Ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας λέγει ὅτι: «Ἡ ἐξομολόγησις τῶν λογισμῶν στὸν Πνευματικὸ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἡ ἐλπὶς τῆς σωτηρίας γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς»
Πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνευματικὰ καθήκοντα τῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν λαϊκῶν χριστιανῶν, εἶναι ἡ ἐξομολόγησις τῶν ἁμαρτιῶν. Γι’ αὐτό, ὅσα πρόκειται νὰ εἴπω παρακάτω, θὰ ἔχουν σχέσι μὲ αὐτὸ τὸ Μυστήριο.
Κατ’ ἀρχὰς πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ἁμαρτωλοὶ ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, ἄλλοι περισσότερο καὶ ἄλλοι ὀλιγώτερο. Αὐτό μᾶς τὸ λέγει καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὡς ἑξῆς: «Τὶς γὰρ ὤν βροτός, ὅτι ἔσται ἄμεμπτος, ἢ ὡς ἐσόμενος δίκαιος γεννητὸς γυναικός;» (Ἰὼβ 15, 14), ἐνῶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει στὴν πρώτη του ἐπιστολὴ στίχο 8 καὶ 9 «Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. Ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας». Ἡ ἐξομολόγησις γιὰ νὰ εἶναι σωστὴ καὶ εὐάρεστος στὸν Θεό, πρέπει νὰ ἐκπληροῖ τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις:
Πρέπει νὰ γίνεται ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ.
Νὰ εἶναι πλήρης. Δηλαδὴ νὰ περιλαμβάνη ὅλα τὰ γενόμενα ἁμαρτήματα ἀπὸ τὸν ἐξομολογούμενο ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἤ ἀπὸ τὴν τελευταία του ἐξομολόγησι καὶ νὰ μὴ ἀποκρύπτη τίποτε ἀπ’ αὐτά.
Νὰ γίνεται μὲ τὴν θέλησή μας σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ λέγει: «Καὶ ἐκ θελήματός μου ἐξομολογήσομαι αὐτῷ» (Ψαλμ. 21,7).
Νὰ γίνεται μὲ ταπείνωσι καὶ συντριβή, ὅπως λέγει ἡ Γραφή: «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,18).
Νὰ εἶναι ἄσπιλος, δηλαδὴ νὰ μὴ ἐνοχοποιῆ ἄλλους ὁ ἐξομολογούμενος, οὔτε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οὔτε κάποιο ἀπὸ τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀκόμη καὶ τὸν διάβολο, ἀλλὰ μόνο τὸν ἑαυτό του νὰ θεωρῆ ἔνοχο καὶ ὑπεύθυνο γιὰ τὶς πράξεις του, ὅπως λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐὰν θέλης νὰ κατηγορήσης κάποιον, μόνο τὸν ἑαυτό σου νὰ κατηγορήσης», ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει: Λέγε καὶ μὴ ἐντρέπεσαι: «ἰδικό μου εἶναι τὸ πρήξιμο, πάτερ, ἰδική μου εἶναι καὶ ἡ πληγὴ ἀπὸ τὴν ἀκηδία μου ἔγινε τὸ τάδε καὶ τὸ τάδε ἔργο καὶ ὄχι ἀπὸ ἄλλον. Κανεὶς δὲν εἶναι ἔνοχος γι’ αὐτὸ οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε πνεῦμα, οὔτε σῶμα, οὔτε κάποιος ἄλλος, παρὰ ἡ ὀκνηρία μου».
Πρέπει νὰ εἶναι εἰλικρινής, δηλαδὴ νὰ λέγη τὴν ἀλήθεια ὁ χριστιανὸς καὶ μόνο αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔκανε ὁ ἴδιος χωρὶς νὰ φανερώνη ὀνόματα προσώπων μὲ τὰ ὁποῖα ἔχουν σχέση οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια, κατὰ τὴν μαρτυρία τῆς Γραφῆς ποὺ λέγει: «ἔστι γὰρ αἰσχύνη ἐπάγουσα ἁμαρτίαν, καὶ ἔστιν αἰσχύνη δόξα καὶ χάρις» (Σοφία Σειρὰχ 4, 21). Ἡ ἐντροπὴ αὐτὴ τὴν ὁποία ὑπομένεις στὴν ἐξομολόγησι σὲ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἐντροπὴ ἐκείνη τὴν ὁποία θὰ αἰσθανθοῦμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν φοβερὰ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Μελλούσης Κρίσεως, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στὸν 4ο Λόγο του: «Δὲν γίνεται παρὰ μόνο μὲ τὴν ἐντροπὴ νὰ λυτρωθῆς ἀπὸ τὴν αἰωνία ἐντροπή».
Ἡ ἐξομολόγησις νὰ εἶναι ἀποφασιστική, δηλαδὴ νὰ πάρουμε μία μεγάλη ἀπόφασι ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ ὅτι δὲν θὰ ἁμαρτήσουμε πλέον μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος καὶ μάλιστα, καλλίτερα χιλιάδες φορὲς νὰ ἀποθάνουμε, παρὰ νὰ ἁμαρτήσουμε μὲ τὴν θέλησή μας. Ὅποιος δὲν ἐπῆρε αὐτὴ τὴν ἀπόφαση εἶναι μὲ τὸ ἕνα πόδι του στὸν Πνευματικὸ καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὴν ἁμαρτία. Μερικοὶ ἐξομολογοῦνται μὲ τὸ στόμα, ἐνῶ μὲ τὴν καρδιὰ τους ἐπιθυμοῦν πάλι τὴν ἁμαρτία, ὁμοιάζοντες μὲ τὸν σκύλο, ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει πάλι στὸ ἴδιο ξέραμά του ἤ μὲ τὸ χοῖρο πού, ἐνῶ λούζεται καὶ πλένεται, πάλι ἐπιστρέφει μέσα στὶς λάσπες καὶ κυλίεται.
Ἄλλοτε πάλι πολλοὶ πιστοὶ κάνουν τὴν ἐξομολόγηση ἀπὸ συνήθεια, ἐπειδὴ ἐπλησίασε ἡ Γέννησις τοῦ Κυρίου ἤ τὸ Πάσχα ἤ διότι κινδυνεύουν νὰ ἀποθάνουν. Διαβάζουμε στὸ Γεροντικὸ ὅτι ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς ἔβλεπε τὶς ψυχὲς νὰ κατεβαίνουν στὸν ἅδη, ὅπως πέφτουν οἱ νιφάδες τοῦ χιονιοῦ στὴν περίοδο τοῦ χειμῶνος, καὶ αὐτὲς ὄχι γιατί δὲν ἐξομολογοῦντο, ἀλλὰ δὲν ἐξομολογοῦντο σωστὰ καὶ μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν ἁμαρτήσουν πλέον. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι τίποτε δὲν ὠφελεῖ ἡ ἐξομολόγησις αὐτὸν ποὺ ἐξομολογεῖται, ἂν δὲν μισεῖ μὲ τὴν καρδιά του τὴν ἁμαρτία, διότι δὲν ἔχει καμμία ἐλπίδα διορθώσεώς του.
Στὴν συνέχεια σημειώνουμε τοὺς τρόπους μὲ τοὺς oποίους ὁ πιστός, μετὰ τὴν καθαρὴ ἐξομολόγηση ποὺ ἔκανε στὸν Πνευματικό, θὰ ἠμπορέση νὰ διαφυλαχθῆ ἀπὸ τὶς διάφορες πτώσεις στὴν ἁμαρτία:
Πρῶτος τρόπος ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἐξομολογηθέντων ἁμαρτιῶν. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Προφήτης Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν συγχώρησι ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς δύο μεγάλες ἁμαρτίες του, εἶχε πάντοτε πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του τὸν θάνατο, ὅπως ὁ ἴδιος λέγει: «Ὅτι τὴν ἀνομία μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντὸς» (Ψαλμ. 50, 4).
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς βοηθῆ νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε ὅπως λέγει καὶ ἡ Γραφή: «Υἱέ, μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σοφία Σειρὰχ 7,16). Ἐνῶ ἡ ὑπενθύμισις τῶν ἁμαρτιῶν δὲν θὰ πρέπη νὰ καταλήγη σὲ λεπτομέρειες, διότι ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ἐκδηλώσεως τῆς ἐμπάθειας τοῦ ἀνθρώπου.
Μετὰ τὴν ἐξομολόγηση ν’ ἀποφεύγονται οἱ αἰτίες τῆς ἁμαρτίας. Οἱ φιλόσοφοι λέγουν ὅτι, οἱ ἴδιες αἰτίες κινοῦν πάντοτε στὶς ἴδιες ἁμαρτίες. Προπαντὸς αὐτοὶ ποὺ ἔπεσαν σὲ σαρκικὲς ἁμαρτίες πρέπει πολὺ ν’ ἀποφεύγουν τὶς ἐμπαθεῖς φιλίες καὶ συνομιλίες μὲ πρόσωπα μὲ τὰ ὁποῖα ἡμάρτησαν. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς λέγει ὅτι «αὐτὸς ποὺ φοβᾶται τὸν κίνδυνο, δὲν θὰ πέση σ’ αὐτὸν» (Σοφία Σειρὰχ 3,25).
