Γέροντος του Ιερού Χιλιανδαρινού Κελλιού Γέννησης της Θεοτόκου, Μαρουδά.
Η ομιλία έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό
Αγίου Νικολάου Αλεξανδρουπόλεως,
Η ομιλία έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό
Αγίου Νικολάου Αλεξανδρουπόλεως,
την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών (Μαρίας της Αιγυπτίας), 10 Απριλίου 2011.
Όλοι γνωρίζουμε λίγο – πολύ τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Από μικρή ηλικία έζησε μέσα στην αμαρτία, μέσα στα σαρκικά πάθη με μια μανία που δεν της έδινε ικανοποίηση, δεν χόρταινε. Κάποια στιγμή θέλησε να πάει με άλλους προσκυνητές από την Αλεξάνδρεια στους Αγίους Τόπους προσφέροντας στο πλοίο το σώμα της για να πληρώσει το ναύλον.
Όταν έφθασαν στα Ιεροσόλυμα ήταν η μέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και ενώ όλοι έμπαιναν στο Ναό της Αναστάσεως χωρίς δυσκολία, να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό, αυτή αισθανόταν μια αόρατη δύναμη να την εμποδίζει να εισέλθει στον Ναό. Μένοντας μόνη σε μια γωνία του νάρθηκα, συνειδητοποίησε ότι ο ρύπος της βιοτής της την εμπόδιζε να πλησιάσει το Τίμιο Ξύλο. Αναλύθηκε σε λυγμούς τύπτοντας τα στήθη της και βλέποντας μια εικόνα της Παναγίας –η εικόνα αυτή της Παναγίας της λεγομένης Εγγυήτριας βρίσκεται στην σπηλιά του Αγίου Αθανασίου της Μεγίστης Λαύρας στην άκρη του Άθωνος- προσευχήθηκε λέγοντας: «Παναγία Δέσποινα, Συ που γέννησες κατά σάρκα τον Θεόν, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να ατενίζω την αγία εικόνα Σου, εσένα που είσαι πάναγνη στην Ψυχή και στο Σώμα, και ότι εξαιτίας των αμαρτιών μου προκαλώ τον βδελυγμό. Καθώς όμως ο Θεός που γεννήθηκε από Σένα έγινε άνθρωπος για να καλέσει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια, βοήθησέ με να μπω στον Ναό να προσκυνήσω τον Σταυρό του Υιού σου, και όταν αξιωθώ να τον προσκυνήσω να γίνεις εγγυήτρια προς τον Υιόν Σου ότι θα εγκαταλείψω τον κόσμο και τις ηδονές και θα ακολουθήσω την οδό της σωτηρίας που θα μου υποδείξεις», όπως αναφέρει ο Συναξαριστής.
Όταν μπήκε στον Ναό με θέρμη προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό και επιστρέφοντας στην εικόνα της Θεοτόκου υποσχέθηκε ότι ήταν έτοιμη να ακολουθήσει τον δρόμο που θα της υποδείκνυε. Ακούστηκε τότε φωνή εξ ουρανού που της είπε: «Αν περάσεις τον Ιορδάνη ποταμό θα βρεις μεγάλη ανάπαυση».
Βγαίνοντας από την εκκλησία αγόρασε τρία ψωμιά και οδηγήθηκε προς τον Ιορδάνη. Το βράδυ έφθασε στον Ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, πλύθηκε στα νερά του ποταμού, κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά διέσχισε τον Ιορδάνη και εγκαταβίωσε στην έρημο 47 χρόνια χωρίς να συναντήσει άνθρωπο ή άλλο ζωντανό.
Τα πρώτα 17 χρόνια υπόφερε από τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύχτας και από τις δοκιμασίες της σάρκας και την θύμηση των αμαρτημάτων της. Κάνοντας αναρίθμητες μετάνοιες παρακαλούσε την Παναγία να την σκεπάζει και να την βοηθά.
Ο Θεός που δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού αλλά την επιστροφή του για να ζήσει, ξερίζωσε από την καρδιά της με την άσκηση όλα τα πάθη και μεταμόρφωσε την φωτιά της σαρκικής επιθυμίας σε φλόγα θείου έρωτος, χάρις στον οποίο άντεχε, σαν να μην είχε σώμα, τις δυσκολίες της ερήμου.
