Προσευχὴ σημαίνει ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, συνάντηση μὲ τὸν Θεό, καὶ προώθηση πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ συνάντηση, στὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ προσευχὴ εἶναι λοιπὸν μιὰ πράξη, ἕνα βίωμα, μιὰ στάση.
Μιὰ στάση ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο τῆς δημιουργίας. Προκύπτει ἀπὸ τὴ συναίσθηση ὅτι ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε δὲν εἶναι ἁπλῶς δυσδιάστατος, φυλακισμένος στὶς συντεταγμένες τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου -ἕνας κόσμος ἐπίπεδος στὸν ὁποῖο συναντοῦμε τὴν ἐπιφανειακὴ ὄψη τῶν πραγμάτων, μιὰ θαμπὴ ἐπιφάνεια ποὺ σκεπάζει τὸ κενό…
Ἡ προσευχὴ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη ὅτι ὁ κόσμος ἔχει βάθος, καὶ ὅτι δὲν περιστοιχιζόμαστε μόνο ἀπὸ ὁρατὰ πράγματα, ἀλλὰ ὅτι εἴμαστε βουτηγμένοι μέσα σὲ ἀόρατα πράγματα καὶ διαποτισμένοι ἀπ’ αὐτά.
Κι αὐτὸς ὁ ἀόρατος κόσμος εἶναι συγχρόνως ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὕψιστη καὶ κορυφαία πραγματικότητα, καὶ ἡ ἐσώτατή μας ἀλήθεια.
Τὸ ὁρατὸ καὶ τὸ ἀόρατο δὲ βρίσκονται σὲ ἀντίθεση μεταξύ τους οὔτε μποροῦν νὰ ἀντιπαρατεθοῦν σὰν ποσὰ πρὸς ἄθροιση· εἶναι παρόντα συγχρόνως, ὅπως ἡ φωτιὰ μέσα στὸ πυρωμένο σίδερο.
Τὸ ἕνα συμπληρώνει τὸ ἄλλο κατὰ ἕνα μυστηριώδη τρόπο ποὺ ὁ Ἄγγλος συγγραφέας Charles Williams περιγράφει ὡς «συν-ενύπαρξη»: Ἡ παρουσία τῆς αἰωνιότητος στὸ χρόνο, τὸ μέλλον μέσα στὸ παρὸν καὶ ἐπίσης ἡ παρουσία κάθε ἐφήμερης στιγμῆς μέσα στὴν αἰωνιότητα, τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, ὅλα μαζὶ ἐσχατολογικά, τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο ὅπως τὸ δέντρο μέσα στὸ σπόρο!
Τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς μόνο μέσα στὸν ὁρατὸ κόσμο εἶναι σὰν νὰ ζεῖ στὴν ἐπιφάνεια, ἀγνοεῖ ἢ παραγκωνίζει ὄχι μόνο τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος τῶν δημιουργημάτων.
Σημαίνει καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ μιὰ ἐπιφανειακὴ μόνο ἀντίληψη τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως δοῦμε βαθύτερα τότε ἀνακαλύπτουμε στὴν καρδιὰ τῶν πραγμάτων ἕνα σημεῖο ἰσορροπίας ποὺ ἀποτελεῖ τὴν τελείωσή τους.
Στὰ γεωμετρικὰ μεγέθη δὲν ὑπάρχει ἐσωτερικότητα. Τὰ ὅριά τους εἶναι πεπερασμένα. Ὁ κόσμος τέτοιων μορφῶν εἶναι δυνατὸ νὰ πολλαπλασιαστεῖ, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπεκταθεῖ σὲ βάθος.
Ἡ καρδιὰ ὅμως τοῦ ἀνθρώπου διαθέτει βάθος. Ὅταν προσεγγίσουμε τὴν ἀπαρχὴ τῆς ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀνακαλύπτουμε πὼς ἡ ἴδια αὐτὴ ἡ ζωὴ πηγάζει ἀπὸ πιὸ πέρα.
Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ μὴ ὁρατό. Ὄχι στὸ μὴ ὁρατό τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους, ἀλλὰ στὸ ἄπειρο μὴ ὁρατό, στὸ δημιουργικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸν Θεὸ τὸν ἴδιο.
Ἔτσι ἡ ἐπιστροφὴ στὸν ἑαυτό μας δὲν εἶναι συνώνυμη μὲ τὴν ἐνδοστρέφεια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάδυσή μας πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ πεπερασμένου ἑαυτοῦ μας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶπε: «Ὅταν ἀνακαλύπτεις τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς σου, ἀνακαλύπτεις τὴν πύλη τ’ οὐρανοῦ». Ἡ ἀνακάλυψη τώρα τοῦ δικοῦ μας ἐσωτερικοῦ βάθους συμβαδίζει μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ βάθους τῶν ἄλλων. Καθένας μας ἔχει τὴ δική του ἀπεραντοσύνη. Χρησιμοποιῶ τὴ λέξη «ἀπεραντοσύνη» σκόπιμα. Σημαίνει πὼς τὸ βάθος δὲ μετριέται, ὄχι γιατί εἶναι τόσο μεγάλο ποὺ νὰ μὴν τὸ φτάνουν τὰ μέτρα μας, ἀλλὰ διότι ἡ ποιότητά του δὲν ὑπόκειται καθόλου σὲ μετρήσεις.
Ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς προσωπικῆς μας κλήσεως εἶναι ὅτι μετέχουμε στὴ θεία φύση, καὶ ὅτι ἀνακαλύπτοντας τὸ προσωπικό μας βάθος ἀνακαλύπτουμε τὸν Θεὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε ἀθέατο πλησίον μας, Ἅγιον Πνεῦμα, Χριστό, Πατέρα.
Ἐπίσης ἀνακαλύπτουμε τὴν ἀπεραντοσύνη καὶ τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ στὸ γύρω κόσμο μας. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς προσευχῆς: ἡ ἀναγνώριση ἑνὸς τρισδιάστατου κόσμου σὲ χρόνο, χῶρο καὶ σὲ ἕνα μόνιμο ἀλλὰ συνεχῶς ἐναλλασσόμενο βάθος.
ΜΙΑ ΤΡΙΠΛΗ ΣΧΕΣΗ
Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁρατὸ κόσμο καὶ τὸ ἀόρατο ἄγνωστο. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπα πὼς ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ ἀναζήτηση, μιὰ ἐξερεύνηση στὸν ἀόρατο κόσμο τοῦ προσωπικοῦ μας βάθους ποὺ μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ ποὺ μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει.
Καὶ εἶναι διὰ τῆς προσευχῆς πού, ψηλαφητὰ στὴ ἀρχή, καὶ μέσα στὸ φέγγος μιᾶς νέας ὅρασης, ζητᾶμε καὶ βρίσκουμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό μας μὲ κάποιο τρόπο συσχετισμοῦ. Καὶ ὅταν ἀργότερα ἕνα δυνατότερο φῶς μᾶς ἐπιτρέψει νὰ δοῦμε ὅ,τι μπορέσουμε ἀπὸ τὸ ἀόρατο καὶ ἀπὸ τὸ ὁρατὸ τὸ ὁποῖο ἔχει μεταμορφωθεῖ μέσα στὸ φῶς τῆς δικῆς του ἀπεραντοσύνης καὶ τῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ προσευχὴ γίνεται βίωμα, καὶ ταυτόχρονα μιὰ διαρκὴς στάση, ὅπως εἶπα στὴν ἀρχή.