Τὸ τρίτο ὅπλο ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις. Ἀπ’ αὐτὴ προέρχονται πέντε ὠφέλειες:
Ὅπως τὰ πουλάκια δὲν ἐπιστρέφουν πάλι, ὅταν βροῦν τὴν φωλιὰ τους χαλασμένη, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες φεύγουν γιὰ πάντα ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐξομολογοῦνται συχνά, διότι ἔτσι τοὺς χαλοῦν τὶς φωλιὲς καὶ τὶς παγίδες. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: «Γιὰ ποιὰ αἰτία ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος λούσθηκε ἑπτὰ φορές, στὸν Ἰορδάνη; Γιὰ νὰ διδάξη ὅλους μας ὅτι πρέπει συχνὰ νὰ ἐξομολογούμεθα, νὰ λουζώμεθα στὰ νερὰ τῆς μετανοίας». Καὶ συνεχίζει λέγοντας: «Εἶπα νὰ ἐξομολογοῦνται συχνὰ καὶ οἱ Τιμιώτατοι Πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, Πνευματικοί, Ἱερεῖς, διότι σὲ μερικοὺς τόπους ἐχάλασε ἡ καλὴ αὐτὴ συνήθεια γιὰ τέτοια ἱερὰ πρόσωπα. Ἀπορῶ πράγματι. Γιὰ ποιὰ αἰτία, προτρέπετε ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἔργο αὐτό… διότι μόνο ὁ πάπας φαντάσθηκε τὸν ἑαυτὸ του ἀναμάρτητο καὶ ποτὲ οἱ πατριάρχαι καὶ ἀρχιερεῖς τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μᾶς λέγει: «Ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,4).
Ἐὰν δὲν γίνεται συχνὴ ἐξομολόγησις, δυσκολότερα ξερριζώνονται τὰ πάθη ἀπὸ μέσα μας. Ὅπως τὸ γέρικο καὶ μεγάλο δένδρο δὲν μπορεῖ νὰ κοπῆ μὲ μιὰ μόνο τσεκουριά, ἔτσι καὶ ἕνα συνηθισμένο κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκδιωχθῆ μὲ μιὰ μόνο συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ μὲ πολλές.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐξομολογεῖται συχνά, διατηρεῖ εὐκολώτερα στὴν μνήμη του τὰ παραπτώματα ποὺ διέπραξε ἀπὸ τὴν τελευταία ἐξομολόγησί του, ἐν ἀντιθέσει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἐξομολογεῖται σπανίως καὶ δυσκολεύεται νὰ κάνη ἀκριβῆ καὶ λεπτομερῆ ἐξομολόγησι. Γι’ αὐτὸ ὁ διάβολος, ὅταν θὰ ἐμφανισθῆ στὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, δὲν θὰ ἔχη νὰ τοῦ παρουσιάση τίποτε, ἐφ’ ὅσον πάντοτε λεπτομερῶς τὰ ἐξωμολογεῖτο.
Αὐτὸς ποὺ ἐξομολογεῖται συχνά, ἔστω καὶ ἄν πέφτη στὸ ἴδιο θανάσιμο ἴσως ἁμάρτημα, τρέχει ἀμέσως νὰ ἐξαγορεύση τὴν ἁμαρτία του, λαμβάνει πάλι τὴν ἄφεσι καὶ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἐλαφρύνει τὴν συνείδησί του ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ τέταρτη ὠφέλεια εἶναι ὅτι ὁ ἐξομολογούμενος συχνά, ἐὰν τὸν εὕρη ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, εἶναι ψυχικὰ ἕτοιμος, ἔχει τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι: «Ὁ διάβολος πηγαίνει πάντοτε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου τῶν δικαίων καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν, μήπως καὶ εὕρη τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία γιὰ νὰ τοῦ πάρη τὴν ψυχή».
Ἡ πέμπτη ὠφέλεια εἶναι ὅτι ὁ ἐξομολογούμενος συχνὰ ἀγωνίζεται νὰ ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἐνθυμούμενος ὅτι πρὶν ὀλίγες ἡμέρες πάλι ἐξομολογήθηκε καὶ ἔχει νὰ λάβη κανόνα καὶ μεγάλη ἐντροπὴ ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ του, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν ἐλέγξη γι’ αὐτὰ ποὺ πάλι ἔκανε.
Τὸ τέταρτο ὅπλο ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐνθύμησις τῆς ἐσχάτης Κρίσεως καὶ ἡ ἀπόκρισης ποὺ θὰ δώση ὁ Δίκαιος Κριτὴς τὴν ἡμέρα ἐκείνη στοὺς ἁμαρτωλούς: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. 25, 41).
Τὸ πέμπτο ὅπλο εἶναι ἡ μνήμη τῶν αἰωνίων βασάνων τοῦ Ἅδου, δηλαδὴ ἡ μνήμη ὅτι ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀποχωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐφροσύνη τῶν δικαίων καὶ ὅτι τὰ αἰώνια βάσανα τοῦ Ἅδου, τὰ ὁποῖα, ὅταν τὰ σκεπτώμεθα, δὲν θὰ βασανίσουν τὴν ψυχή μας, διότι ἡ ἐνθύμησίς τους θὰ μᾶς προκαλέση μετάνοια.
Καὶ τώρα ἐν κατακλείδι αὐτοῦ τοῦ κηρύγματός μου, παρακαλῶ ὅλους τοὺς ἀγαπητούς μου ἀδελφούς, ποὺ θὰ διαβάσουν αὐτὲς τὶς σειρὲς νὰ προσεύχωνται γιὰ μένα τὸν ἀνάξιο καὶ πολὺ ἁμαρτωλὸ νὰ μὲ βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ θέσω καὶ ἐγὼ μία καλὴ ἀρχὴ καὶ νὰ μὴ ξεχάσω αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα. Ἀμήν.