Μετά πολλά χρόνια την βρήκε ο Άγιος Ζωσιμάς, που πήγε να ασκητέψει πέραν του Ιορδάνου, όπως είχαν συνήθεια οι μοναχοί των κοινοβίων να κάνουν κατά την Μεγάλη Σαρακοστή, διηγήθηκε τα του βίου της και την μετάνοιά της και τον παρεκάλεσε νάρθει να την κοινωνήσει. Επέστρεψε την επόμενη χρονιά, την κοινώνησε και την ίδια μέρα εκοιμήθη εν Κυρίω, σύμφωνα με μήνυμα που είχε χαράξει δίπλα στο νεκρό σώμα της.
Από αμαρτωλή πωρωμένη, η Οσία Μαρία έγινε πηγή ελπίδας και μετανοίας, υπόδειγμα για πλήθος ψυχών που στενάζουν από το βάρος των αμαρτιών τους.
Η Εκκλησία μας τοποθέτησε την μνήμη της την τελευταία Κυριακή των Νηστειών για να μας ενθαρρύνει όσους αμελούμε τα της Σωτηρίας μας, διακηρύττοντας ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή η μετάνοια μπορεί να μας φέρει κοντά στον Θεό.
Με αφορμή τον βίο της Οσίας Μαρίας να πούμε λίγες σκέψεις για την μετάνοια.
Έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί πολλοί ορισμοί για την μετάνοια.
Γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της Κλίμακος: «Μετάνοια είναι χάρις που ανανεώνει και ανακαινίζει το βάπτισμα που μολύνθηκε από τις αμαρτίες»· και συνεχίζει: «Όποιος θέλει να δείξει προς τον Θεόν αληθινή μετάνοια πρέπει να αγοράσει και να κληρονομήσει την μακαρία ταπείνωση»· και συνεχίζει: «Εκ της ελπίδος γεννάται η μετάνοια διότι όποιος ελπίζει να λάβει εκ Θεού συγχώρεση, μετανοεί και διορθώνεται»· και συνεχίζει με παραδείγματα μετανοούντων που πιθανόν για τα αυτιά μας να φαίνονται υπερβολικά και ακραία.
Εμείς σήμερα με την λέξη μετανοιώνω συνήθως εννοούμε μεταμελούμαι. Η μεταμέλεια για τις πράξεις μας, για τα σφάλματά μας, δεν είναι μετάνοια με την πνευματική σημασία που η Εκκλησία μας δίνει στη λέξη μετάνοια. Ο όρος μετάνοια στην Εκκλησία μας δηλώνει την επιστροφή μας, την επιστροφή του νου μας στον Θεό. Η μεταμέλεια για τα σφάλματά μας συνήθως γίνεται στην προσπάθεια να αποκαταστήσουμε την εικόνα μας, μέσα μας και γύρω μας. Θυμώνω με κάποιον, του μιλάω άσχημα και μεταμελούμαι γιατί χάλασε η εικόνα μου απέναντι στον αντίδικό μου αλλά και μέσα μου. «Πως έπεσα σε τέτοιο σημείο να εκτεθώ; Τι θα λέει για μένα αυτός ο άνθρωπος που φέρθηκα έτσι;». Ο εγωισμός μας δεν σηκώνει αυτήν την έκθεση του εγώ μας και προσπαθούμε μεταμελούμενοι είτε ζητώντας συγγνώμη ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο να αποκαταστήσουμε την εικόνα μας.
Ένας πιστός που καταλαβαίνει ότι το να προσβάλλεις με λόγια έναν συνάνθρωπο είναι αμαρτία, πιθανόν να πάει να εξομολογηθεί. Και εξομολογούμαστε, όχι μόνο για απρεπείς κουβέντες που είπαμε, αλλά για οτιδήποτε θεωρούμε αμαρτία. Μερικές φορές αφού συνεσθανθούμε την αμαρτία μας και με ταπείνωση ζητήσουμε την συγχώρεση από τον Θεό και την άφεση από την Εκκλησία, ειρηνεύουμε και συνεχίζουμε τη ζωή μας δοξάζοντας τον Θεό.
Άλλες φορές πηγαίνουμε εξομολογούμαστε ζητάμε συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών μας και μέσα μας δεν ειρηνεύουμε. Αυτό γίνεται για διάφορους λόγους. Ένας λόγος είναι ότι δεν μετανοιώσαμε πραγματικά απλώς μεταμεληθήκαμε για τα σφάλματά μας και πήγαμε στον πνευματικό για να τα πούμε και να δικαιωθούμε κατά κάποιο τρόπο. Όπως λέει κάπου στην Παλαιά Διαθήκη: «ειπέ πρώτος τις αμαρτίες σου και θα δικαιωθείς». Στην Εκκλησία δεν πάμε για να δικαιωθούμε. Η δικαίωση είναι ανάγκη του εγώ μας και ο Χριστός ήρθε να μας κάνει να ξεπεράσουμε το Εγώ μας και να ζούμε με αγάπη ως ένα σώμα στην Εκκλησία με κεφαλή τον Χριστό.
