Ἡ εἴσοδος, λοιπόν, τῆς Κυρίας Θεοτόκου στό νομικό Ναό, ἑορτάζεται ἀπό τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τά ὁποῖα προέβλεψε ὁ προφητάναξ Δαβίδ, λέγοντας: «Ἀπενεχθήσονται τῷ Βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι· ἀπενεχθήσονται ἐν εὐφροσύνῃ καί ἀγαλλιάσει, ἀχθήσονται εἰς ναόν Βασιλέως» (Ψαλμ. μδ΄, 15 16).
Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων, μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά ἐπισημάνουμε κάποια ἄλλα «εἰσόδια» σέ κάποιους ἄλλους «ναούς», τά ὁποῖα ἀλληλοδιαδόχως συνέβαλαν καί συμβάλλουν στήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μας, δηλαδή τόν ἁγιασμό καί τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία μας.
Ἡ λέξη ναός προέρχεται ἀπό τό ἀρχαῖο ρῆμα «ναίω», πού σημαίνει κατοικῶ. Ἑπομένως, ναός σημαίνει κατοικία.
Πρίν τά Εἰσόδια τῆς Παναγίας μας στό νομικό Ναό, προηγήθηκαν τά εἰσόδια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτόν, κατά τόν λόγο Του στό Λευϊτικό: «Καί θήσω τήν σκηνήν μου (κατοικίαν) ἐν ὑμῖν, καί οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς, καί ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» (κεφ. κστ΄, 11 12).
«Ἀλήθεια, εἶναι δυνατόν νά κατοικήσει ὁ Θεός μαζί μέ τούς ἀνθρώπους στή γῆ; Ἐάν ὁ οὐρανός καί ὁ οὐρανός τοῦ οὐρανοῦ δέν σοῦ ἀρκοῦν (ὡς κατοικία), πῶς εἶναι δυνατόν νά σοῦ ἀρκεῖ αὐτός ὁ οἶκος πού οἰκοδόμησα “ἐν τῷ ὀνόματί σου”;», ἀναρωτήθηκε ὁ βασιλιάς Σολομών τήν ὥρα πού ἐγκαινίαζε τό μεγαλοπρεπῆ Ναό στά Ἱεροσόλυμα.
«Καί εἶπε ὁ Κύριος πρός αὐτόν (τόν Σολομῶντα)· ἄκουσα τή φωνή τῆς προσευχῆς σου… καί ἁγίασα τόν οἶκο τοῦτον, πού οἰκοδόμησες, γιά νά θέσω τό ὄνομά μου ἐκεῖ… καί νά εἶναι (συνεχῶς) ἐκεῖ (στραμμένοι) οἱ ὀφθαλμοί μου καί ἡ καρδία μου…» (Βασιλ. Γ΄ θ΄, 2 3).
Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινίσουμε πώς λέγοντας ὁ Θεός ὅτι θά εἶναι διαρκῶς τό ὄνομά Του, οἱ ὀφθαλμοί Του καί ἡ καρδία Του στό Ναό, δέν ἐννοοῦσε ὅτι θά ἦταν οὐσιωδῶς παρών σ’ αὐτόν, ἀλλά ὅτι θά ἦταν παρών μέ τή Θεία Χάρη Του, δηλαδή τίς ἄκτιστες Θεῖες Ἐνέργειές Του.
Σέ αὐτό, λοιπόν, τό Ναό, τό Ἱερό Κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, εἰσόδευσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Γιατί; Διότι ὁ Ναός προεικόνιζε τήν Παναγία μας, στήν ὁποία εἰσόδευσε καί κατοίκησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως» ἡ Θεία Φύση (Οὐσία) καί ἡ ἀνθρώπινη φύση (οὐσία).
Ἡ Παναγία μας, λοιπόν, ἀπ’ τήν ὁποία δανείστηκε τήν ἀνθρώπινη φύση ὁ Θεάνθρωπος, δέχθηκε μέσα της οὐσιωδῶς τόν Ἴδιο τό Θεό, γι’ αὐτό καί «ἐδείχθη Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν βαστάσασα τόν Κτίστην». Γι’ αὐτό καί ἀναδείχθηκε «ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστάς καί παρθένος, τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ…», ὅπως λέει τό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων.
Ναός Θεοῦ, ὅμως, δέν ἀναδείχθηκε μόνο ἡ Θεοτόκος. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἀποκαλεῖ τόν Ἑαυτό Του ναό, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους: «Λύσατε τόν ναόν τοῦτον, καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν… Ἐκεῖνος δέ ἔλεγε περί τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ» (Ἰωάν. β΄, 19 21).
Ἡ ἀλληλουχία, ὅμως, τῶν εἰσοδίων συνεχίζεται μέ τρόπο μυστικό, ἀσύλληπτο, ἀλλά καί πάλι πραγματικό. Μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γινόμαστε καί ἐμεῖς ναοί–κατοικητήρια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, εἰσοδεύει ἐντός μας. Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Μέ δύο τρόπους κυρίως:
Πρῶτα, μέ τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, πού ἀποδεικνύεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με (λέει ὁ Κύριος), τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν (τόπο διαμονῆς) παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰωάν. ιδ΄, 23).
Ἔπειτα, εἰσέρχεται μέσα μας ὁ Κύριος μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθιστώντας μας ναούς Του. Λέει χαρακτηριστικά ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Τάς ἀνομίας μου πάριδε Κύριε, ὁ ἐκ Παρθένου τεχθείς, καί τήν καρδίαν μου καθάρισον, ναόν αὐτήν ποιῶν τοῦ ἀχράντου Σου Σώματος καί Αἵματος».
Ἄλλωστε, καί ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς τονίζει: «Ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α΄ Κορ. γ΄, 17), πρᾶγμα πού ἐπαναλαμβάνει καί σ’ ἄλλες περιπτώσεις.
Ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί ὅλα αὐτά τά ἀλλεπάλληλα εἰσόδια; Ἀσφαλῶς, γιά νά μᾶς προετοιμάσουν, ὥστε νά κάνουμε τά τελευταῖα καί σπουδαιότερα εἰσόδιά μας στή μόνιμη κατοικία μας, τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὅπου κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο «καί ναόν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ· ὁ γάρ Κύριος ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ ναός αὐτῆς ἐστι, καί τό ἀρνίον» (Ἀποκ. κα΄, 22).
Εὔχομαι νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, νά ἀκούσουμε «τόν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα» νά μᾶς καλεῖ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως μέ τόν χαρμόσυνο λόγο Του: