και βυθίζεται στο παρελθόν, κάθε χτύπος που ακούγεται να χτυπάει στο ρολόι της ζωής μας, μετράει καθοριστικά τη στάση μας απέναντι στο μυστήριο εκείνο, που συγκλόνισε όλη την κτίση και άλλαξε την ιστορία του κόσμου.

Χαρακτηριστικός ο στίχος ενός νέγρικου τραγουδιού μάς καλεί υπεύθυνα σ’ αυτή την τοποθέτηση και κινεί τον γόνιμο προβληματισμό μας: «Ήσαστε εκεί, όταν σταύρωσαν τον Κύριό μου ;» μάς ερωτά.

Ναι, οφείλουμε ν’ απαντήσουμε, ήμασταν εκεί. Διότι «σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Όλο το παρελθόν είναι παρόν στο «σήμερον» της Εκκλησίας μας. Όλα τα μεγάλα γεγονότα του Θείου Πάθους δεν συνέβησαν απλώς «τω καιρώ εκείνω», αλλά εξακολουθούν και στη δική μας εποχή να προχέουν τη χάρη τους και να πλουτίζουν, με τη λυτρωτική τους δύναμη, τη ζωή μας.

Ναι, είμαστε εκεί, μπροστά στον Εσταυρωμένο Ιησού μαζί με εκατομμύρια ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο. Είμαστε εκεί, Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, και υψώνουμε με δέος το βλέμμα μας στο Σταυρό, άφωνοι κι εκστατικοί. Συγκλονιστικό το θέαμα του Εσταυρωμένου, απορροφά ολόκληρη την αίσθηση, την προσοχή και τη σκέψη μας, και ίσως δεν αφήνει τίποτε άλλο ολόγυρα να δούμε.

Κι όμως! Πλήθος προσώπων πλαισιώνουν τη μορφή του Ιησού στη Σταύρωσή Του. Μορφές που συγκλονίζουν, είτε από μεγαλείο ηθικό είτε από κατάπτωση σπαρακτική, που διδάσκουν η κάθε μια με τον τρόπο της. Είναι μορφές φωτεινές μα και σκιερές, μορφές άγιες μα και αμαρτωλές, φιλικές, εχθρικές, ήμερες, εξαγριωμένες, μορφές ανθρώπινες, που όλες μαζί με τον τιμητικό ή επαίσχυντο ρόλο που παίζουν στο Θείο Δράμα, είναι στενά συνυφασμένες με τις τελευταίες ώρες πάνω στη γη του Μεγάλου Ραββί.

Εκείνος επάνω στο Σταυρό μόνος• κι’ ολόγυρα θόρυβος πολύς, κόσμος περισσότερος, αλαλαγμοί, φωνές, «σταυρωθήτω» – Αρχιερείς, Φαρισαίοι, Μαθητές, επώνυμοι και ανώνυμοι, πιστοί και ολιγόπιστοι. Γρηγορούν και καθεύδουν• Τον προδίδουν, Τον αρνούνται. Ακολουθούν ή κρύβονται. Για όλους υπάρχει ένας ρόλος, ένας λόγος, ένα παράπονο ίσως• οπωσδήποτε όμως, μια τοποθέτηση: ή στο πλευρό του Ιησού ή στην ομάδα των ανόμων.

Και μείς; Άραγε ποιός ρόλος μάς ταιριάζει; Η δική μας βιοτή σε ποιά μορφή του Θείου Δράματος προσομοιάζει; Ανήκουμε στους σταυρωτές ή στους φίλους του Κυρίου μας;

Μήπως είμαστε και μείς μέρος του όχλου εκείνου, που συνωστίζεται στο Γολγοθά, του όχλου που άγεται και φέρεται από τους ηγέτες του και σε ελάχιστο χρόνο μεταστρέφει τη λατρεία του προς τον Ιησού σε αισχρή επιβουλή, τα «ωσαννά» σε «σταυρωθήτω»; Μάς κάνει εντύπωση η αγριότητα του λαού αυτού, ο παραλογισμός και η αγνωμοσύνη του. Ανταποδίδει αντί του μάνα χολή, αντί του ύδατος όξος στον Ευεργέτη. Πληρώνει με τον πιο ατιμωτικό των θανάτων Εκείνον που έδωσε τη ζωή στους νεκρούς, το φως στους τυφλούς, Εκείνον που γιάτρεψε τους αρρώστους, που αγάπησε όσο κανείς τους ανθρώπους.