Καθὼς ψάχνουμε μισότυφλοι, μὲ τὴν ὅρασή μας μερικῶς ἀποκατεστημένη, τὰ πρῶτα βήματά μας στὴν προσευχὴ παίρνουν τὴ μορφὴ ἔκπληξης, εὐλαβοῦς φόβου καὶ μιᾶς αἴσθησης μελαγχολίας: Ἐκπλησσόμαστε ἀνακαλύπτοντας τὸν ἑαυτό μας, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ· ἐκπλησσόμαστε βλέποντας τὸν κόσμο ἀνοιχτὸ ἀπέναντι στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ. Νοιώθουμε φόβο καὶ χαρὰ καὶ δέος καθὼς εἰσερχόμαστε στὴν παρουσία τῆς θεϊκῆς ἁγιότητος καὶ ὀμορφιᾶς. Καὶ συνάμα θλιβόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ γιὰ τὸν κόσμο.
Γιατί εἶναι θλιβερὸ νὰ εἴμαστε τυφλοί, εἶναι θλιβερὸ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴν πληρότητα τῆς κλήσης μας, νὰ παγιδευόμαστε κάθε φορὰ μέσα στὰ στενὰ ὅριά μας. Εἶναι θλιβερὸ νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο χωρὶς Θεό, ἀμφιταλαντευόμενοι μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, ἀνίκανοι νὰ ἐπιλέξουμε τὴ ζωὴ μιὰ γιὰ πάντα ἢ νὰ γλιτώσουμε μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὸ θάνατο.
Ἔτσι ἡ κατάπληξη καὶ ἡ θλίψη εἶναι δύο πηγὲς τῆς προσευχῆς μας. Καὶ οἱ δύο ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ συνάντησή μας μὲ τὸ βάθος τοῦ κόσμου, ποὺ τώρα ἀρχίζει νὰ μᾶς ἀποκαλύπτεται στὴν πληρότητά του. Χωρὶς αὐτὴ τὴ συνάντηση, ὁ κόσμος μας καὶ οἱ δυνάμεις ποὺ ἐνεργοῦν μέσα του μᾶς εἶναι ἀκατανόητες καὶ συχνὰ τερατώδεις, μένουμε κατάπληκτοι καὶ φοβισμένοι.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς συνάντησης εἶναι κάτι τὸ θεμελιακὸ στὴν προσευχή. Εἶναι τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἀποκάλυψης, διότι ἡ ἴδια ἡ ἀποκάλυψη εἶναι μιὰ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς χαρίζει μιὰ νέα θεώρηση τοῦ κόσμου.
Τὸ καθετὶ εἶναι συνάντηση, ὅπως στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔτσι καὶ στὴ ζωή. Προσωπικὴ μαζὶ καὶ πανανθρώπινη, μοναδικὴ καὶ ὑποδειγματική. Καὶ ἔχει πάντοτε δύο πόλους: συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐν Αὐτῷ μὲ τὴ δημιουργία· μία συνάντηση μὲ τὸν ἄνθρωπο μέσα στὸ ἐσώτατό του εἶναι, τὸ ριζωμένο στὴ δημιουργικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, καθὼς ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μέχρι ποὺ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι τὰ πάντα τοῖς πάσι.
Ἡ συνάντηση εἶναι προσωπική, ἀφοῦ ὁ καθένας μας πρέπει νὰ τὴ βιώσει ὁ ἴδιος προσωπικὰ χωρὶς τὴ μεσολάβηση κανενός. Εἶναι δική μας, μὰ συγχρόνως ἔχει μιὰ πανανθρώπινη σημασία, διότι ὑπερβαίνει τὸ ἐπιφανειακὸ καὶ περιορισμένο ἐγώ μας.
Αὐτὴ ἡ συνάντηση εἶναι μοναδικὴ διότι καὶ γιὰ τὸν Θεὸ ὅπως καὶ γιὰ τὸ συνάνθρωπο ὁ καθένας μας, ὅταν τὸ δοῦμε σωστά, εἶναι ἀναντικατάστατος καὶ μοναδικός.
Κάθε ὂν γνωρίζει τὸν Θεὸ μὲ τὸ δικό του τρόπο. Καθένας μας γνωρίζει τὸν Θεὸ μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, τὸν ὁποῖον κανένας ἄλλος δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ξέρει ἐκτὸς καὶ ἂν τοῦ τὸ ποῦμε. Καὶ ταυτόχρονα ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι κοινὴ παντοῦ, κάθε τέτοια συνάντηση ἐπιβεβαιώνει τὰ παραπάνω. Εἶναι μιὰ ἀποκάλυψη πρὸς ὅλους αὐτοῦ ποὺ ὁ καθένας γνωρίζει χωριστά.
Η ΦΥΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ
Στὴν ἀρχὴ πάντως κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἐπιζητεῖ αὐτὴ τὴ συνάντηση εἶναι μόνος καὶ πρέπει νὰ μάθει νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου. Ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ πρέπει νὰ συντελεστεῖ σὲ σχέση μὲ τὸν πλησίον καὶ ὄχι σὲ ἀπομόνωση. Αὐτὸ εἶναι σημαντικό. Δὲν γνωρίζουμε τίποτε καὶ κανέναν παρὰ μόνο μέσα ἀπὸ μία σχέση. Ὅταν μένουμε ἀσύνδετοι, τίποτε δὲν ὑπάρχει γιά μᾶς. Δημιουργεῖται ἐν τούτοις κάποιος κίνδυνος ἀπὸ τὸ νὰ μὴ γνωρίζουμε τίποτε καὶ κανένα, παρὰ μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας. Γιατί ἔτσι μεταθέτουμε τὸ κέντρο τοῦ κόσμου πάνω μας. Σχετίζοντας τὸ καθετὶ μὲ τὸν ἑαυτό μας, τὸ παραμορφώνουμε καὶ τὸ κάνουμε μικρὸ καὶ ἄθλιο ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς, μὲ τὶς δικές μας τιποτένιες, ἄθλιες ἐπιθυμίες.
Ὅταν λοιπὸν ἀρχίζουμε νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ παραμερίσουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ κάποιο βαθμό, νὰ ξεπεράσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ παραδεχτοῦμε τὶς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου καὶ τὸ δικαίωμά του νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ ἀνεξάρτητος, πέραν ἀπό μᾶς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἰδιαιτερότητά του. Ὅ,τι κι ἂν κάνουμε, ὁσοδήποτε καλὰ κι ἂν τὸν γνωρίζουμε, ὅσο κοντά του κι ἂν εἴμαστε -κι αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο στὴ σχέση μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ παρὰ ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπο- παραμένει κάποιο βασικὸ μυστήριο ποὺ δὲ θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ λύσουμε.
Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ὑπάρχει ἕνα ὑπέροχο χωρίο ὅπου ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι ὅσοι εἰσέρχονται στὴ Βασιλεία τοὺς προσφέρεται μιὰ λευκὴ πέτρα μὲ κάποιο ὄνομα χαραγμένο πάνω της ποὺ μόνο αὐτοὶ καὶ ὁ Θεὸς γνωρίζουν. Αὐτὸ τὸ ὄνομα δὲν εἶναι ἡ ἐπωνυμία ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ καὶ μὲ τὴν ὁποία μᾶς φωνάζουν σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ ἀληθινό μας ὄνομα, τὸ αἰώνιό μας ὄνομα ποὺ μᾶς ταιριάζει ἀπόλυτα -ἡ ὕπαρξή μας ὁλόκληρη… Μᾶς περιγράφει καὶ μᾶς ἐκφράζει ἀπόλυτα. Μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει κι Ἐκεῖνος μᾶς λέει τί εἶναι. Κανένας ἄλλος δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ γνωρίζει γιατί αὐτὸ ἐκφράζει τὴν ἀποκλειστικὴ σχέση μας μὲ τὸ δημιουργό μας.