Προσπαθούμε πολλοί να ζούμε μέσα στην Εκκλησία, όχι επειδή πιστεύουμε ότι μέσα στην κοινότητα με την εν Χριστώ σχέση μας με τους άλλους πιστούς σωζόμαστε, αλλά ότι ο καθένας μας τυπικά, ατομικά, ακολουθώντας κάποιες εντολές, κάποιους κανόνες των Αγίων Πατέρων, σώζεται. Και όχι μόνον σώζεται αλλά όπως λέει ένας σύγχρονος καθηγητής: «Συχνά κάποιος προσκολλάται στον τύπο και χάνει την ουσία». «Θωρακίζεται με αντικειμςνικές βεβαιότητες που έρχονται να στηρίξουν την προσωπική του ανασφάλεια». «Φορτίζεται με ηθικολογίες για να καλύψει τις υπαρξιακές του ανησυχίες». «Αυτοαπατάται ακόμη με την ενδόμυχη έπαρση ότι προασπίζεται τα ιερά και τα όσια ή και τον ίδιο τον Θεό».
Ως άτομο κανένας δεν σώζεται· η σωτηρία, η ολοκλήρωση είναι μέσα στην συνύπαρξη, μέσα στην συγχώρηση -συν-χωρώ χωράω μαζί- στο Σώμα του Κυρίου μας, μέσα στην Εκκλησία.
Τα μυστήρια δεν είναι φάρμακα μαγικά που μπορεί να τα πάρει ο οποιοσδήποτε και να γιατρευτεί αν δεν είναι μέλος του σώματος της Εκκλησίας.
Μπορεί το σημείο του Τιμίου Σταυρού, το λαδάκι από το καντήλι ενός αγίου, η ευχή του ιερέα, να γιατρέψει από ασθένεια και κάποιον που δεν είναι μέλος της Εκκλησίας ακόμα και έναν αβάπτιστο -έχω αρκετά παραδείγματα- αλλά αυτά δεν σώζουν τις ψυχές αν ο άνθρωπος δεν πιστέψει και δεν γίνει Χριστιανός. Χριστιανοί όλοι λεγόμαστε αλλά χρειάζονται και άλλα πράγματα πέρα από τον νηπιοβαπτισμό και το Χριστιανός Ορθόδοξος στις ταυτότητές μας.
Έχουμε και άλλες περιπτώσεις ανθρώπων, που ενώ μετανοούν, ταπεινώνονται στο μέτρο τους, εξομολογούνται καθαρά, πιστεύουν στην άφεση που δίνει η Εκκλησία και με όλα αυτά παραμένουν γεμάτοι ενοχές και χωρίς ειρήνη.
Χρειάζεται στο σημείο αυτό να πούμε ότι άλλο η τύψη της συνείδησης, που είναι κάτι πολύ φυσικό και σωτηριώδες για να μπορέσει ο άνθρωπος να συνειδητοποιεί τα σφάλματά του, τις αμαρτίες του και να μετανοεί, και άλλο οι ενοχές που μας μαυρίζουν την ψυχή.
Από τη στιγμή που πιστεύουμε στο Θεό, στην άφεση που μας παρέχει με τα μυστήρια στην Εκκλησία μας, θα πρέπει να ξεπεράσουμε και πάλι το εγώ μας και να προσπαθούμε να συγχωρούμε και μεις τον εαυτό μας, για όσα τουλάχιστον πιστεύουμε ότι ο Θεός δια της μετανοίας και εξομολογήσεως μας συγχώρεσε.
Μιλούσα με κάποιον θεολόγο ο οποίος μου έλεγε ότι αυτό: το να συγχωρεί κανείς τον εαυτό του αφού πιστεύει ότι ο Θεός δια των μυστηρίων τον έχει συγχωρέσει· ενώ αυτό το έχει διαβάσει και το έχει κηρύξει πολλές φορές· στον εαυτό του δεν μπόρεσε να το εφαρμόσει και να σταματήσει να τον κατατρέχουν οι ενοχές για κάποιο προσωπικό του αμάρτημα. Μάλλον λείπει η πίστη, ο εγωισμός μας την καπακώνει και είμαστε δυστυχισμένοι.