Μήπως, όμως, ο άστατος εκείνος όχλος, που δίκαια κινεί την αγανάκτηση και τον αποτροπιασμό μας, μάς καθρεφτίζει όλους; Μήπως και μείς ως λαός, ως Έλληνες, ως έθνος, ενώ απολαύσαμε τις δωρεές του Θεού και γευθήκαμε σ’ όλη την ιστορική μας διαδρομή και μάλιστα σε στιγμές τραγικές τις ευεργεσίες Του, γρήγορα τις λησμονήσαμε; Και τώρα, ως αγνώμων Ισραήλ, μήπως φροντίζουμε να Τον απωθούμε από τη ζωή μας; Μακάρι το Θεϊκό Του παράπονο: «λαός μου, τί εποίκησα σοι και τί μοι ανταπέδωκας;» να μην απευθύνεται σε μας, να μην διατρέξει ποτέ την ύπαρξή μας.

Μην, άραγε, συγκαταλεγόμαστε στους άρχοντες, τους γραμματείς και πρεσβυτέρους, που εμπαίζουν τον Ιησού λέγοντας «κατάβηθι από του Σταυρού ίνα πιστεύσωμεν»; Έτσι φέρονται οι ένοχοι. Προκαλούν με τη θρασύτητά τους. Ενώ βλέπουν τα θαυμάσια του Θεού γύρω τους, έχουν την απαίτηση κι’ άλλα να δουν με τα μάτια τους, ν’ ακούσουν με τ’ αυτιά τους, να ψηλαφήσουν με τα χέρια τους. Μήπως, όμως και μείς προκαλούμε τον Παντοδύναμο με την ασέβεια και την αλαζονεία μας, με την επιπολαιότητα και την ελλιπή επιστημοσύνη μας;

Ή μήπως, σαν τον εκατόνταρχο, περιμένουμε να δούμε το θαύμα, να σείεται ο ουρανός και η γη για να πιστέψουμε; Ο Ιησούς επαινεί τους μη ιδόντες και πιστεύοντες, όπως τούτη την ώρα τον ευγνώμονα ληστή. Αυτόν που μπορεί να μην είδε νεκρούς ν’ ανασταίνονται, λεπρούς να καθαρίζονται, παραλύτους να περπατούν, αυτόν που, ενώ βλέπει τον Ιησού ματωμένο απ’ τα καρφιά και το ακάνθινο στεφάνι, να Τον εμπαίζουν λαός και άρχοντες, εν τούτοις, πιστεύει στην αθωότητα και τη Θεότητά Του και κερδίζει τον Παράδεισο.

Μήπως, άραγε, μοιάζουμε στους στρατιώτες, που, ίσως παρά τη θέλησή τους, επιτελούν το ανίερο έργο της Σταύρωσης; Μήπως και μείς βιώνουμε μια εναγώνια πάλη στην ψυχή μας; έναν βασανιστικό διχασμό μέσα μας; Μήπως, ενώ θέλουμε το σωστό, ακολουθούμε το λάθος;

Πάντως, κάθε φορά που συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας ένοχο κάποιας αδικίας ή παρανομίας, συκοφαντίας κι ανειλικρίνειας, δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να επαναλαμβάνουμε ενεργητικά το έγκλημα του Γολγοθά. Είναι σαν να εγκαταλείπουμε το Χριστό μόνο, μέσα στην άφατη οδύνη Του, στον απαραμύθητο πόνο Του, ανάμεσα στους κακούργους που βλαστημούν, στους στρατιώτες που Τον βασανίζουν.

Βέβαια, ο Ιησούς δεν έχει ανάγκη συμπαράστασης τις ώρες της αγωνίας Του. Εκτιμά, όμως, βαθύτατα και αμείβει εκείνους που μένουν «παρεστώτες τω σταυρώ» Του, πιστοί μέχρι τέλους. Όπως ο Ιωάννης, ο μόνος απ’ την ομάδα των Δώδεκα Μαθητών που δεν δειλιάζει μπροστά στον κίνδυνο, δεν πτοείται απ’ τήν αγέλη του οργισμένου όχλου, αλλά ανεβαίνει στο Γολγοθά και συμμετέχει ολόψυχα στο Πάθος του Χριστού. Όταν οι άλλοι Μαθητές, απομακρυσμένοι δειλά – δειλά, φροντίζουν για την ατομική τους σωτηρία, μόνο ο Ιωάννης δίπλα στη μαρτυρική μορφή της Θεοτόκου παραστέκεται στον Εσταυρωμένο Ιησού, για να μοιραστεί την απέραντη οδύνη Του. Στάση λεπτή, γενναία, συμπαθητική. Άραγε, είμαστε εμείς σε θέση να την ενστερνιστούμε;