Πόσο συχνὰ δὲ συμβαίνει νὰ ναυαγοῦν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις γιατί ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο θέλησε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτὸ του πέραν ἀπ’ ὅσο εἶναι δυνατὸ ἢ ὁ ἄλλος θέλησε νὰ εἰσχωρήσει σὲ μιὰ περιοχὴ ποὺ εἶναι ἱερὴ μόνο στὸν Θεό: μάταιη ἐπιθυμία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ. Εἶναι ὅπως ἕνα παιδὶ ποὺ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τὴν πηγὴ ἑνὸς ρυακιοῦ, τὸ σημεῖο ἀπ’ ὅπου ξεκινᾶ τὸ νερό. Στὴν περίπτωση αὐτὴ μόνο νὰ καταστρέψει μπορεῖ, ὄχι ν’ ἀνακαλύψει.
Δὲν ἀρκεῖ ἐν τούτοις νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ δικαίωμα τοῦ ἄλλου νὰ ὑπάρχει, νὰ δεχτοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἰδιαιτερότητά του. Πρέπει νὰ ‘μαστε σὲ θέση νὰ βλέπουμε, νὰ ἀκοῦμε, νὰ διακρίνουμε. Διαφορετικὰ ἡ συνάντηση θὰ μείνει ἄκαρπη.
ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
Μιὰ δεύτερη μορφὴ συναντήσεως εἶναι ἡ συνάντηση «ἐν ἀληθείᾳ». Μιὰ συνάντηση εἶναι ἀληθινή, μόνον ἐφόσον τὰ συναντώμενα πρόσωπα εἶναι ἀληθινά. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη ἐμεῖς συνεχῶς νοθεύουμε αὐτὴ τὴ συνάντηση. Ὄχι μόνο στὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ καὶ στὴν εἰκόνα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεό, μᾶς εἶναι δύσκολο νὰ εἴμαστε ἀληθινοί. Μέσα στὴ μέρα ἀλλάζουμε συνεχῶς τὸ κοινωνικό μας πρόσωπο ἔτσι, ποὺ νὰ καταντᾶ ἀγνώριστο στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό.
Κι ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νὰ προσευχηθοῦμε καὶ θελήσουμε νὰ παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νιώθουμε συχνὰ χαμένοι γιατί δὲν ξέρουμε ποιὸ ἀπ’ αὐτὰ τὰ κοινωνικὰ προσωπεῖα εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἀνθρώπινο πρόσωπό μας, οὔτε ἔχουμε τὴν αἴσθηση τῆς ἀληθινῆς μας ταυτότητας.
Τὰ ποικίλα ἐναλλασσόμενα προσωπεῖα ποὺ παρουσιάζουμε στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Ὑπάρχει κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στὸ καθένα, ἀλλὰ λείπει τὸ συνολικὸ πρόσωπο. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μιὰ προσευχὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βγεῖ δυναμικὰ μέσα ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀληθινοῦ προσώπου, χάνεται ἀνάμεσα στὰ ἐναλλασσόμενα σκιάχτρα τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ προσφέρουμε στὸν Θεό.
Καθένα ἀπ’ αὐτὰ προφέρει κάποιο λόγο ποὺ εἶναι ἀληθινὸς μὲ τὸ δικό του ἀποσπασματικὸ τρόπο, μὰ δὲν ἐκφράζει τὰ ἄλλα κομματιασμένα προσωπεῖα ποὺ ὑπήρξαμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μέρας. Εἶναι ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ νὰ βροῦμε τὴν προσωπικὴ ἑνότητά μας, τὴ βασική μας ταυτότητα. Διαφορετικὰ δὲν μποροῦμε νὰ συναντήσουμε τὸ Θεὸ «ἐν ἀληθείᾳ».
Ἡ ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς προσωπικῆς ἑνότητας μπορεῖ νὰ πάρει καιρό. Πρέπει νὰ ἐπαγρυπνοῦμε συνεχῶς ὥστε κανένας λόγος ἢ πράξη μας νὰ μὴν εἶναι ἀσυμβίβαστα μὲ τὴ βασικὴ προσωπικὴ ἀκεραιότητα ποὺ ἐπιδιώκουμε.
Πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ ἀληθινό μας πρόσωπο, τὸ μυστικὸ πρόσωπο, τὸν πυρήνα τοῦ προσώπου πρὸς τὸν ὁποῖο ὁδεύουμε, καὶ τὴ μοναδικὴ αἰώνια ἀλήθεια ποὺ ἐνυπάρχει μέσα μας. Ἡ ἀνακάλυψη αὐτὴ εἶναι δύσκολη γιατί χρειάζεται νὰ πετάξουμε στὴν ἄκρη ὅλα τὰ ψεύτικα ὁμοιώματά μας.
Ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ξεπηδᾶ ἀπὸ μέσα μας κάτι γνήσιο, ὅταν ξεχνιόμαστε, καὶ ὁ ἀληθινὸς βαθύτερος ἑαυτὸς μας βγαίνει στὴν ἐπιφάνεια· σὲ στιγμὲς ποὺ μᾶς συμπαρασύρει ἡ χαρά, ἔτσι ποὺ νὰ ἀδιαφοροῦμε ἂν κάποιος μᾶς παρακολουθεῖ, καὶ δὲν βλέπουμε ἀντικειμενικὰ τὸν ἑαυτό μας· ἢ ὅταν πάλι ξεχνᾶμε τὸν ἑαυτό μας, σὲ στιγμὲς μεγάλου πόνου, σὲ στιγμὲς ποὺ μᾶς καταλαμβάνει βαθιὰ θλίψη ἢ δέος.
Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς εὐκαιρίες βλέπουμε κάποιο μέρος τοῦ πραγματικοῦ μας ἑαυτοῦ. Δὲν περνάει ὅμως λίγη ὥρα καὶ τὸ ἀποστρεφόμαστε γιατί δὲν θέλουμε νὰ ‘ρθουμε ἀντιμέτωποι μ’ αὐτό μας τὸ πρόσωπο. Τὸ φοβόμαστε, μᾶς ἀποπροσανατολίζει.
Ἐν τούτοις αὐτὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ πρόσωπο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Καὶ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ σώσει αὐτὸ τὸ πρόσωπο, ὅσο ἀποκρουστικὸ καὶ ἂν φαίνεται, ἐπειδὴ εἶναι ἀληθινό. Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸ φανταστικὸ πρόσωπο ποὺ προσπαθοῦμε νὰ Τοῦ δείξουμε ἢ νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους καὶ στὸν ἑαυτό μας.
Ὅπως ψάχνουμε, μὲ τὶς εὐκαιρίες ποὺ προαναφέραμε, νὰ βροῦμε τὸ πραγματικό μας πρόσωπο, ἔτσι πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε συνεχῶς τὸ πρόσωπο ποὺ εἴμαστε ἀπέναντι στὸν Θεό. Πρέπει νὰ ζητοῦμε τὸν Θεὸ μέσα μας καὶ τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στὸν Θεό. Τοῦτο εἶναι ἔργο πνευματικῆς ἐνδοσκοπήσεως ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ κάθε μέρα τῆς ζωῆς μας.
