Τελείωσε ο εσπερινός και σε λίγο θα έφευγα. Όλες οι ευχές ειπώθηκαν, όλα τα τροπάρια ψάλθηκαν. Όλα τα στιχηρά, τα δοξαστικά, τα απόστιχα ακούστηκαν από τους ευλαβείς διακονητές του αναλογίου. Οι άγγελοι του Θεού δεν άφησαν ακίνητο κανένα σφαιρικό κουδουνάκι που είναι δεμένο στις αλυσίδες του θυμιατού· και ο αβαρής καπνός της θυμίασης σα χάδι άγγιξε τους όρθιους και σιωπηλούς προσκυνητές πριν ανέλθει προς τα ουράνια δώματα. 

Το πέρασμα του παπά θεωρείται κατά βάση ειρηνικό, συντρίβει με χριστοτερπνότητα τα μέσα μας αμέτρητα κύματα. Πώς χαίρονται οι ψυχές, όταν τους προσεγγίζει η χάρη της λατρείας! Τα κλειστά μάτια διακρίνουν το μυστικό φως, τ’ αυτιά ακούνε καθαρά το φτερούγισμα του Πνεύματος. «Νυν απολύεις» λέμε κι ακούμε όλοι συγκινημένοι, μα κανένας μας δεν «απολύεται», κανένας δε σβήνει και δε χάνεται. Είμαστε όλοι συναγμένοι «επί το αυτό», μέσα στο υπέροχο «Μαζί» της θείας ενότητας και, από εκεί, διαισθανόμαστε έστω και αμυδρά τα βάθη του Θεού, τις καρδιές των άλλων αδελφών που στέλνουν ύμνους προς τη θεία δόξα με το άρμα των παλμών τους.

Ο ναός, με τα ολιγοστά φώτα των κανδηλιών του, θα υποδεχόταν σε λίγο πανέτοιμος τη βιαστική νύχτα που ερχόταν με την ίδια πάντοτε αδημονία της εναλλαγής της μέρας με της νύχτας. Λες και τα σκοτάδια ή τα όνειρα δίδονται για την καταστολή της μόνιμης πια ανησυχίας του κόσμου, μιας ανησυχίας που δεν έχει νόημα και τελειωμό. Μια ζωή ετούτος ο κόσμος παραλύει μες στα ανήμερα σκοτάδια που ο ίδιος ανακαλεί ή ανανεώνει. Ο δε λαός του Θεού στο ιλαρό φως του προσώπου Του έμαθε με πίστη να κραταιώνει την καρδιά του.

Βασικά, δεν υπάρχει σκοτάδι που να μη διώκεται με την ακολουθία και τις ευχές της Εκκλησίας. Το λιβάνι με το λεπτό άρωμά του είχε γεμίσει τον ιερό χώρο κι έκαμνε τη ψυχή του ταπεινού προσκυνητή να μη θέλει να φύγει, να μη θέλει να πάει πουθενά. Και πού αλλού έχει να πάει; Υπάρχει άλλη εστία και άλλη κιβωτός γεμάτη από τέτοια θαλπωρή, γλυκύτητα και ζωογόνηση εκτός από την Εκκλησία; Η ουρανοστάλακτη λατρεία της δεν μας αφήνει να δρασκελίσουμε στις ρύμες του κόσμου δίχως νόστο προς αυτή. Η θεία αγάπη πληγώνει λίγο πριν σε θεραπεύσει· κι αν σου δώσει την ίαση σε μαθαίνει πάντα να γυρεύεις το σεπτό της μαρτύριο· μαζί της όλα τα διεστώτα γίνονται ένα εντός σου και, έτσι, ζεις και πεθαίνεις ελεύθερα.

Βγήκα από το ιερό. Το παπαδάκι που έχω –ή μάλλον που μού ’δωσε ο Θεός– κάμνει τριγύρω από μένα ζωηρές και σβέλτες περπατησιές που μοιάζουν με φτερουγίσματα ενός αθώου περιστεριού. Τα χείλη του, κουτσά-στραβά, επαναλαμβάνουν όσα τροπάρια άκουσε κατά τη διάρκεια του εσπερινού. Οπωσδήποτε συνοδεύομαι από ένα χειρουβικό και τρυφερό καναρίνι· αυτό είναι κάτι που πρέπει πια να το πάρω απόφαση! Ήταν να φύγω, αλλά δεν έφυγα. Αλλά και πότε μπορεί κανείς να «φύγει» από το ναό του Κυρίου; Αφού αυτός ο ίδιος ο ναός «φυτεύεται» μέσα μας, αφού αυτό το εσώτατο είναι μας γίνεται με τη σύναρση της Χάριτος ένας άλλος περικαλλής ναός! Η καρδιά των Ορθοδόξων είναι κυριολεκτικά δεμένη με τη θέα, την ύπαρξη και το ρόλο που αυτός επιτελεί στην πνευματική τους ανάπτυξη και στερέωση.