Στις δύσκολες ώρες συμπορευόμαστε με το Χριστό μας; Στο μαρτύριό Του συμπάσχουμε; Ή μήπως, κάθε φορά που χλευάζεται και πονά Τον εγκαταλείπουμε; Είναι αλήθεια ότι συνηθίζουμε ν’ αγαπάμε το Χριστό της δόξας και της αιωνιότητας. Και λησμονούμε ότι πρέπει να αγαπήσουμε και το Χριστό του Πάθους και της οδύνης. Ίσως γιατί αυθόρμητα οι άνθρωποι αγκαλιάζουμε πάντα τα εύκολα και ευχάριστα. Όμως, σε στιγμές τραγικές και δύσκολες ή σκοτεινές, κρίνεται της αγάπης μας η ποιότητα. Και αν για τον Ιωάννη το μαρτύριο του Κυρίου έγινε τρανή μαρτυρία της φλογερής του αγάπης για Εκείνον, για μάς όλες οι περιστάσεις της ζωής μας δίνουν μια παρόμοια ευκαιρία: Να κατορθώσουμε, μέσα απ’ το καμίνι της προσωπικής μας θλίψης, να μείνουμε πιστοί μέχρι τέλους σε Εκείνον, που «υπέρ ημών οδυνάται»• να αποδείξουμε ότι τα συναισθήματα της αγάπης, της κατάνυξης και της συντριβής, που μάς κατακλύζουν σήμερα κάτω από τη μεγαλειώδη σκιά του Σταυρού Του, δεν είναι επιφανειακά και επιπόλαια αλλά πηγαία και γνήσια, θεμελιωμένα σε βαθιά ωριμότητα και πνευματική καλλιέργεια.

Μεγάλη Παρασκευή σήμερα. Η πιο φρικτή ώρα της ανθρωπότητας.

Και μείς μπροστά στον Εσταυρωμένο, που δεν έπαψε να μάς αγαπά κι’ ας Τον έχουμε προδώσει. Πολλά μάς βαραίνουν, πολλά μάς κουράζουν, μάς αποθαρρύνουν και μάς αποπροσαντολίζουν. Ωστόσο, είμαστε εδώ. Παραστάτες και μάρτυρες του Θείου Πάθους. Ας προσέξουμε, όμως. Τούτη την έσχατη ώρα, την κρίσιμη, την επίσημη, καλούμαστε να πάρουμε θέση είτε με τον όχλο, είτε με τον ηγαπημένο, είτε στην απόλυτη μοναξιά, είτε στην τέλεια κοινωνία μαζί Του, είτε στην οριστική ρήξη είτε στην ατελεύτητη δόξα Του. Ας μη βραδύνουμε να αποφασίσουμε. Ας μην διστάσουμε να αναφωνήσουμε: «Ιδού, Κύριε, είμαστε μαζί Σου. Νιώθουμε τη σταυρική Σου αγάπη να μάς αγκαλιάζει, να σταλάζει δροσιά στην ματωμένη καρδιά μας, να ζωογονεί την ύπαρξή μας, να νοηματοδοτεί την ζωή μας.

Νιώθουμε την παρηγοριά της Θεϊκής Σου παρουσίας να ξαστερώνει τον ουρανό της ψυχής μας. Ταπεινά Σού αντιπροσφέρουμε το μύρο της φτωχής μας αγάπης, το καθαρό δάκρυ της συντριβής μας, την σταθερή υπόσχεσή μας• Κύριε, δεν θα Σε εγκαταλείψουμε ποτέ. «Μνήσθητι ημών εν τη Βασιλεία Σου!».

Και ας έχει ο καθένας μας τη βεβαιότητα ότι κάποτε θα ‘ρθει και για κείνον η ευλογημένη ώρα, που θα ακούσει από το ίδιο το αψευδές στόμα του Κυρίου μας τη γλυκειά και παρήγορη φωνή: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω»!