Ἀρχίζουμε ἁπλά: Ὅταν διαβάζουμε τὴν Ἁγία Γραφή, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε εἰλικρινὰ πὼς μερικὰ χωρία δὲν μᾶς πολυσυγκινοῦν. Συμφωνοῦμε μὲ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Θεὸς γιατί δὲν ἔχουμε κανένα λόγο νὰ διαφωνήσουμε. Μποροῦμε νὰ ἀποδεχόμαστε τούτη ἢ ἐκείνη τὴν ἐντολὴ ἢ θεία ἐνέργεια γιατί δὲ μᾶς ἀγγίζει προσωπικά, γιατί δὲν συνειδητοποιοῦμε ἀκόμη τί εἶναι ἑπόμενο νὰ ἀπαιτηθεῖ ἀπό μᾶς. Καὶ ἄλλα χωρία πραγματικά μᾶς ἀπωθοῦν. Ἂν εἴχαμε τὸ κουράγιο, θὰ λέγαμε «ὄχι» στὸν Θεό. Θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε προσεκτικὰ αὐτὰ τὰ χωρία: Εἶναι τὸ μέτρο τῆς ἀπόστασης ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἐπίσης, ἴσως τὸ πιὸ σημαντικὸ γιὰ τὴν παρούσα μας κατάσταση, εἶναι τὸ μέτρο τῆς ἀπόστασης ποὺ χωρίζει τὸ σημερινό μας ἑαυτὸ ἀπὸ τὸν ἐν δυνάμει ὁριστικὸ ἑαυτό μας. Γιατί τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μία ἀλληλουχία ἐξωτερικῶν ἐντολῶν, εἶναι μιὰ σειρὰ ἐσωτερικῶν προσωπογραφιῶν. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ λέμε «ὄχι» στὸ Εὐαγγέλιο, ἀρνούμαστε νὰ γίνουμε πρόσωπα μὲ ὅλη τὴ βαθιὰ σημασία τῆς λέξης.
Ὑπάρχουν πάλι χωρία τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ φλέγουν τὶς καρδιές μας, δίνουν φῶς στὸ νοῦ μας καὶ δονοῦν τὴ θέλησή μας. Δίνουν ζωὴ καὶ δύναμη σὲ ὅλο τὸ ὑλικὸ καὶ ἠθικὸ εἶναι μας. Τὰ χωρία αὐτὰ ἀποκαλύπτουν τὰ σημεῖα ὅπου ὁ Θεὸς καὶ ἡ εἰκόνα Του ἤδη συμπίπτουν μέσα μας, τὸ στάδιο ποὺ ἔχουμε ἤδη φθάσει, προσωρινὰ ἢ ἔστω φευγαλέα καθὼς ἐξελισσόμαστε σὲ αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ γίνουμε. Αὐτὰ τὰ χωρία πρέπει νὰ τὰ σημειώσουμε ἀκόμη πιὸ προσεκτικὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα ποὺ προαναφέραμε. Εἶναι τὰ σημεῖα στὰ ὁποῖα ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἤδη παρούσα μέσα σέ μᾶς, τοὺς πεπτωκότες ἀνθρώπους.
Ἔτσι ξεκινώντας μποροῦμε νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὴ μεταμόρφωσή μας στὸ πρόσωπο ποὺ νοιώθουμε ὅτι θέλουμε καὶ καλούμαστε νὰ γίνουμε. Πρέπει νὰ δείξουμε πίστη σὲ αὐτὰ τὰ ἀποκαλυπτικὰ σημεῖα. Σὲ αὐτὰ τουλάχιστον πρέπει νὰ μείνουμε προσκολλημένοι. Ἐὰν τὸ κάνουμε αὐτό, τὰ χωρία αὐτὰ θὰ πληθύνουν, οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου θὰ συμπληρωθοῦν, θὰ γίνουν πιὸ συγκεκριμένες. Σιγὰ σιγὰ ἡ ὁμίχλη θὰ διαλυθεῖ καὶ θὰ δοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου ποὺ πρέπει νὰ γίνουμε. Τότε θὰ μπορέσουμε νὰ σταθοῦμε ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ «ἐν ἀληθείᾳ». Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἂς σημειωθεῖ ὅτι πέραν ἀπὸ αὐτὴ τὴ βασική, οὐσιώδη ἀλήθεια ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἡ μερικὴ ἀλήθεια τῆς κάθε στιγμῆς.
Πόσο συχνὰ ἡ προσευχή μας δὲν εἶναι κίβδηλη ἐπειδὴ προσπαθοῦμε νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Θεὸ ὄχι ὅπως εἴμαστε, ἀλλὰ ὅπως φανταζόμαστε ὅτι Ἐκεῖνος θὰ ἤθελε νὰ εἴμαστε: Βάζουμε τὰ καλά μας ἢ δανειζόμαστε μπιχλιμπίδια… Γι’ αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ πρὶν ἀρχίσουμε νὰ προσευχόμαστε νὰ ἀφιερώνουμε κάποιο χρόνο σὲ αὐτοσυγκέντρωση, νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν πραγματικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμαστε ὅταν παρουσιαζόμαστε στὸ Θεό.
«Ἡ καρδιὰ εἶναι ἕτοιμη, Κύριε, ἡ καρδιά μου εἶναι ἕτοιμη» θὰ πρέπει νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε. «Ὅπως ποθεῖ τὸ ἐλάφι τὸ δροσερὸ ρυάκι, ἔτσι ποθεῖ καὶ ἡ καρδιά μου ἐσένα, Θεέ μου».
Συχνὰ ἐν τούτοις σύρουμε τὸν ἑαυτό μας μπροστὰ στὸν Θεό, πιέζοντάς τον ἀσφυκτικά. Κάνουμε κάποιο καθῆκον χωρὶς καρδιά. Πιέζουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ ἐμφανιστοῦμε ὅπως ξέρουμε ὅτι εἴμαστε κατὰ βάθος, ἀλλὰ χωρὶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ τὸ νοιώθουμε. Τὸ ζωογόνο νερὸ τὸ ἔχει ρουφήξει ἡ στεγνὴ ἄμμος…
Αὐτὸ θὰ πρέπει, ὅμως, νὰ τὸ ὁμολογήσουμε στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Κύριε, Σὲ πλησιάζω μὲ ἄδεια καρδιά, ὅμως πιέζω τὸν ἑαυτό μου νὰ σταθῶ ἐνώπιόν Σου, ἀπὸ βαθύτερη πίστη. Σ’ ἀγαπῶ καὶ Σὲ λατρεύω ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μου, ὅμως σήμερα αὐτὸ τὸ εἶναι δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ στὴ ἐπιφάνεια».
Ἐνίοτε ἀνακαλύπτουμε πὼς δὲν εἶναι ἀπὸ βαθύτερη πίστη ποὺ παρουσιαζόμαστε μπροστὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα δεισιδαίμονα φόβο, «ἂν δὲν προσευχηθῶ, ἴσως ὁ Θεὸς ἀποσύρει τὴν προστασία Του», σκεπτόμαστε. Θὰ πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε αὐτὴ τὴν ἐπιφύλαξη καὶ τὴν ἔλλειψη πίστης καὶ νὰ ἐλπίσουμε στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν πολλοὶ ἄλλοι τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους παρουσιαζόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅλες αὐτὲς τὶς ποικίλες περιστάσεις κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες προσευχόμαστε. Ἀλλιῶς ἡ προσευχή μας δὲ θὰ περιλαμβάνει οὔτε κἄν τὴν ἀλήθεια ἐκείνης τῆς στιγμῆς. Θὰ εἶναι ἕνα τέλειο ψέμα, μιὰ προδοσία τοῦ ἀρχαίου καὶ τοῦ νέου Ἀδὰμ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Δὲ θὰ εἶναι ἀληθινὴ οὔτε πρὸς αὐτὸ ποὺ εἶναι σταθερὸ καὶ αἰώνιο μέσα μας, οὔτε πρὸς τὶς προσωρινές μας διαθέσεις.
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ καὶ νὰ εἶναι ἀπών. Αὐτὴ ἡ ἀπουσία φυσικὰ εἶναι ὑποκειμενική, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι πάντα παρὼν γιὰ τὸν καθένα μας. Μπορεῖ ἐν τούτοις νὰ μείνει ἀόρατος καὶ δυσνόητος, νὰ μᾶς διαφεύγει. Ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω γιὰ τὴν ταπείνωση θὰ πρέπει νὰ μᾶς φανοῦν χρήσιμα ἐδῶ. Ὅταν ὁ Θεὸς δὲ μᾶς προσφέρεται, ὅταν δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε τὴν παρουσία Του, τότε πρέπει νὰ βροῦμε τὴ δύναμη νὰ περιμένουμε μὲ δέος καὶ σεβασμό.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλο ἕνα στοιχεῖο σ’ αὐτὴ τὴν ὑποκειμενικὴ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Μιὰ σχέση τότε μόνο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὴ ὅταν συντελεῖται σὲ κλίμα ἀμοιβαίας ἐλευθερίας.
Συχνὰ νοιώθουμε πὼς δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀρχίσουμε νὰ προσευχόμαστε, γιὰ νὰ ὑποχρεώσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς φανερωθεῖ· νὰ Τὸν ἀναγκάσουμε νὰ μᾶς ἀκούσει, νὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ νιώσουμε τὴν παρουσία Του, νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι μᾶς ἀκούει. Ἂν ἦταν ἔτσι, ἡ σχέση δὲ θὰ ἦταν ἐλεύθερη, θὰ ἦταν μηχανική, δὲ θὰ ‘χε χαρὰ καὶ αὐθορμητισμό. Θὰ προϋπέθετε ἐπιπλέον ὅτι βρισκόμαστε πάντοτε στὴν κατάλληλη φόρμα νὰ δοῦμε τὸν Θεό.
Ὁ Ἀλφόνσος Σατωμπριὰν σὲ ἕνα σημαντικὸ βιβλίο του περὶ προσευχῆς μὲ τίτλο La Reponse du Seigneur (Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου), μᾶς λέγει πὼς ἡ αἰσθητὴ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ προέρχεται συνήθως ἀπὸ τὴ δική μας τύφλωση. Θὰ ἤθελα νὰ ἐξηγήσω αὐτὴ τὴ φράση μὲ ἕνα παράδειγμα.
Ἦρθε μιὰ μέρα νὰ μὲ δεῖ κάποιος, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔψαχνε νὰ βρεῖ τὸν Θεὸ ἐπὶ χρόνια. Μοῦ εἶπε κλαίγοντας: «Πάτερ, δὲν μπορῶ νὰ ζήσω χωρὶς τὸν Θεό. Δεῖξε μου τὸν Θεό!». Τοῦ ἀπάντησα πὼς δὲν ἤμουν σὲ θέση νὰ τοῦ Τὸν δείξω, ὅμως δὲ νομίζω πὼς καὶ ὁ ἴδιος ἦταν σὲ κατάσταση νὰ Τὸν βρεῖ ἔτσι κι ἀλλιῶς. Ἀπορημένος μὲ ρώτησε γιατί. Καὶ ἐγὼ τότε τοῦ ἔθεσα ἕνα ἐρώτημα ποὺ συχνὰ θέτω σὲ ὅσους ἔρχονται νὰ μὲ συμβουλευτοῦν: «Ὑπάρχει κάποιο χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ μιλάει στὴν καρδιά σου -τὸ πιὸ πολύτιμο χωρίο ποὺ ἔχεις βρεῖ;». «Ναί –μοῦ ἀπάντησε-, ἡ ἱστορία τῆς πόρνης στὸ 8ο κεφάλαιο τοῦ Ἰωάννη». Τὸν ξαναρώτησα: «Ποῦ τοποθετεῖς τὸν ἑαυτό σου σὲ αὐτὴ τὴν ἱστορία; αἰσθάνεσαι σὰν νὰ εἶσαι ἡ γυναίκα ποὺ ἔχει συνειδητοποιήσει τὸ ἁμάρτημά της καὶ βρίσκεται ἐνώπιον τῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων, ἐν γνώσει της ὅτι ἡ κρίση τους θὰ εἶναι ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου γιὰ αὐτήν; Ἢ ταυτίζεσαι μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ τὰ καταλαβαίνει ὅλα καὶ θὰ τὴ συγχωρήσει, δίνοντάς της ἔτσι τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσει ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς μία νέα ζωή; Ἢ σὰν τοὺς Ἀποστόλους, περιμένεις καὶ ἐλπίζεις σὲ κάποια ἀπάντηση ποὺ θὰ εἶναι ἀπαλλακτική; Μήπως εἶσαι ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες ποὺ γνώριζαν ὅτι οἱ ἴδιοι δὲν ἦταν ἀναμάρτητοι, καὶ γι’ αὐτὸ ἀποσύρθηκαν πρῶτοι ἀπὸ τὸ λιθοβολισμό; Ἢ ἀπὸ τοὺς νεότερους ποὺ κάποια στιγμὴ συνειδητοποίησαν ὅτι καὶ αὐτοὶ δὲν ἦταν ἀναμάρτητοι καὶ πέταξαν κατὰ μέρος τὶς πέτρες τοῦ λιθοβολισμοῦ; Ἐσὺ μὲ ποιὸν ταυτίζεσαι μέσα σὲ αὐτὴν τὴ δραματικὴ σκηνή;
Σκέφτηκε γιὰ λίγο καὶ μετά μοῦ ἀπάντησε: «Εἶμαι ὁ μόνος Ἰουδαῖος ποὺ δὲ θὰ ἔφευγα χωρὶς νὰ λιθοβολήσω τὴ γυναίκα». «Νά, λοιπόν», τοῦ εἶπα, «ἔχεις τὴν ἀπάντησή σου. Δὲν μπορεῖς νὰ δεῖς τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος γιὰ σένα εἶναι ἕνας τέλειος ἄγνωστος».
Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ, ἀλήθεια, κάποια ὁμοιότητα μὲ ὅσα ὁ καθένας μας ἔχει γνωρίσει; Δὲν ὑπάρχει μέσα στὸν καθένα μας μιὰ ἀντίσταση κατὰ τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ; Ζητώντας Τον δὲ ζητοῦμε στὴν πραγματικότητα ἕνα Θεὸ ὅμοιο μέ μᾶς, ἕνα Θεὸ ποὺ νὰ μᾶς βολεύει; Καὶ δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀπορρίψουμε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ μόλις τὸν βροῦμε;
Εἴμαστε προετοιμασμένοι νὰ βροῦμε τὸν Θεὸ ὅπως εἶναι, ἀκόμα καὶ ἂν ἡ συνάντηση καταλήξει σὲ καταδίκη μας καὶ ἡ ἀνατροπὴ ὅλων τῶν ἀξιῶν ποὺ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἴχαμε σὲ ὑπόληψη; Μήπως ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωή μας καὶ ἀπὸ τὶς προσευχές μας δὲν ὀφείλεται συχνὰ στὸ γεγονὸς ὅτι ἐμφανιζόμαστε σὰν ἄγνωστοι συχνὰ σὲ Αὐτόν, ποὺ ἂν κάποτε βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μαζί του δὲ θὰ Τὸν προσέχαμε ἢ δὲ θὰ Τὸν ἀναγνωρίζαμε; Κάτι τέτοιο δὲ συνέβαινε καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς περπατοῦσε στοὺς δρόμους τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Γαλιλαίας; Πόσοι ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς Του δὲν Τὸν συνάντησαν, δὲν πέρασαν ἀπὸ δίπλα Του χωρὶς νὰ Τὸν γνωρίσουν ἢ ἀκόμα νὰ ὑποπτευθοῦν ὅτι εἶχε κάτι ξεχωριστὸ ἐπάνω Του; Κάπως ἔτσι δὲν Τὸν εἶδαν τὰ πλήθη στὸ δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ; Σὰν ἕναν ἐγκληματία, σὰν κάποιο ποὺ εἶχε ταράξει τὴ δημόσια τάξη καὶ τίποτε ἄλλο; Κάπως ἔτσι δὲ σκεπτόμαστε τὸν Θεό, ἀκόμα καὶ εἴμαστε σὲ θέση νὰ νιώσουμε κάπως τὴν παρουσία Του; Καὶ μήπως δὲν τὸν ἀποφεύγουμε γιατί καταλαβαίνουμε πὼς θὰ ταράξει καὶ τὶς δικές μας ζωές, θὰ κλονίσει τὶς ἀξίες μας;
Ὑπ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες δὲν μποροῦμε νὰ περιμένουμε νὰ Τὸν συναντήσουμε στὴν προσευχή μας. Γιὰ νὰ τὸ θέσω πιὸ ὠμά, θὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ ποὺ δὲν μᾶς παρουσιάζεται σὲ κάτι τέτοιες στιγμές, ποὺ δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι, ἀφοῦ Τὸν ἀμφισβητοῦμε ὄχι ὅπως ὁ Ἰώβ, ἀλλὰ ὅπως ὁ κακὸς ληστὴς στὸ σταυρό. Μιὰ τέτοια συνάντηση θὰ ἦταν δικαστήριο καὶ καταδίκη γιά μᾶς. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ κατανοοῦμε αὐτὴ Του τὴν ἀπουσία καὶ νὰ κρίνουμε τοὺς ἑαυτούς μας, μιὰ καὶ δὲ μᾶς κρίνει ὁ Θεός.
Ἄλλη μία ἱστορία θὰ μᾶς ἑρμηνεύσει μιὰ ἄλλη πλευρὰ τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Πρὶν λίγα χρόνια μιὰ νέα κοπέλα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια μοῦ ἔγραφε: «Πόσο εὐγνώμων εἶμαι στὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀρρώστια μου. Καθὼς ἀδυνατίζει τὸ σῶμα μου, τὸ νιώθω νὰ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ διάφανο στὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ». Τῆς ἀπάντησα: «Νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ πού σοῦ ἔχει δώσει, ἀλλὰ μὴν περιμένεις νὰ κρατήσει αὐτὴ ἡ κατάσταση. Θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ αὐτὸ τὸ ἀδυνάτισμα τοῦ κορμιοῦ σου θὰ πάψει νὰ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι πνευματική. Καὶ τότε θὰ πρέπει νὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ μόνο».
Λίγους μῆνες ἀργότερα μοῦ ξανάγραψε: «Ἔχω τόσο ἐξασθενήσει, ποὺ δὲν ἔχω πιὰ τὴ δύναμη νὰ τρέξω νὰ ἀκουμπήσω στὸ Θεό. Τὸ μόνο πού μοῦ μένει εἶναι νὰ σιωπῶ, νὰ παραδίδω τὸν ἑαυτό μου ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἔρθει πρὸς ἐμένα». Καὶ πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία: «Προσευχηθεῖτε στὸν Θεὸ νὰ μοῦ χαρίσει τὸ κουράγιο νὰ μὴν προσπαθήσω ποτὲ νὰ κατασκευάσω μιὰ ψεύτικη παρουσία γιὰ νὰ γεμίσω τὸ τρομερὸ κενὸ ποὺ ἀφήνει ἡ ἀπουσία Του».
Νομίζω πὼς οἱ δύο αὐτὲς ἱστορίες δὲν χρειάζονται σχόλια. Εἶναι βασικὸ νὰ στηριζόμαστε στὸν Θεό. Δὲν πρέπει νὰ στηριζόμαστε στὶς δικές μας δυνάμεις, οὔτε πάλι νὰ στηριζόμαστε στὶς ἀδυναμίες μας. Μιὰ συνάντηση μὲ τὸ Θεὸ εἶναι μιὰ πράξη ἐλευθερίας στὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔχει τὸν ἔλεγχο. Καὶ μόνο ὅταν εἴμαστε ταπεινοί, καὶ συγχρόνως ἀρχίζουμε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεό, εἶναι ποὺ μποροῦμε νὰ ὑπομένουμε ἢ ἀκόμα καὶ νὰ ἐπωφελούμαστε ἀπὸ τὴν ἀπουσία Του.
Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Αὐτὴ ἡ συνάντηση τοῦ Θεοῦ μαζί μας μέσα σὲ ἐπίμονη προσευχή, πάντα ὁδηγεῖ στὴ σιωπή. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ξεχωρίζουμε δύο εἰδῶν σιωπές. Τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας ἐσωτερικὴ σιωπή: Πρῶτα ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, συχνὰ πιὸ δυσβάσταχτη καὶ ἀπὸ τὴν ἄρνησή Του -ἡ σιωπὴ τῆς ἀπουσίας γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε πιὸ πάνω. Ὕστερα, ἡ σιωπὴ τοῦ ἀνθρώπου, πιὸ βαθιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία, καὶ σὲ πιὸ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ ἀπὸ κάθε λόγο. Ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ στὶς προσευχὲς μας μπορεῖ νὰ διαρκέσει πολὺ λίγο ἢ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς διαρκεῖ μιὰ αἰωνιότητα. Ὁ Χριστὸς ἔμεινε σιωπηλὸς στὶς προσευχὲς τῆς Χαναναίας καὶ αὐτὸ τὴν ἔκανε νὰ συγκεντρώσει ὅλη τὴν πίστη της, ὅλη τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη καὶ νὰ τὶς προσφέρει στὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὸν μεταπείσει νὰ ἐπεκτείνει τὰ προνόμια τοῦ Βασιλείου Του καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸ Λαό… Ἡ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ τὴν προκάλεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ, νὰ σταθεῖ στὸ ὕψος της.
Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ σὲ μᾶς μὲ πιὸ σύντομη ἡ πιὸ παρατεταμένη σιωπή, γιὰ νὰ προκαλέσει τὴ δύναμη καὶ τὴν πίστη μας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μιὰ βαθύτερη σχέση μαζί Του ἀπ’ ὅ,τι θὰ ‘ταν δυνατὸ ἂν τὰ πράγματα μᾶς ἔρχονταν ὅπως τὰ θέλαμε. Καμιὰ φορά, ὅμως, ἡ σιωπὴ μᾶς φαίνεται ἀπελπιστικὰ τελεσίδικη.
Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Alfred de Vigny:
Ἐάν, ὅπως διαβάζουμε, ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου
στὸν ἁγιασμένο κῆπο ἔκλαψε
χωρὶς νὰ εἰσακουστεῖ.
Κι ἂν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεὸς
σὰ νὰ ‘μαστε νεκροί,
ἁρμόζει ἡ καταφρόνια μας στὴ ἄδικη θεϊκὴ ἀπουσία
καὶ μὲ σιωπὴ ν’ ἀπαντήσουμε τὴ σιωπή.