Η μετάνοια συνιστά μια αλλαγή στο κέντρο της επιθυμίας. Ο μετανοημένος επιθυμεί κάτι διαφορετικό, κάτι το οποίο τον κάνει άλλον άνθρωπο. Τα πάθη και οι αδυναμίες μας, θα μας συνοδεύουν μέχρι τον τάφο, αλλά αυτός που έχει μετάνοια μπορεί να πέφτει, όμως η καρδιά του δεν είναι δοσμένη στην αμαρτία όπως πριν την αλλαγή μέσα του, πριν την αλλαγή που φέρνει η μετάνοια. Η μετάνοια γίνεται τρόπος ζωής και όχι ορισμένη μεταμέλεια. Εάν ήταν μεταμέλεια θα ακολουθούσε μονίμως με άγχος τις ποικίλες παραβάσεις και τα αμαρτήματα, και έτσι θα υπήρχε αμαρτία και όχι μετάνοια.
Πιστεύω πως ο καρπός της μετανοίας είναι η ειρήνη που αισθάνεται ο άνθρωπος μέσα στο πέλαγος της αγάπης του Θεού. Εκείνος που δεν ειρηνεύυει και δεν αισθάνεται να γλυκαίνει η ψυχή του από την Αγάπη του Θεού, που μας δέχεται όλους το ίδιο, είτε αμαρτωλούς είτε δικαίους, απλώς μεταμελείται και προσπαθεί με κάποιες εγωιστικές κινήσεις να αυτοδικαιωθεί.
Τώρα λίγες σκέψεις για την εξομολόγηση. Η εξομολόγηση, όπως και όλη η ζωή μας, χρειάζεται απλότητα. Από την μια αρχίζουμε να λέμε λεπτομέρειες για τις αμαρτίες μας είτε για να τις ωραιοποιήσουμε στα αυτιά του Πνευματικού, είτε για να διώξουμε τις ενοχές που μας έχουν βάλει, μιλώντας για δήθεν καθαρή εξομολόγηση. Η καθαρή εξομολόγηση είναι όταν λέμε τις αμαρτίες μας χωρίς να τις καλύπτουμε, χωρίς πονηριά. Το να λέμε λεπτομέρειες ούτε ο Πνευματικός έχει όρεξη να τις ακούει –εκτός περιπτώσεων που εκείνος τις προκαλεί με ερωτήσεις.
Μου έλεγε ο παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια ότι σταμάτησε να εξομολογεί κοσμικούς γιατί ο ίδιος είχε έρθει στην ησυχία για να καθαρίσει το μυαλό του και δεν χρειαζόταν να ακούει αυτά που του λέγανε οι κοσμικοί με τις λεπτομέρειές τους που του βρωμίζανε το μυαλό. Αν αυτός ο Πνευματικός Γίγαντας έβλεπε στον εαυτό του αυτόν τον κίνδυνο, πόσο εμείς που μπροστά του είμαστε Πνευματικά μυρμήγκια.
Άλλοι θέλουνε να υπερτονίζουν τις αμαρτίες τους νομίζοντας ότι δίνουν αξία στον εαυτό τους, έστω και αρνητικά, και πολλοί επειδή μαζωχίζονται και ζητούν και βαρείς κανόνες από τους Πνευματικούς.
Ο κανόνας δεν είναι τιμωρία για τις αμαρτίες μας αλλά παιδαγωγία για να συναισθανθούμε ότι είμαστε σε λάθος δρόμο και να επανέλθουμε στον δρόμο του Θεού. Βλέπουμε τον Άγιο Βασίλειο για ένα αμάρτημα να βάζει κανόνα αποχής από τη Θεία Μετάληψη 15 χρόνια και για το ίδιο παράπτωμα, λίγα χρόνια μετά, ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής βάζει κανόνα 2 χρόνια και κάποιες μετάνοιες (γονυκλισίες) και νηστεία. Άγιος ο Ένας, Άγιος και ο Άλλος και βλέπουμε ότι η Εκκλησία μας, οι Άγιοί μας, ζώντας μέσα στη χάρη του Θεού, φωτίζονται και οικονομούν τα πράγματα ανάλογα με τις καταστάσεις που βρίσκεται η κοινωνία. Οι Ιεροί Κανόνες είναι φωτισμός του Αγίου Πνεύματος αλλά δεν είναι όλοι διαχρονικοί. Η Εκκλησία μας είναι ζωντανή, δεν είναι νεκρό ιστορικό απολίθωμα.
