«Εἶσαι καλά; Εἶσαι καλά; Μίλησέ μου! Ὑπομονή! Τό ἀσθενοφόρο εἶναι κοντά!»…Μεσημέρι στή Λεωφόρο Ἀλεξάνδρας (Ἀθήνα). Κίνηση, κορναρίσματα, «κοσμητικά» ἐπίθετα κι ἐγώ μέ μία φίλη στήν ἀναμονή γιά τό λεωφορεῖο. Ξαφνικά, ἀκούγεται ἕνας δυνατός θόρυβος. Τό βλέμμα μου παγώνει. Κάτι βλέπω νά βρίσκεται στόν ἀέρα καί ἀμέσως νά προσγειώνεται ἀνώμαλα στό ὁδόστρωμα. Μέ δυσκολία συνειδητοποιῶ πώς αὐτό τό «κάτι» ἦταν… ἄνθρωπος;! Τό πρόσωπό του κοιτάει ἀπό πολύ κοντά τήν ἄσφαλτο τῆς Λεωφόρου. Τό σταματημένο αὐτοκίνητο μέ τό σπασμένο τζάμι πού βρίσκεται ἀκριβῶς δίπλα του, σέ ἐνημερώνει πλήρως γιά τό συμβάν. Παγερή σιωπή γύρω του.
Τρέχω κοντά του. «Εἶσαι καλά; Εἶσαι καλά;». Δέν ἀπαντάει στίς ἐρωτήσεις μου οὔτε σέ καμία κίνησή μου. Ξαπλώνω δίπλα του, πλησιάζω στό κεφάλι του καί τόν ξαναρωτῶ «εἶσαι καλά;». Μέ χαρά διαπιστώνω πώς ἀναπνέει. Νιώθω τήν ἀναπνοή του. Μετά ἀπό πολλές προσπάθειες νά ἀποκτήσω ἐπικοινωνία μαζί του, γυρνάει σιγά-σιγά τό πρόσωπό του πρός ἐμένα. Στά μάτια του καί στήν ὄψη του σκιαγραφεῖται βαθύς καί μεγάλος πόνος. Δέν τόν μετακινοῦμε γιά νά μήν ἐπιδεινώσουμε τήν κατάστασή του. Τοῦ μιλάω συνέχεια καί τόν καθησυχάζω λέγοντάς του νά κάνει ὑπομονή, καθώς τό ἀσθενοφόρο εἶναι κοντά.
Ἐμφανίζεται ἀπό τό πλῆθος πού τόν ἔχει περικυκλώσει ἕνας γιατρός κι ἀντικαθιστᾶ τίς ἀνεπαρκεῖς γνώσεις μου στίς πρῶτες βοήθειες. Τόν γυρνᾶ σέ θέση ἀνάνηψης καί ἀντικρίζουμε τό καταματωμένο πρόσωπό του. Στίς ἐρωτήσεις τοῦ γιατροῦ δέν ἀντιδράει. Μόνο ἀνοιγοκλείνει τά μάτια του. Ρωτώντας τον τό ὄνομά του σιγά-σιγά κατάφερε νά ψιθυρίσει πώς τόν λένε Ἄγγελο.
– «Ἄγγελέ μου, μήν κουνιέσαι ὅσο γίνεται», τόν παρακαλεῖ ὁ γιατρός προσπαθώντας νά ἀκινητοποιήσει κάθε κίνησή του. Ὁ Ἄγγελος, μήν καταλαβαίνοντας τί γίνεται γύρω του, ψάχνει δεξιά ἀριστερά, τεντώνει τό χέρι του νά πιάσει κάτι – μήν ξέροντας κι ὁ ἴδιος τί – καί συνεχίζει νά προσπαθεῖ νά καταλάβει.
Ἔρχονται στό σημεῖο οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ε.Κ.Α.Β. Τοῦ βάζουν ὀξυγόνο, παίρνουν τήν πίεσή του καί συνεχῶς προσπαθοῦν νά μή χάσουν τήν ἐπαφή μαζί του. Μέ τή βοήθεια τοῦ φορείου, τόν βάζουν στό ἀσθενοφόρο κι ὕστερα, χάνεται ἀπό τό ὀπτικό μου πεδίο. Στήν τελευταία μου εἰκόνα εἶναι ἐκεῖνος πρωταγωνιστής, οἱ ΕΚΑΒίτες προσπαθοῦν νά τόν συνεφέρουν κι ἐκεῖνος δέν ἀντιδρᾶ. «Ἄγγελε, κοίταξέ με, ἄνοιξε τά μάτια σου, κούνα τό δεξί σου πόδι, Ἄγγελε, Ἄγγελε…».
