Ὅμως ὁ ἀββᾶς Σισώης δέν δέχθηκε τήν «προσφορά» τους. Καί ἐκεῖνοι, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπορημένοι τόν ἐρώτησαν:
– Γιατί, γέροντα; Γιατί δέν μᾶς δέχεσαι; Γιατί, στήν ἡλικία πού εἶσαι, νά μήν κάμουμε καί ἐμεῖς κάτι, νά σέ βοηθήσωμε; Τί εἶναι γιά μᾶς ἕνας τέτοιος κόπος;
Τούς ἀπάντησε:
– Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν προθυμία σας. Σεῖς ἀφήνετε τήν ἡσυχία σας καί ἔρχεσθε νά μέ ὑπηρετήσετε. Σεῖς ἀσφαλῶς θά ἔχετε μισθό ἀπό τόν Θεό· γιά τήν καλωσύνη σας. Ἐγώ ὅμως θά ἔχω ζημία.
Ἀπόρησαν τώρα περισσότερο. Καί τόν ξαναρώτησαν:
– Τί ζημία θά ἔχεις, πάτερ;
– Νά σᾶς ἐξηγήσω· (τούς ἀπάντησε). Σεῖς εἴσασθε πολύ καλοί ἄνθρωποι. Καί ἡ παρέα σας θά μοῦ ἀρέσει. Καί ἴσως, θά μοῦ ἀρέσει πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἡ παρέα τοῦ π. Ἀβραάμ. Καί λοιπόν; Θά ἔλθει πάλι ὁ π. Ἀβραάμ. Καί σεῖς θά φύγετε. Καί ἐγώ, καλομαθημένος ἀπό σᾶς καί ἀπό τήν καλωσύνη σας, θά αἰσθάνομαι τήν παρουσία τοῦ π. Ἀβραάμ βαρειά καί δυσάρεστη σέ μένα. Καταλάβατε; Ἀφῆστε με λοιπόν. Δέν χρειάζεται νά πέσω σέ τέτοιο πειρασμό. Καλός εἶναι ὁ π. Ἀβραάμ. Μοῦ φτάνει. Καί μοῦ περισσεύει. Ὅσο εἶναι μαζί μου, κάνει ὅ,τι μπορεῖ καί ὅ,τι ξέρει. Καί ὅταν λείπει, συνειδητοποιῶ βαθύτερα, τί δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά μένα ἡ παρουσία του κοντά μου.