Πολὺ συχνὰ στὴν παρότρυνση νὰ ἐναχθεῖ κάποιος στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀπάντηση εἶναι: «Ἐγὼ πιστεύω μὲ τὸν τρόπο μου». Πρόκειται γιὰ διαχρονικὸ σύμπτωμα νοσηρῆς αὐτονομίας καὶ αὐτάρκειας, τὸ ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ ὀνομάζει «ἐθελοθρησκεία»: ὁ καθένας «κόβει καὶ ράβει στὰ μέτρα του» τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, παρουσιάζοντας μία ἐπίφαση σοφίας, ταπεινοφροσύνης καὶ ἄσκησης, ἀλλὰ στὴν οὐσία ἐξυπηρετώντας τὴν «πλησμονὴν τῆς σαρκὸς» (Κολ. 2,23), δηλαδὴ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ ἐγωιστικοῦ φρονήματος.
Πλάνη ἐξαιτίας φιλαρχίας
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, γράφοντας ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς Ρωμαίους, ἐκφράζει τὸν βαθύ του πόνο βλέποντας τοὺς ὁμοεθνεῖς του Ἰουδαίους νὰ κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὴ σωτηρία τους, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς θανατηφόρας ἀρρώστιας, τῆς «ἐθελoθρησκείας».
Τὰ συμπτώματά της φαίνονται στὴν ἐπιμονή τους νὰ «στήσουν τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην», δηλαδὴ τὴ δική τους ἀντίληψη γιὰ τὸν τρόπο δικαίωσης καὶ σωτηρίας.
Τὸ πόση εἶναι ἡ λαχτάρα τοῦ Ἀποστόλου γιὰ τὴ σωτηρία τῶν συμπατριωτῶν του, τὸ ἐξέφρασε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς μὲ τρόπο συγκλονιστικό: «θὰ εὐχόμουν ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ (καὶ ἄρα νὰ χάσω τὴ δική μου σωτηρία) γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν μου Ἰουδαίων (ἀρκεῖ νὰ σωθοῦν αὐτοί)».
Βέβαια δὲν τοὺς νιώθει μόνο ἀδελφούς του ἀλλὰ καὶ «τεκνία του», ὅπως μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θυμίζοντάς μας ὅτι καὶ γι’ αὐτοὺς πέρασε «ὠδίνες» πολὺ φοβερότερες ἀπὸ τὶς φυσικὲς ὠδίνες.
Διότι «ἐκεῖ μὲν τῆς σαρκὸς ὁ πόνος», ἐδῶ ὅμως οἱ πατρικὲς «ὠδίνες τὴν ἴδια τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς καταξαίνουσι· καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι εἶναι χειρότερες αὐτὲς οἱ ὠδίνες, σὲ ἐρωτῶ: ποιὸς ποτὲ χάριν τῶν παιδιῶν του εὐχήθηκε ὄχι μόνο νὰ ὑπομείνει γέεννα ἀλλὰ καὶ νὰ εἶναι ἀνάθεμα ἀπὸ Χριστοῦ;».
Στὴ σημερινὴ περικοπὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπαναλαμβάνει τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἔντονη προσευχή του γιὰ τὴ σωτηρία τους. Οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν κυριολεκτικὰ κολλήσει στὴν πλανεμένη πλέον – μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία – ἀντίληψη ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μόνο μὲ τὴν τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου.
Τρόμαξε, ἐπίσης κυριολεκτικά, νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ὁ πρώην Σαῦλoς ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλάνη, ἀφοῦ χρειάστηκε ἡ ἀφυπνιστικὴ συνάντησή του μὲ τὸν Μεσσία στὴν πορεία του πρὸς τὴ Δαμασκό.
Καὶ ἔχοντας νιώσει πόσο δύσκολη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀφύπνιση, προσπαθεῖ ἐδῶ νὰ τοὺς δικαιολογήσει, λέγοντας ὅτι ἔχουν μὲν «ζῆλον Θεοῦ ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Ἀμέσως μετά, ὅμως, θὰ στιγματίσει τὴ νοσηρὴ ἰσχυρογνωμοσύνη τους καὶ τὴν τραγικὴ ἐπίπτωσή της, ποὺ εἶναι ἡ ἐκ μέρους τους ἀπόρριψη τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Καὶ αὐτὰ τὰ λέει μὲ πόνο ὁ Ἀπόστολος, γιὰ νὰ δείξει, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅτι «οὐκ ἐξ ἀγνοίας ἀλλὰ ἀπὸ φιλονικίας καὶ φιλαρχίας μᾶλλον ἐπλανήθησαν».