Τί εἶναι ἡ ζωή;
Μπορεῖ μία ἁπλή διάβαση δρόμου ν᾽ ἀποτελέσει σημεῖο καθοριστικό γιά τή ζωή μιᾶς ψυχῆς καί μιᾶς ὁλόκληρης οἰκογένειας πού τήν ἀκολουθεῖ;
Ἡ συγκεκριμένη σκηνή ἦταν ἕνα γερό ταρακούνημα γιά τή ζωή μου, πού δύσκολα θά τό ξεχάσω. Τή διάβαση πού διέσχιζε ὁ Ἄγγελος τήν εἶχα διασχίσει κι ἐγώ ἕνα λεπτό πρίν…
Ἄραγε πόσο ἀπέχει ἡ ζωή ἀπό τό θάνατο; Τοῦ Ἀγγέλου ἐλάχιστα… Ἐμένα;
Κι ἄν τελικά δέν βίωσε τό θάνατο, πῶς βιώνει κανείς τήν ἀπώλεια σημαντικότατων λειτουργιῶν καί τό μεγάλο – ψυχικό καί σωματικό – πόνο πού αὐτή ἐπιφέρει;
Μέ ποιό τρόπο ξεπερνιέται μία τόσο τραυματική ἐμπειρία, πού σημαδεύει πολλές κι ὄχι μόνο μία ἀνθρώπινη ζωή;
Ἄραγε ἔτσι εἶναι ἡ πραγματική ζωή; Γεμάτη πόνο, θλίψη, ἀγωνίες καί ἀπώλεια; Μήπως ζοῦμε γιά κάτι ἄλλο, κάποια ἄλλη ζωή;
Γιατί μόνο κάποιες τέτοιες στιγμές νά μᾶς ἀφυπνίζουν νά τήν ἀναζητήσουμε;
Ποιός ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου;
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;
Πολλές οἱ ἀπορίες, μεγάλες οἱ ἀπαντήσεις… Τελικά ὁ ἄνθρωπος χῶμα εἶναι, πού ζεῖ μέ νερό. Ἐκτός ἄν ἡ χωματένια φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀναζητήσει τήν οὐράνια προοπτική του καί βιώσει πανηγυρικά κάθε ἀπάντηση τῶν παραπάνω ἀποριῶν…!
Β.Χ.
Φοιτήτρια ΕΚΠΑ
Τρέχω κοντά του. «Εἶσαι καλά; Εἶσαι καλά;». Δέν ἀπαντάει στίς ἐρωτήσεις μου οὔτε σέ καμία κίνησή μου. Ξαπλώνω δίπλα του, πλησιάζω στό κεφάλι του καί τόν ξαναρωτῶ «εἶσαι καλά;». Μέ χαρά διαπιστώνω πώς ἀναπνέει. Νιώθω τήν ἀναπνοή του. Μετά ἀπό πολλές προσπάθειες νά ἀποκτήσω ἐπικοινωνία μαζί του, γυρνάει σιγά-σιγά τό πρόσωπό του πρός ἐμένα. Στά μάτια του καί στήν ὄψη του σκιαγραφεῖται βαθύς καί μεγάλος πόνος. Δέν τόν μετακινοῦμε γιά νά μήν ἐπιδεινώσουμε τήν κατάστασή του. Τοῦ μιλάω συνέχεια καί τόν καθησυχάζω λέγοντάς του νά κάνει ὑπομονή, καθώς τό ἀσθενοφόρο εἶναι κοντά.