Τώρα όμως κοντοστάθηκα στη φωνή ενός νέου. Ένα παλικάρι μέσα στο ειρηνικό μισοσκόταδο του ναού ζητούσε να του διαβάσω «μια ευχή». Αναρωτήθηκα από μόνος μου «ποια ευχή να θέλει άραγε;». Μα, έκαμα λάθος στην εσπευσμένη «πρόβλεψη» που προχώρησα αδαώς: τελικά, ναι, ακόμη να μου έρθει εκείνο το «χάρισμα» της «προφητείας»! Ο συγκεκριμένος νέος δε ζητούσε μια συνηθισμένη ευχή «για βασκανία» ή «για ασθένεια». Άφησα τη σεμνή και ευγενική φωνή του να αποτυπωθεί ευκρινώς στην καρδιά μου:

 –Πάτερ, θα ήθελα, αν μπορείτε, να μου διαβάσετε μια ευχή.

–Πολύ ευχαρίστως. Για ποιο πράγμα θα θέλατε να σας διαβάσω ευχή;

–Πάτερ, αύριο φεύγω. Πάω στη Γερμανία. Μεταναστεύω. Δε βρήκα εδώ δουλειά κι έτσι φεύγω. Καταλαβαίνετε. Και θα ήθελα τώρα, αν είναι δυνατό, μια ευχή να μου διαβάζατε…

Πόνος είναι εκείνο το δριμύ σάρωμα που ένιωσα ή το σάρωμα ήταν εκείνος ο σπαθάτος πόνος; Βουβή και δίκοπη η ολόψυχη συμπάθεια που γιγάντωσε μέσα μου. Τα σωθικά άρχισαν να συντρίβονται αθόρυβα. Το λευιτικό άλγος στον πόνο των αδελφών, γίνεται πάντα διπλό, τριπλό για να μη πω και «εκαντοπλασίονα». Έχουμε πολλούς ισχυρούς λόγους από τους οποίους σπαράζει ο κόσμος μας και αυτό μπορεί να το προδώσουν μόνο τα μάτια. Η Πατρίδα μου καίγεται και μεταναστεύουν με βία τα παιδιά της. Τα παιδιά της εξαιτίας των ξένων γίνονται οι πιο ξένοι μέσα στην ίδια τους την Πατρίδα. Και, στο τέλος, με αβάσταχτο πόνο, αναγκαστικά αυτά τα παιδιά κουβαλάνε μέσα τους μια Πατρίδα στα ξένα που ξαμολιούνται με πίκρα.

Κύριε, επίβλεψε σ’ εμάς! Δες λίγο ετούτη την Πατρίδα που τη ρημάξανε και τη ρημάζουνε! Πρόσεξε τα φτωχά της παιδιά που τα σκορπίζουνε στους πέντε ανέμους με πανάρχαιο μίσος. Πολλές αλγεινές σκέψεις φόρτωσαν το νου και ρίπισαν τη στιγμή. Μα εγώ έπρεπε να κυριαρχήσω σ’ αυτές και σ’ εμένα και να βρω οπωσδήποτε «μια ευχή». Μπαίνω μέσα στο ιερό και βρίσκω κατευθείαν το «Ευχολόγιο». Ψάχνω βιαστικά στις σελίδες του με την ελπίδα να διαψεύσω τη μνήμη μου: δε θυμάμαι να υπάρχει μια τέτοια ευχή· ψάχνω στα «περιεχόμενα», μα ευχή πουθενά!

Τώρα; Αυτό το σεμνό και καλό παιδί περιμένει «μια ευχή» και η εκκλησία δεν έχει να του δώσει τίποτα; Αυτός ο πιστός νέος ζητά «μια ευχή» για να πολεμήσει με τη δύναμή της τον πόνο της φυγής του κι εμείς θα του πούμε πολύ απλά ότι «δεν έχουμε»; Αυτό παλικάρι έχει μια μάνα που από αγάπη τού δίνει ό,τι της ζητήσει κι εμείς να μην έχουμε να του δώσουμε τίποτε από αγάπη, μια αγάπη που να υπερέχει κάπως όλων των υπόλοιπων αγαπών; Να μην έχουμε να του προσφέρουμε να ψέλλισμα, ένα ψίθυρο, έναν λόγο για κατευόδιο, ένα κάτι τελοσπάντων για αδελφικό ξεπροβόδισμα! Τα διλλήματα έκαμναν χορό μέσα μου. Πόσο αποκαρδιωτικά και απελπιστικά τυπικοί και ξεροί γινόμαστε καμιά φορά! Πόσο χονδροειδώς ανευέλικτοι και δυσκίνητοι!