Λέγει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για την διαφορά του Αγίου Βασιλείου και του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, ότι την εποχή του Αγίου Βασιλείου υπήρχε πίστη δυνατή, αγάπη για τον Χριστό και κάποιος που κανονιζόταν 15 χρόνια να μένει χωρίς την Θεία Κοινωνία, ο πόθος του αυξανόταν και ήταν όλη η ζωή του στραμμένη στην στιγμή που θα αξιωνόταν να μεταλάβει. Την εποχή του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτού -300 χρόνια αργότερα- η ευλάβεια είχε μειωθεί, η αγάπη για τον Χριστό λιγόστεψε και η αδιαφορία για την πνευματική ζωή είχε αυξηθεί. Για να θερμάνει τον πόθο για τον Χριστό βάζει ο Άγιος Ιωάννης κάποιον κανόνα.
Αυτήν την οικονομία μπορούμε και επιβάλλεται να χρησιμοποιούμε και σήμερα. Η Εκκλησία είναι ζωντανή εν Αγίω Πνεύματι, έχουμε το Πηδάλιο -τους Ιερούς Κανόνες των Αγίων Πατέρων- αλλά το κλειδί είναι στα χέρια του Πνευματικού που ορίζει η Εκκλησία. Βλέπετε μόνον οι Έλληνες έχουμε ορισμένους κληρικούς που τελούν με την ευλογία του Επισκόπου το Μυστήριο της Μετανοίας. Στους άλλους ορθοδόξους λαούς όλοι οι κληρικοί εξομολογούν. Εκεί τα πράγματα είναι πιο τυπικά γιατί ταιριάζουν έτσι στους λαούς εκείνους. Εμείς δύσκολα μπορούμε να ικανοποιηθούμε από τους τύπους· πιο δυσκολοκυβέρνητοι, πιο ατίθασοι. «Γίνονται οι λαοί κοπάδι;»
Έλεγε ένας Άγιος Πνευματικός -μακαρίτης τώρα- στα Ιεροσόλυμα: Παπά μου, σήμερα τα πράγματα αλλάξανε. Αντί να βάζουμε κανόνα στους εξομολογουμένους να απέχουν από τη Θεία Κοινωνία, σήμερα πρέπει να τους βάζουμε κανόνα την κοινωνία. Είναι το μόνο που μας ενώνει με τον Θεό. Όλοι είμαστε χλιαροί. Η ζωή μας δεν είναι εν πολλοίς Χριστιανική, τα παραδείγματα εξέλειπαν, τα λόγια κοσμικά, όλα μας απομακρύνουν από τον Θεό, και μόνο με τη Θεία Μετάληψη μπορεί ένας Χριστιανός να αισθανθεί ότι ο Θεός τον αγαπάει και καταδέχεται ο Χριστός μας να τον δώσει το Σώμα Του και το Αίμα Του, να Το φάει και να Το πιεί.
Μου είχε πει ένας συμπατριώτης μας -γνωστός σε πολλούς από μας, καθηγητής σας- λίγους μήνες πριν συγχωρεθεί όταν ήρθε στο Άγιον Όρος: «Γέροντα ποιος είναι εκείνος που μπορεί να εμποδίσει έναν Χριστιανό που πιστεύει ότι μέσα στο Αγιοπότηρο της Θείας Λειτουργίας είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας· ποιος μπορεί να τον εμποδίσει να κοινωνήσει;»
Πιστεύω ότι Χριστιανός δεν είναι αυτός που βαπτίζεται μόνον. Χριστιανός είναι αυτός που μετέχει των Θείων Μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Με το βάπτισμα είσαι δυνάμει Χριστιανός· με τα υπόλοιπα Μυστήρια και κυρίως με την Θεία Μετάληψη γίνεσαι ενεργεία Χριστιανός.
Ένα πρόβλημα που προέκυψε τα τελευταία χρόνια με την έκδοση πατερικών καλογερικών βιβλίων, με την δυνατότητα να επισκέπτεσθε το Άγιον Όρος και άλλα μοναστήρια κα κυρίως με την συχνή έξοδο από το Άγιον Όρος, ιερομονάχων, είναι το μπέρδεμα μεταξύ εξομολόγησης και καθοδήγησης. Ο μοναχός έχει τη δυνατότητα να αποκαλύπτει τους λογισμούς του στον Γέροντά του για να καθοδηγεί, να κόβει το θέλημά του και να προχωρεί στο δρόμο της μοναχικής τελειώσεως. Για τους λαϊκούς δεν υπάρχει η ίδια ανάγκη και η ίδια δυνατότητα. Πολλοί από μας τους μοναχούς νομίζουμε ότι θα βάλουμε εσάς τους λαϊκούς στις ίδιες φόρμες. Πρακτικά δύσκολο έως αδύνατον για τους πολλούς. Εμείς υποτίθεται ζούμε στην ησυχία, απερίσπαστοι από τις βιοτικές μέριμνες και κοιτάζουμε την σωτηρία μας. Εσείς έχετε τόσες φροντίδες για συζύγους και παιδιά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, και τόσα άλλα, που αν εκεί αγωνίζεσθε σωστά, ο Θεός σας αγιάζει. Ο βασικός αγώνας στον κόσμο είναι η κατάρτιση σωστής κατά Θεόν οικογένειας.