«Ἐκ χάριτος, οὐκ ἐξ ἔργων σωτηρία»
Θὰ ἔπρεπε ἡ ἀπροκατάληπτη μελέτη καὶ ἡ σωστὴ ἐφαρμογὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου νὰ τοὺς ἔχουν ὁδηγήσει στὴ σωτήρια ὁμολογία ὅτι «τέλος νόμου Χριστὸς»· καὶ ὅτι Αὐτὸς πλέον εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ σώσει «πάντα τὸν πιστεύοντα», καὶ ὄχι ἡ -οὐσιαστικὰ ἀνέφικτη- τήρηση ὅλων τῶν νομικῶν διατάξεων.
Ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ φιλαρχία τοὺς τύφλωσαν τόσο πολύ, ὥστε -ὅπως λέει ἕνας ἑρμηνευτὴς- «οὔτε κατάλαβαν οὔτε τήρησαν αὐτό, ποὺ ἤθελε ὁ νόμος (τὴν προσαγωγὴ στὸν Χριστὸ)· καὶ ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ παρουσίασαν ὡς σκοπὸ τοῦ νόμου ἕνα πράγμα ὑπέρογκο καὶ ἀκατόρθωτο: τὴν τυπικὴ τήρηση τῆς πληθώρας τῶν νομικῶν διατάξεων».
Ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία, θὰ ἑρμηνεύσει ὁ Χρυσορρήμων, «ὁλόκληρη προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄνωθεν χάρη· ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ· ἡ σωτηρία μας εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ».
Προσπαθώντας ὁ Ἀπόστολος νὰ μᾶς δώσει νὰ καταλάβουμε τί σημαίνει «δωρεὰν σωτηρία», προσαρμόζει στὸν σκοπὸ του κάποιους λόγους τοῦ Θεόπτη Μωυσῆ ἀπὸ τὸ Δευτερονόμιο, ὅπου ὁ Προφήτης ἐπίσης προσπαθεῖ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι ἡ σωτήρια ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «οὐχ ὑπέρογκός ἐστιν οὐδὲ μακρὰν ἀφ’ ἡμῶν» (Δευτ. 30,11).
«Δὲν σοῦ ζητάει ὁ Θεός», λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος, «πράγματα ἀκατόρθωτα, γιὰ νὰ σωθεῖς. Δὲν σοῦ εἶπε κανεὶς νὰ ἀνεβεῖς στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κατεβάσεις τὸν Χριστό, οὔτε νὰ κατεβεῖς στὸν ἅδη γιὰ νὰ τὸν ἀναστήσεις.
Αὐτὰ τὰ ὕψιστα Μυστήρια κενωτικῆς ἀγάπης καὶ Θυσίας συντελέσθηκαν ἀπὸ τὸν Σωτήρα μας Χριστό. Τώρα πλέον ἡ σωτηρία σου εἶναι πολὺ κοντὰ σου· εἶναι κοντὰ στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου.
Ἡ μόνη δική σου συμμετοχή, ὁ μοναδικός σου ἐλεύθερος κόπος εἶναι νὰ πιστέψεις στὸν Χριστὸ μὲ τὴν καρδιά σου καὶ νὰ τὸν ὁμολογήσεις Σωτήρα σου μὲ τὸ στόμα σου».
Τὸ κόστος τῆς παρρησίας
Ἡ πίστη αὐτὴ καὶ ἡ σωτήρια ὁμολογία στηρίζονται σὲ δύο κυρίως ἱστορικὰ γεγονότα: στὴ Σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ στὴν Ἀνάστασή του. Πρόκειται γιὰ «μυστήρια κραυγῆς, ἃ ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη» (ἅγιος Ἰγνάτιος Θεοφόρος).
Πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Γιαχβὲ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ ὅτι νίκησε γιὰ ἐμᾶς τὸν θάνατο μὲ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή του.
«Περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι», θὰ πεῖ ὁ Παῦλος ἀπολογούμενος στὸ συνέδριο τῶν Ἰουδαίων, δίνοντας κορυφαῖο παράδειγμα ὅτι «ἡ παντελὴς σωτηρία» δὲν εἶναι μόνο μία ἀνέξοδη πίστη, ἀλλὰ ἔχει, κατὰ τὸν θεολόγο Γρηγόριο, καὶ μία ἀκριβῆ προσθήκη: «τὴν παρρησίαν τῆς ὁμολογίας».
Καὶ αὐτὴ ὅμως ἡ συχνὰ «δαπανηρὴ» παρρησία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ἢ μᾶλλον βραβεῖο τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς μάρτυρες, ποὺ -ὅπως ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος- «ἐνεδυναμώθησαν τῇ πίστει δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ» (Ρωμ. 4,20).
Πηγή : agiazoni