Ἐμφανίζεται ἀπό τό πλῆθος πού τόν ἔχει περικυκλώσει ἕνας γιατρός κι ἀντικαθιστᾶ τίς ἀνεπαρκεῖς γνώσεις μου στίς πρῶτες βοήθειες. Τόν γυρνᾶ σέ θέση ἀνάνηψης καί ἀντικρίζουμε τό καταματωμένο πρόσωπό του. Στίς ἐρωτήσεις τοῦ γιατροῦ δέν ἀντιδράει. Μόνο ἀνοιγοκλείνει τά μάτια του. Ρωτώντας τον τό ὄνομά του σιγά-σιγά κατάφερε νά ψιθυρίσει πώς τόν λένε Ἄγγελο.
– «Ἄγγελέ μου, μήν κουνιέσαι ὅσο γίνεται», τόν παρακαλεῖ ὁ γιατρός προσπαθώντας νά ἀκινητοποιήσει κάθε κίνησή του. Ὁ Ἄγγελος, μήν καταλαβαίνοντας τί γίνεται γύρω του, ψάχνει δεξιά ἀριστερά, τεντώνει τό χέρι του νά πιάσει κάτι – μήν ξέροντας κι ὁ ἴδιος τί – καί συνεχίζει νά προσπαθεῖ νά καταλάβει.
Ἔρχονται στό σημεῖο οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ε.Κ.Α.Β. Τοῦ βάζουν ὀξυγόνο, παίρνουν τήν πίεσή του καί συνεχῶς προσπαθοῦν νά μή χάσουν τήν ἐπαφή μαζί του. Μέ τή βοήθεια τοῦ φορείου, τόν βάζουν στό ἀσθενοφόρο κι ὕστερα, χάνεται ἀπό τό ὀπτικό μου πεδίο. Στήν τελευταία μου εἰκόνα εἶναι ἐκεῖνος πρωταγωνιστής, οἱ ΕΚΑΒίτες προσπαθοῦν νά τόν συνεφέρουν κι ἐκεῖνος δέν ἀντιδρᾶ. «Ἄγγελε, κοίταξέ με, ἄνοιξε τά μάτια σου, κούνα τό δεξί σου πόδι, Ἄγγελε, Ἄγγελε…».
Τί εἶναι ἡ ζωή;
Μπορεῖ μία ἁπλή διάβαση δρόμου ν᾽ ἀποτελέσει σημεῖο καθοριστικό γιά τή ζωή μιᾶς ψυχῆς καί μιᾶς ὁλόκληρης οἰκογένειας πού τήν ἀκολουθεῖ;
Ἡ συγκεκριμένη σκηνή ἦταν ἕνα γερό ταρακούνημα γιά τή ζωή μου, πού δύσκολα θά τό ξεχάσω. Τή διάβαση πού διέσχιζε ὁ Ἄγγελος τήν εἶχα διασχίσει κι ἐγώ ἕνα λεπτό πρίν…
Ἄραγε πόσο ἀπέχει ἡ ζωή ἀπό τό θάνατο; Τοῦ Ἀγγέλου ἐλάχιστα… Ἐμένα;
Κι ἄν τελικά δέν βίωσε τό θάνατο, πῶς βιώνει κανείς τήν ἀπώλεια σημαντικότατων λειτουργιῶν καί τό μεγάλο – ψυχικό καί σωματικό – πόνο πού αὐτή ἐπιφέρει;
Μέ ποιό τρόπο ξεπερνιέται μία τόσο τραυματική ἐμπειρία, πού σημαδεύει πολλές κι ὄχι μόνο μία ἀνθρώπινη ζωή;
Ἄραγε ἔτσι εἶναι ἡ πραγματική ζωή; Γεμάτη πόνο, θλίψη, ἀγωνίες καί ἀπώλεια; Μήπως ζοῦμε γιά κάτι ἄλλο, κάποια ἄλλη ζωή;
Γιατί μόνο κάποιες τέτοιες στιγμές νά μᾶς ἀφυπνίζουν νά τήν ἀναζητήσουμε;
Ποιός ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου;
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;
Πολλές οἱ ἀπορίες, μεγάλες οἱ ἀπαντήσεις… Τελικά ὁ ἄνθρωπος χῶμα εἶναι, πού ζεῖ μέ νερό. Ἐκτός ἄν ἡ χωματένια φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀναζητήσει τήν οὐράνια προοπτική του καί βιώσει πανηγυρικά κάθε ἀπάντηση τῶν παραπάνω ἀποριῶν…!
Β.Χ.
Φοιτήτρια ΕΚΠΑ