Και ψάχνουμε να βρούμε έναν Γέροντα φωτισμένο. Γράφει ένας ηγούμενος γι αυτούς τους αναζητητές επισκέπτες του Αγίου Όρους: «Ζώντας στο Άγιον Όρος αρκετά χρόνια έχω διαπιστώσει αρκετές φορές την διάθεση των επισκεπτών ή προσκυνητών να συναντήσουν μια φωτισμένη μορφή, αποβλέποντας ωστόσο να συναντήσουν έναν μάγο ή έστω έναν θαυματουργό ή διορατικό ή προορατικό, περιορίζοντας ή μάλλον υποτιμώντας και αχρειώνοντας έτσι πολύ το πεδίο της εν Χριστώ αγιότητος». Δεν φαίνεται με την έρευνα και σχέση αυτή να επιδιώκουμε τόσο την κάθαρση των παθών μας, όσο το να χορτάσουμε την εγωιστική περιέργειά μας, που αν δεν το πετύχουμε, αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για την δυνατότητα της ύπαρξης σήμερα αγίων, και μπορεί να καταλήξουμε στην βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, ισχυριζόμενοι ότι χάθηκαν σήμερα οι Άγιοι, λες και η αγιότητα βγαίνει στο παζάρι ή χτυπά κουδούνια -όπως έλεγε ένας μοναχός. Έλεγε ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης: «Αλλοίμονο στον Άγιο που βγήκε η φήμη του μέχρι την Αθήνα» ή «Με την κατάρα του Θεού και την ευχή του διαβόλου διαδόθηκε ότι είμαι Άγιος» -έλεγε για τον εαυτό του.
Σήμερα πάνω απ’ όλα λειτουργεί το MARKETING. Διαφημίζεται κάποιος από κάποιους για κάποια συμφέροντα, τσιμπάει ο εν λόγω γκουρού-πνευματικός και τότς αλλοίμονο στους οπαδούς. Και το κυριότερο όπλο αυτών των καθοδηγητών είναι η τρομοκρατία με την κόλαση, αν δεν τους κάνουν υπακοή, για ασθένειες που θα ακολουθήσουν στους δικούς τους, μέχρι και απειλές ότι δεν θα ξαναπιεί καφέ στο σπίτι των ανυπάκουων, πράγμα που θα τους μειώσει κοινωνικά.
Καλή είναι η καθοδήγηση η πνευματική από σοβαρούς ανθρώπους· αυτό που μας χρειάζεται απαραίτητα είναι η μετάνοια και η εξομολόγηση.
Μου έλεγε ο δεσπότης μας -εδώ είναι- ότι όταν τον διάβασε εξομολόγο ο προκάτοχός του -ώρα του καλή- ετοίμαζε τότε έναν χώρο γραφείο για να εξομολογεί. Τον βλέπει ο συνεφημέριός του -γέρος και με πολλή πείρα- και τον συνεχάρη για τον ζήλο του. Όταν τελείωσε η διαδικασία και τελείωσε το γραφείο, όλο χαρά του το έδειξε ο πρωτοσύγκελος. Τότε λέει ο γέρος: «Λοιπόν παιδί μου Άνθιμε, τώρα βρες ένα απόμερο στασίδι μέσα στον Άγιο Νικόλα και εκεί να εξομολογείς· είσαι νέος ακόμα και άπειρος. Στο στασίδι και στα όρθια δεν έχει περιθώρια για αργολογίες και μάταιες κουβέντες που μπορούν να ειπωθούν στις άνετες πολυθρόνες ενός γραφείου».