Προέχει για πολλά ζητήματα μέσα μας η στείρα πιστότητα στο γράμμα, το ανώφελο κόλλημα σε μια παράδοση που ούτως ή άλλως μας θέλει ελεύθερους, παρά η θαρρετή πρόκριση του γενναιόδωρου τρόπου της αγάπης! Αυτά, έλεγα θεωρώντας εμένα εκείνη την αγωνιώδη στιγμή πνιγμένο στη ρηχότητά μου. Τα δευτερόλεπτα όμως περνούν εις βάρος της φιλαδελφίας. Κλείνω με φόρα το βιβλίο και τερματίζω τα διλήμματα. Ο πάταγος που έγινε, πραγματικά δεν ακούστηκε από κανέναν. Βγήκα έξω. Τον κοίταξα πατρικά και αποφασιστικά στα μάτια. Τον ρώτησα πώς τον λένε. Μου είπε το όνομά του: «Λεωνίδας». Προβλέπεται να ξεχάσω αυτό το όνομα μόλις πεθάνω κι ύστερα.

Εκτός από την ευχή που δίδεται την α΄ μέρα από τη γέννηση του παιδιού, γενικά δεν υπάρχει ευχή της Εκκλησίας που να μη ζητάει το όνομα για το οποίο θα διατυπωθεί το αίτημα της ικεσίας από τα χείλη του ιερέως. Μήπως άραγε ο Θεός δεν γνωρίζει τα πρόσωπα, το είναι μας, την ύπαρξή μας και τ’ όνομά μας; Ω σχολαστικέ και βραδύνοα εαυτέ μου! Μα, δεν είναι για τον Θεό το ζήτημα να «ονομασθεί» ο «δούλος», για τον οποίον θα ευχηθούμε. Είναι για μας. Πρωτίστως για μας. Για να ξέρουμε και για να μας γίνει ανεξάλειπτη συνείδηση ότι, για τον Θεό και για το μυστήριο της Εκκλησίας και της Προσευχής, είμαστε όλοι πρόσωπα, πρόσωπα επάξια ονοματοδοσμένα και επώνυμα και ποτέ ανώνυμα. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός καλεί όλα τα λογικά Του πρόβατα «κατ’ όνομα», γιατί αυτή η κλήση προϋποθέτει και φέρει την οικειότητα μιας εγκάρδιας και αληθινής σχέσεως, ένα άλλο αξίωμα που λείπει παντελώς από τα άλογα όντα της κτίσεως.

Επειδή αγαπάμε, μνημονεύουμε· και επειδή μνημονεύουμε, καταργούμε, με το όνομα του προσώπου του αδελφού, το ανώνυμο και το απρόσωπο της άγνοιας και της αγνωσίας της ψυχρότητας και της σκληρότητας του κόσμου, όλη την αφιλαδελφία, τη μισαδελφία και τη μισανθρωπία που τον συνέχει πέρα ως πέρα. Πήγαμε στην εικόνα της Παναγίας στο τέμπλο, εκεί στην εικόνα της Μεγάλης Μάνας, της Μάνας όλων των κατατρεγμένων, όλων των πονεμένων, όλων των τσακισμένων, όλων αυτών που δοκιμάζονται στο βίο ποικιλοτρόπως. Άφησα έμενα –τον εξαιτίας των αμαρτάδων μου εξακολουθητικά σκλάβο– για πρώτη φορά ελεύθερο, ίσως και θρασύ. Της ζήτησα να σκεπάσει τον δούλο της με το μητρικό της μαφόρι. Μία-μία, οι λέξεις που ζητούσα διακαώς έρχονταν σα σταγόνες μιας αθέατης βροχής, σα διέξοδο δροσοβόλας αναπνοής στην ασφυξία μου:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού, διά πρεσβειών της παναχράντου σου Μητρός Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, της μόνης ελπίδος, προστασίας και σωτηρίας των ψυχών ημών, επίβλεψον νυν εν ευμενεία επί τον δούλον σου [Λεωνίδαν] και ευλόγησον την προκειμένην έξοδον αυτού εκ της συγγενείας αυτού, εκ της πατρώας γης και εκ της φιλτάτης Πατρίδος αυτού· τήρησον την δοκιμαζομένην καρδίαν αυτού τη ση χάριτι και ειρήνη· κατεύθυνον εις το αγαθόν τα διαβήματα αυτού· ευόδωσον πάν έργον αυτού και ενίσχυσον αυτόν εις πάσαν εργασίαν προς πορισμόν εν τω βίω αυτού, παράσχου δε αυτώ πάντα τα της σης αφράστου αγάπης αδαπάνητα δωρήματα, αποστελλόμενος αυτώ άγγελον φωτεινόν, ειρηνικόν, ιλαρόν, κραταιόν φύλακα της ψυχής και του σώματος αυτού, επί πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού. Ότι συ ει ο Θεός ημών, Θεός του ελεείν και σώζειν ημάς, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Ξέρω μόνο δυο πράγματα να πω μετά απ’ όλο αυτό που συνέβη σ’ εκείνον τον εσπερινό: ότι ποτέ μου δεν «εζήλωσα δόξαν» φιλολόγων, υμνογράφων και ευχολογιογράφων και ότι ειλικρινά αυτή η «ευχή» γι’ αυτό το παλικάρι δεν έχει τελειώσει ακόμη…

 π. Δαμιανός