Ἄφησα γιά τό τέλος δύο συμβουλές, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Γέροντας, ὅταν τόν ἐπεσκέφθηκα
γιά τήν τελική ἐπιβεβαίωση τοῦ Θεοῦ, ὡς πρός τήν εἴσοδό μου στήν ἱερωσύνη.
Ἦταν ἡ 1η Νοεμβρίου 1986, ὁπού ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ὁσίου
Δαβίδ τοῦ Γέροντος. Μέσα στό ὑγρό φθινοπωρινό ἀπόγευμα κατέβαινα μέ λαχτάρα
ἀπό τίς Καρυές πρός τό κελλί τοῦ Γέροντος, τήν Παναγούδα. Λίγο πιό κάτω
ἀπό τήν μονή Κουτλουμουσίου, δύο σκυλιά ἔγιναν “συνοδοιπόροι” μου.
Προπορεύονταν στό μονοπάτι, τό ὁποῖο δέν ἐγνώριζα καλά. Ὅταν μέ
ὡδήγησαν μπροστά στήν ἐξώπορτα τῆς αὐλῆς τοῦ κελλιοῦ καί βγῆκε ὁ Γέροντας
γιά νά μέ ὑποδεχθῆ, τούς εἶπε μέ νόημα· “ἄντε, πηγαίνετε τώρα”. Καί ἐκεῖνοι,
σάν καλοί “ὑποτακτικοί”, ἔφυγαν ἀμέσως, ἀφοῦ εἶχαν ἐκπληρώσει τήν
ἀποστολή τους. Αὐτή τήν φορά μέ δέχθηκε ὁ Γέροντας μέσα στό κελλί,
ὅπου ἡ ξυλόσομπα ἔκαιγε. Μετά τό “κλασσικό” κέρασμα, περάσαμε στό
ἐκκλησάκι τοῦ κελλιοῦ. Τοῦ ἀνέφερα τόν σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς
μου καί μετά τήν ἀνεπιφύλακτη καί συγχρόνως συγκλονιστική γιά
μένα ἀπάντησή του “καί βέβαια εἶναι θέλημα Θεοῦ”, συζητήσαμε γιά
διάφορα θέματα. Ἐκεῖ, μεταξύ τῶν ἄλλων, μοῦ ἔδωσε τίς παρακάτω
συμβουλές, τίς ὁποῖες ἀναφέρω ἐλπίζοντας, ὅτι θά βοηθήσουν τούς
ἀδελφούς μου, ὅπως ἐβοήθησαν κι ἐμένα. Ἡ πρώτη συμβουλή του ἦταν·
“μή βάζης τά προγράμματά σου μπροστά ἀπό τά προγράμματα τοῦ Θεοῦ”.
Ὁ λόγος του αὐτός ὑπῆρξε λυτρωτικός γιά μένα. Μέ ἐλευθέρωσε
ἀπό τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία. Μου ἐδίδαξε, νά προτάσσω πάντοτε
τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μου ἀπό τό δικό μου θέλημα, νά ζητῶ
ἀπό τόν Χριστό νά προπορεύεται καθημερινῶς στήν ζωή μου καί νά μέ
κατευθύνει στό κάθε τί. Καί εἶδα μέσα ἀπό τήν καθημερινή πείρα τόσων χρόνων,
ὅτι ὁ Χριστός ξέρει καί μπορεῖ νά κάνει τό “κουμάντο” κατά τόν ἄριστο τρόπο,
ὅταν ἐλεύθερα, ἀβίαστα καί ἀνεπιφύλακτα τόν ἀγαποῦμε, τόν
ἐμπιστευόμαστε καί τοῦ τό ζητοῦμε. Κι ὅλοι καταλαβαίνουμε τήν σημασία,
πού ἔχει αὐτό, ἰδιαιτέρως γιά τήν διακονία τοῦ ποιμένος λογικῶν προβάτων
καί γιά τούς πιστούς, πού τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός. Ἡ δεύτερη συμβουλή του
ἦταν· “Γιά ὅ,τι εἶσαι, ὅ,τι ἔχεις καί ὅ,τι ἐπιτυγχάνεις νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό·
εὐχαριστώντας τόν Θεό, θά συνειδητοποιῆς, ὅτι δέν εἶναι ἰδικά σου κατορθώματα,
ἀλλά εἶναι δῶρα του καί θά ταπεινώνεσαι”.
Ἀντιλαμβάνεται κανείς χωρίς πολλά σχόλια τήν σημασία τῆς ὑποθήκης
αὐτῆς τοῦ Γέροντος, πού μέ ἕνα ἁπλό, ἀλλά “τετράγωνο”, τρόπο ὁδηγεῖ τόν
ἄνθρωπο στήν αὐτογνωσία καί τήν ἰσορροπία, μακρυά, ἀπό τά νοσηρά συμπλέγματα
μειονεξίας καί ὑπεροψίας, καθώς καί ἀπό τόν θανάσιμο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου,
τήν ὑπερηφάνεια. Τά λόγια αὐτά τοῦ Γέροντος μοῦ θυμίζουν πάντα αὐτό πού
γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος·
γιά τήν τελική ἐπιβεβαίωση τοῦ Θεοῦ, ὡς πρός τήν εἴσοδό μου στήν ἱερωσύνη.