Θα θυμόσαστε οι πιο πολλοί και τον παπα-Σκάβδη. Αυτός έκανε όντως ποιμαντικό έργο. Μικρή η κοινωνία της Αλεξανδρούπολης τότε, οι πιο πολλοί γνωστοί και τα προβλήματα λίγο-πολύ γνωστά. Προχωρούσε στον δρόμο, έβλεπε τους ανθρώπους που καταλάβαινε ότι είχαν κάτι να του πουν, και στα πεταχτά άκουγε την εξομολόγησή τους, τους σταύρωνε και ανάπαυε τις ταραγμένες ψυχές. Τον έβλεπες στο ΚΤΕΛ, στα καφενεία, αθόρυβα να κάνει την δουλειά. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του, κόντεψε 100. Τότε όποιος πήγαινε να εξομολογηθεί στην Εκκλησία, τον κουτσομπόλευαν ότι θα είχε κάνει κάποιο έγκλημα. Άλλα χρόνια.
Μου έλεγε ένας παπάς στην Αθήνα σε μια μεγάλη ενορία. Είχε 5 εξομολόγους που εξομολογούσαν διαδοχικά. Όσοι εξομολογούμενοι βγαίναν από το εξομολογητήριο ενός από τους ιερείς, βγαίναν ειρηνικοί και χαρούμενοι, αλλοιώτικα απ’ ότι συνέβαινε με τους άλλους. Ρώτησαν λοιπόν τον παπά οι άλλοι, τι τους λέει και φεύγουν ειρηνικοί και χαρούμενοι και τους απάντησε: «Προσπαθώ να ακούω τους ανθρώπους που έρχονται για να καταθέσουν τα βάρη της ψυχής τους, χωρίς να λέω πολλά λόγια και ερωτήσεις για θέματα που δεν αναφέρουν οι ίδιοι. Οι άνθρωποι χρειάζονται να τους ακούσουμε και όχι να τους πούμε ¨σοφές συμβουλές¨».
Ψάχνοντας να βρούμε έναν Γέροντα με χαρίσματα κτλ πολλές φορές χάνουμε τον Θεό. Επαναπαυόμαστε στη συναισθηματική σχέση που συνήθως δημιουργείται και δεν έχουμε ανάγκη να αναφερόμαστε στον ίδιο τον Θεό για την σωτηρία μας αφού μας σκεπάζουν τα ράσα και το πετραχήλι του γέροντα. Μόδα που ήρθε από έξω με τους διάφορους γκουρού που κυκλοφορούν.
Είπαμε ότι η μετάνοια, η αλλαγή πλεύσης, μας οδηγεί στο μέγα Μυστήριο της σωματικής επαφής μας με τον Χριστό. Μας προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του να τα φάμε «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
Τι άλλο χρειάζεται ο Χριστιανός; Άφεση αμαρτιών και ζωή αιώνια. Δεν ήρθε ο Χριστός στον κόσμο να γίνει άνθρωπος, να αγιάσει την φύση του πλάσματός του, του ανθρώπου που απομακρύνθηκε από τον Θεό και έπεσε από την όντως ζωή του Παραδείσου, παρά για να αγιάσει αυτήν την ρημαγμένη από την αμαρτία φύση μας. Δεν ήρθε για να κηρύξει μια ηθική διδασκαλία όπως όλοι οι ιδρυτές θρησκειών. Ήρθε να μας δείξει ότι έχουμε την δυνατότητα να αναστηθούμε όπως Αναστήθηκε ο ίδιος και να μας πάρει κοντά του εις τους αιώνας.
Με ρώτησε κάποιος αν πιστεύω στην μετενσάρκωση -θεωρία που βολεύει πολλούς που θέλουν να δώσουν με το μυαλό τους και άλλη δυνατότητα για τακτοποίηση της ταραγμένης συνείδησής τους- και του απήντησα κατηγορηματικά ΟΧΙ, διότι πιστεύω ότι αυτό το σώμα που έχω τώρα, θα αναστηθεί για να ενωθεί με την ψυχή μου, για να κριθεί στην Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί λένε ότι η ψυχή φεύγει από το ένα σώμα και μπαίνει σε άλλο μέχρι να τελειωθεί. Η Εκκλησία μας πιστεύει ότι αυτό το μοναδικό για τον καθένα μας σώμα, ανασταίνεται.
Αυτό λοιπόν το σώμα αγιάζεται με την τήρηση των εντολών του Θεού και με την υποδοχή και βρώση -φάγωμα- του ίδιου του Σώματος και του Αίματος του Χριστού στην μορφή ψωμιού και κρασιού, γιατί είναι δύσκολο να μας προσφέρει ο Ιερέας Λειτουργός κρέας και αίμα. Και έχουμε αρκετές θαυμαστές περιπτώσεις αισθητής μετατροπής, μέσα στο Άγιο Ποτήριο, του άρτου και του οίνου σε σάρκα και σε αίμα.
Δυστυχώς ο μεγαλύτερος πόλεμος του διαβόλου στην Εκκλησία μας είναι οι δυσκολίες που μας δημιουργεί στο να μην μετέχουμε συχνά στο ποτήριο της ζωής. Είτε από αμέλεια, είτε από ενοχές για την ζωή μας, είτε από υπερβολικό φόβο για την ιερότητα του Μυστηρίου, μένουμε μακρυά από την Ζωή. «Ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ».
Και η συμμετοχή στο Μυστήριο μας καθαρίζει, μας αγιάζει, μας αποκόπτει από τα γήινα φρονήματα και μας στρέφει προς τον Ουρανό, αλλά και μόνο η όποια προετοιμασία για την Θεία Κοινωνία μας ξυπνά από το λήθαργο της χαύνωσης που ζούμε για τον κόσμο αυτό.
Το επικίνδυνο είναι να πλησιάζουμε με αδιαφορία και περιφρόνηση για το Μυστήριο. Και το βασικότερο απ’ όλα είναι να μην έχουμε κάτι που να μας βαραίνει την συνείδησή, να έχουμε συγχωρέσει και να έχουμε ζητήσει συγχώρεση από τους γύρω μας, να ανεχόμαστε και να προχωρούμε στην αγάπη. Το να συγχωρούμε είναι το πιο δύσκολο αλλά και το πιο εύκολο αν ξεπεράσουμε τον εγωισμό μας.
Να αναφέρουμε και ένα παράδειγμα από τον βίο του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου. Ήταν κάποιος στην Αίγυπτο την εποχή του Αγίου Μακαρίου που επιθυμούσε την γυναίκα του γείτονα. Επειδή δεν μπορούσε να την καταφέρει με άλλον τρόπο κατέφυγε σ’ έναν μάγο. Ο μάγος με διάφορες μαγγανείες με την συνέργεια του Σατανά, μεταμόρφωσε την γυναίκα σε φοράδα. Κλαίγοντας ο σύζυγος, της βάζει ένα καπίστρι και την πηγαίνει στην έρημο, στον Άγιο Μακάριο. Όλοι την έβλεπαν σαν φοράδα ενώ ο άνθρωπος του Θεού την έβλεπε κανονικά ως γυναίκα, την ράντισε με αγιασμό και ξαναμεταμορφώθηκε και στα μάτια των άλλων σε κανονικό άνθρωπο. Και τότε της είπε ο Άγιος: «Σου συνέβη αυτό με τη συνέργεια του διαβόλου επειδή δεν συμμετείχες στις συνάξεις της Εκκλησίας και για 5 εβδομάδες δεν είχες κοινωνήσει».
Η Θεία Μετάληψη είναι αυτό που κυρίως μας θωρακίζει κατά των ενεργειών του πονηρού. Τρία πράγματα φοβάται ο διάβολος: Το Βάπτισμα, τον Τίμιο Σταυρό και την Θεία Κοινωνία. Κανονικά όλοι οι Χριστιανοί πρέπει να κοινωνούν τν Αχράντων Μυστηρίων σε κάθε Θεία Λειτουργία.
Η Οσία Μαρία μας δίδαξε ότι το ασκητήριο, η έρημος, ο Ιορδάνης ποταμός, όχι μόνο δεν έσβησαν την δίψα της αναμονής της για τον Χριστό, αλλά την φούντωσαν. Ζητά να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, λες και τα ασκητικά κατορθώματα να μην λένε τίποτε. Δεν την κράτησαν στην έρημο τα ασκητικά της κατορθώματα, ούτε η παραμονή της στην έρημο τα βλάστησε μαγικά. Βλάστησαν γιατί τα συνέλαβε και τα τροφοδότησε η προσδοκία του Ερχομένου Κυρίου. Η ύπαρξή της φλεγόταν από πόθο για την μετάληψη του Σώματος και Αίματός Του. Αυτός θα ολοκλήρωνε τα πάντα και αυτή η αναμονή Του γεννούσε τα πάντα.
Ο αγώνας μας ας συνοψίζεται στην προτροπή της Εκκλησίας μας σε όλες τις Ακολουθίες στο «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα» και κοινωνώντας του Σώματος και Αίματος του Χριστού μας, να αξιωθούμε εκτυπότερον μετασχείν της Αγίας Αυτού Αναστάσεως.
Αμήν!