Ἦταν ἡ 1η Νοεμβρίου 1986, ὁπού ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ὁσίου
Δαβίδ τοῦ Γέροντος. Μέσα στό ὑγρό φθινοπωρινό ἀπόγευμα κατέβαινα μέ λαχτάρα
ἀπό τίς Καρυές πρός τό κελλί τοῦ Γέροντος, τήν Παναγούδα. Λίγο πιό κάτω
ἀπό τήν μονή Κουτλουμουσίου, δύο σκυλιά ἔγιναν “συνοδοιπόροι” μου.
Προπορεύονταν στό μονοπάτι, τό ὁποῖο δέν ἐγνώριζα καλά. Ὅταν μέ
ὡδήγησαν μπροστά στήν ἐξώπορτα τῆς αὐλῆς τοῦ κελλιοῦ καί βγῆκε ὁ Γέροντας
γιά νά μέ ὑποδεχθῆ, τούς εἶπε μέ νόημα· “ἄντε, πηγαίνετε τώρα”. Καί ἐκεῖνοι,
σάν καλοί “ὑποτακτικοί”, ἔφυγαν ἀμέσως, ἀφοῦ εἶχαν ἐκπληρώσει τήν
ἀποστολή τους. Αὐτή τήν φορά μέ δέχθηκε ὁ Γέροντας μέσα στό κελλί,
ὅπου ἡ ξυλόσομπα ἔκαιγε. Μετά τό “κλασσικό” κέρασμα, περάσαμε στό
ἐκκλησάκι τοῦ κελλιοῦ. Τοῦ ἀνέφερα τόν σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς
μου καί μετά τήν ἀνεπιφύλακτη καί συγχρόνως συγκλονιστική γιά
μένα ἀπάντησή του “καί βέβαια εἶναι θέλημα Θεοῦ”, συζητήσαμε γιά
διάφορα θέματα. Ἐκεῖ, μεταξύ τῶν ἄλλων, μοῦ ἔδωσε τίς παρακάτω
συμβουλές, τίς ὁποῖες ἀναφέρω ἐλπίζοντας, ὅτι θά βοηθήσουν τούς
ἀδελφούς μου, ὅπως ἐβοήθησαν κι ἐμένα. Ἡ πρώτη συμβουλή του ἦταν·
“μή βάζης τά προγράμματά σου μπροστά ἀπό τά προγράμματα τοῦ Θεοῦ”.
Ὁ λόγος του αὐτός ὑπῆρξε λυτρωτικός γιά μένα. Μέ ἐλευθέρωσε
ἀπό τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία. Μου ἐδίδαξε, νά προτάσσω πάντοτε
τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μου ἀπό τό δικό μου θέλημα, νά ζητῶ
ἀπό τόν Χριστό νά προπορεύεται καθημερινῶς στήν ζωή μου καί νά μέ
κατευθύνει στό κάθε τί. Καί εἶδα μέσα ἀπό τήν καθημερινή πείρα τόσων χρόνων,
ὅτι ὁ Χριστός ξέρει καί μπορεῖ νά κάνει τό “κουμάντο” κατά τόν ἄριστο τρόπο,
ὅταν ἐλεύθερα, ἀβίαστα καί ἀνεπιφύλακτα τόν ἀγαποῦμε, τόν
ἐμπιστευόμαστε καί τοῦ τό ζητοῦμε. Κι ὅλοι καταλαβαίνουμε τήν σημασία,
πού ἔχει αὐτό, ἰδιαιτέρως γιά τήν διακονία τοῦ ποιμένος λογικῶν προβάτων
καί γιά τούς πιστούς, πού τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός. Ἡ δεύτερη συμβουλή του
ἦταν· “Γιά ὅ,τι εἶσαι, ὅ,τι ἔχεις καί ὅ,τι ἐπιτυγχάνεις νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό·
εὐχαριστώντας τόν Θεό, θά συνειδητοποιῆς, ὅτι δέν εἶναι ἰδικά σου κατορθώματα,
ἀλλά εἶναι δῶρα του καί θά ταπεινώνεσαι”.
Ἀντιλαμβάνεται κανείς χωρίς πολλά σχόλια τήν σημασία τῆς ὑποθήκης
αὐτῆς τοῦ Γέροντος, πού μέ ἕνα ἁπλό, ἀλλά “τετράγωνο”, τρόπο ὁδηγεῖ τόν
ἄνθρωπο στήν αὐτογνωσία καί τήν ἰσορροπία, μακρυά, ἀπό τά νοσηρά συμπλέγματα
μειονεξίας καί ὑπεροψίας, καθώς καί ἀπό τόν θανάσιμο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου,
τήν ὑπερηφάνεια. Τά λόγια αὐτά τοῦ Γέροντος μοῦ θυμίζουν πάντα αὐτό πού
γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος·
“Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;” (Α´ Κορ. 4,7).