Μιὰ ὅμοια ἀντιμετώπιση δὲν ἀποκομίζουν πολλοὶ χριστιανοὶ διαβάζοντας τὴ διήγηση τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆς; Αὐτὴ ἡ σιωπὴ εἶναι πρόβλημα γιὰ μᾶς ποὺ πρέπει νὰ τὸ λύσουμε -τὸ πρόβλημα μιᾶς προσευχῆς ποὺ μένει φανερὰ ἀναπάντητη. Διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε πὼς ἡ μόνη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ δὲν εἰσακούεται εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ. Ἀξίζει νὰ τὸ θυμόμαστε αὐτὸ διότι πολὺ συχνὰ προσπαθοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Θέλοντας νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν τιμή Του, λέμε πὼς ἡ πίστη μας δὲν ἦταν τόσο δυνατή, ὥστε νὰ ἀπαντηθεῖ μὲ θαῦμα. Ὅταν πάλι ἡ πίστη μας ὑστερεῖ, λέμε πὼς ἴσως ὁ Θεὸς δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἀπαντήσει εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία. Τί νὰ ποῦμε τότε γιὰ τὴν ἴδια τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ μένει ἀναπάντητη; Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι δίχως ἄλλο τέλεια, οὔτε μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ Ἐκεῖνον, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι ὁ Πατέρας Του θὰ μποροῦσε νὰ στείλει 12 λεγεῶνες ἀγγέλων προκειμένου νὰ Τὸν σώσει.
Ἂν ὁ Χριστὸς ἐγκαταλείπεται, αὐτὸ συμβαίνει γιατί ὁ Θεὸς ἔχει σχεδιάσει νὰ βγεῖ κάτι καλύτερο γιὰ μᾶς -θυσιάζοντας τὴ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ Του. Μὲ αὐτὸ καὶ μὲ τὰ παραδείγματα ἄλλων προσευχῶν στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε πὼς ἡ προσευχὴ μένει ἄκαρπη χωρὶς τὴ στήριξη τῆς πίστης. Θυμόσαστε τὸ χωρίο ὅπου ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει θαύματα στὴ Ναζαρὲτ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τῶν κατοίκων; Μόλις ἔρθει ἡ πίστη, τότε ἐμφανίζονται καὶ οἱ συνθῆκες γιὰ ἕνα θαῦμα, ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη της τὴ δύναμη. Καὶ χωρὶς ἄλλη παρέμβαση, ἁπλῶς μιὰ καὶ εἶναι ὁ Κύριος τοῦ Βασιλείου Του, ὁ Χριστὸς δρᾶ σὰν Παντοκράτωρ, ἀπαντᾶ στὶς προσευχές μας, μᾶς βοηθᾶ καὶ μᾶς σώζει.
Ὅταν ἡ πίστη μας ἔχει ἀγκιστρωθεῖ γερὰ σὲ Αὐτόν, γινόμαστε ἱκανοὶ νὰ μοιραστοῦμε τὴ φροντίδα Του γιὰ τὸν κόσμο -μοιραζόμαστε τὴ μοναξιὰ Του ἐμπρὸς στὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε ὅτι ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ἢ εἶναι μιὰ πρόκληση σὲ δυνάμεις ποὺ ὑπνώττουν μέσα μας, ἢ πάλι τὶς ἔχει μετρήσει καλὰ αὐτὲς τὶς δυνάμεις καὶ μᾶς προσφέρει ἕνα μερίδιο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ ἀνθρώπου: Μιὰ συνάντηση δὲ γίνεται ποτὲ πλήρης καὶ εἰς βάθος ἂν τὰ δύο μέρη ποὺ τὴν πραγματοποιοῦν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παραμείνουν σιωπηλοὶ μεταξύ τους. Ὅσο χρειαζόμαστε λόγια καὶ ἔργα καὶ χειροπιαστὲς ἀποδείξεις, σημαίνει ὅτι δὲ φτάσαμε στὸ βάθος καὶ στὴν πληρότητα ποὺ ἀποζητᾶμε. Δὲν ἔχουμε βιώσει τὴ σιωπὴ ποὺ τυλίγει δύο ἀνθρώπους σὲ θερμὴ οἰκειότητα. Ἡ σιωπὴ αὐτὴ πάει πολὺ βαθιά, πολὺ πιὸ βαθιὰ ἀπ’ ὅ,τι νομίσαμε ὅτι εἴχαμε φθάσει, ἡ ἐσωτερική μας σιωπὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ συνάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐν τῷ Θεῶ στὴ συνάντηση τοῦ διπλανοῦ μας.
Σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση σιωπῆς δὲ χρειάζονται λόγια γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ συνάνθρωπό μας, γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσουμε μαζί του μὲ ὅλο τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, καὶ νὰ προσεγγίσουμε μαζί, καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μας Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἑνώνει. Κι ὅταν ἡ σιωπὴ βαθύνει ἀρκετά, τότε θ’ ἀρχίσουμε νὰ μιλᾶμε ἀπὸ τὰ βάθη της, φυλάγοντας καὶ προσέχοντας μὴν τὴ διακόψουμε μὲ τὴ θορυβώδη ἀταξία τῶν λόγων μας. Τότε ἀρχίζει ἡ περισυλλογή. Τὸ μυαλό μας ἀντὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ξεχωρίσει ἀνάμεσα σὲ πλῆθος μορφῶν, ὅπως κάνει συνήθως, προσπαθεῖ νὰ ἀνασύρει ἁπλὲς φωτεινὲς μορφὲς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς. Τότε εἶναι ποὺ τὸ μυαλὸ κάνει σωστὰ τὴ δουλειά του. Γίνεται ὑπηρέτης σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἐκφράζει κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτό. Καὶ τότε βλέπουμε πολὺ μακριά, πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἐκφράσουμε μέρος αὐτοῦ ποὺ βλέπουμε μὲ φόβο καὶ σεβασμό. Τέτοιοι λόγοι, ἐφόσον δὲ συντελοῦν στὸ νὰ εὐτελίσουν ἢ νὰ ἐκλογικεύσουν τὴν ὅλη ἐμπειρία, δὲ διασποῦν τὴ σιωπή, ἀλλὰ τὴν ἐκφράζουν. Ὑπάρχει ἕνα ἀξιομνημόνευτο χωρίο κάποιου Καρθουσιανοῦ συγγραφέα τοῦ μεσαίωνα ποὺ λέει πὼς ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Πατέρας εἶναι ἡ δημιουργικὴ σιωπὴ ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ παράγει «λόγο» ἀντάξιό της.
Κάποια γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἔχουμε στὶς στιγμὲς τῆς σιωπῆς μας. Κάποτε αὐτὴ ἡ σιωπὴ μᾶς σκεπάζει σὰν θαῦμα, σὰν δῶρο Θεοῦ. Πολὺ συχνὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ τῆς ἀφήνουμε χῶρο μέσα μας. Χρειαζόμαστε πίστη, ἀντοχή, καὶ ἐλπίδα καὶ ἀκόμα ἐκείνη τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη ποὺ οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὀνομάζουν ἡσυχία. Ἡ προσευχὴ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡσυχία, ποὺ δὲν ἑρμηνεύεται οὔτε ὡς δραστηριότητα οὔτε ὡς παθητικότητα. Εἶναι μιὰ γαλήνια ἔνταση προσοχῆς. Πρέπει παράλληλα μὲ τὴν ἄσκηση τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος νὰ μάθουμε νὰ φθάνουμε σ’ αὐτὴ τὴν τέλεια προσευχὴ τῆς ἐσωτερικῆς σιωπῆς.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ
Κι ἐδῶ ἐρχόμαστε στὴν τελικὴ φάση τῆς ἔρευνάς μας ὅσον ἀφορᾶ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ἐρχόμαστε στὴ συνάντηση μὲ τὴν ἀνθρώπινη κοινότητα.
Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη κοινότητα μᾶς προσεγγίζει ἀπὸ δύο διαφορετικὲς σκοπιές. Ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι ἡ κοσμικὴ κοινότητα, τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων γύρω μας, στὸ ὁποῖο ἀνήκουμε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ἡ κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ἐπίσης ἀνήκουμε. Στὴν κοσμικὴ κοινότητα ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο. Ἡ κεντρικὴ πράξη στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, μία πράξη διὰ τῆς ὁποίας ὁ Μεγάλος, ὁ ἐλεύθερος Θεὸς γίνεται ἕνα μέ μᾶς, συμμετέχει στὰ προβλήματά μας αἰωνίως. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πρέπει νὰ συμμετέχει καὶ ὁ χριστιανός. Δὲν τὸ εἶπε ἐξάλλου ὁ Χριστός; «Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς…»(Ἰωάννης 20,21). Ὅπως εἶπε καὶ τὸ ὅτι σᾶς στέλνω στὸν κόσμο ὡς πρόβατα μεταξὺ λύκων, καὶ τὸ ἄλλο, νὰ εἴμαστε στὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ μὴν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάννης 17,13-21).
Αὐτὸ μᾶς ἐπιφορτίζει νὰ πλησιάσουμε ὅλο τὸν κόσμο καὶ κάθε μέλος τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας προσωπικά, ἀλλὰ καὶ μὲ νέο τρόπο: ἐν Θεῷ καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπίσης νὰ ζυγίζουμε τὸ καθετὶ μὲ νέο τρόπο, μὲ τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν ἦρθε νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τὸν σώσει, τοῦ Θεοῦ ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο, ὥστε νὰ θυσιάσει τὸ μονογενῆ Του Υἱὸ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας μας.
Στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει μιὰ ριζικὴ ἀλλαγὴ ἀξιῶν ὅσον ἀφορᾶ τὴ συνάντηση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ὄχι ὅτι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ παύουν νὰ ἔχουν τὸ ἴδιο νόημα, ἀλλὰ τὸ κακὸ ἀντιμετωπίζεται ὡς πληγὴ ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν πλησίον μας καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία πάσχουμε καὶ ἐμεῖς. Μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ μισοῦμε τὸ κακὸ καὶ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας πάρα πολύ, μέχρι θανάτου.
Κάποιος Ρῶσος ἐπίσκοπος ποὺ μαρτύρησε εἶχε πεῖ ὅτι εἶναι προνόμιο τοῦ χριστιανοῦ νὰ πεθάνει ὡς μάρτυρας γιατί μόνο ἕνας μάρτυρας μπορεῖ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως νὰ σταθεῖ ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τοὺς διῶκτες του: «Κύριε, στὸ ὄνομά Σου καὶ σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμά Σου τοὺς συγχωρῶ. Μὴν τοὺς ζητήσεις τίποτε ἄλλο».
Αὐτὴ ἡ ἀνατροπὴ τῶν ἀξιῶν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀπὸ τὴ θανάτωση τοῦ ἀθώου ὑπὲρ τοῦ ἐνόχου. Βλέπουμε τρεῖς σταυροὺς πάνω στὸ Γολγοθά: Τῶν δύο ληστῶν καὶ τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ληστὴς στὰ ἀριστέρα του Χριστοῦ κρίνει σύμφωνα μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἀξίες -ἐὰν ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη διέπραξε τὸ ἔγκλημα νὰ σταυρώσει ἕναν ἀθῶο, τότε χάνει τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκαλεῖται δικαιοσύνη. Ἔτσι ὁ ἐγκληματίας μπορεῖ νὰ τὴν ἐγκαλέσει, νὰ τὴν βρίσει, νὰ τὴν ἀπορρίψει, νὰ τὴν ἀρνηθεῖ. Καὶ πεθαίνει σὲ κατάσταση ἐπαναστάσεως. Ὁ ληστὴς στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ, βλέπει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι δυνατὸ νὰ διαπράξει ἀδικία καταδικάζοντας ἕναν ἀθῶο, ὅπως καὶ ἕναν ἔνοχο. Δέχεται τὸν πόνο καὶ τὴν καταδίκη του, ἐπειδὴ ἕνας ἀθῶος ὑποφέρει μαζί του. Ἔτσι βρίσκει τὴν εἰρήνη καὶ πάει στὸν Παράδεισο.
Ἀπὸ τὴ σταύρωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μπρός, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς παρουσιάστηκε σὰν ἐγκληματίας, δὲν μποροῦμε νὰ κρίνουμε τοὺς ἐγκληματίες μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τοὺς ἔκρινε ὁ ἀρχαῖος κόσμος. Δὲν μποροῦμε πλέον νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴ μαρτυρία τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεών μας.
Τὶς πράξεις ποὺ καταδικάζουμε τὶς βλέπουμε κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ διέπραξε τὸ κακό. Ὅταν μάλιστα εἴμαστε ἐμεῖς τὰ θύματα αὐτῶν τῶν πράξεων, τότε παίρνουμε ξεχωριστὴ δύναμη, τὴ θεία δύναμη νὰ συγχωροῦμε αὐτὰ τὰ κακὰ καὶ τώρα καὶ γιὰ πάντα. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ προσευχὴ μας εἶναι μιὰ κατάσταση διὰ τῆς ὁποίας παρουσιάζουμε στὸν Θεὸ ὅλα ὅσα συμβαίνουν σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ Αὐτόν. Ἡ προσευχὴ μας ἔχει μιὰ ἱερατικὴ λειτουργικότητα. Πρέπει νὰ θυσιάσουμε τὸ ἐγώ μας. Εἴμαστε τὸ βασίλειο ἱεράτευμα ποὺ καλεῖται νὰ καθαγιάσει τὰ πάντα. Καταδικάζουμε τὸ κακὸ ποὺ βλέπουμε νὰ γίνεται, ἀλλὰ ὁ δράστης εἶναι ἀδελφός μας καὶ πρέπει νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πεθάνουμε γι’αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς μεσολάβησης ποὺ θὰ ἐξετάσουμε ἀργότερα.
Ἀνακαλύπτουμε τὸ Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ μέσα στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ γνήσια χριστιανικὴ συνάντηση περιλαμβάνει τὸν ἀόρατο κόσμο, στὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική του μορφή, καὶ τὸν Θεὸ τοῦ σύμπαντος σὲ ὅλη τὴν ἀόρατη ὀντότητά Του. Ἡ χριστιανικὴ συνάντηση πρέπει νὰ περιλαμβάνει τὸ σύμπαν ὁλόκληρο. Ὁ μὴ πιστὸς δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ μέρος τοῦ κόσμου ποὺ εἶναι ἀόρατο.
Δυστυχῶς καὶ ὁ χριστιανὸς μένει συχνὰ τυφλὸς στὴν παρουσία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, καὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ ἀρετή. Στὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ χριστιανοῦ ὅμως πρέπει νὰ περιλαμβάνεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη κοινότητα, μὲ ὅλα της τὰ προβλήματα καὶ ὅλο της τὸ μέλλον, τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ ἀπώτερο. Ἡ προσευχὴ τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ ‘ναι τόσο πλατιά, ποὺ νὰ τὰ χωράει ὅλ’ αὐτά. Ἂν φέρναμε πιὸ συχνὰ στὸ νοῦ μας πὼς τὸ καθετὶ ἔχει ἀξία καὶ τίποτε δὲν εἶναι βέβηλο παρὰ μόνο ὅταν ἐμεῖς τὸ κάνουμε νὰ εἶναι, ἀρνούμενοι τὴν ἁγιότητά του, θὰ εἴχαμε λιγότερες παρεμβολὲς στὴν προσευχή μας. Ὁ κόσμος μπορεῖ καὶ μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν προσευχόμαστε. Ὅταν μάλιστα κάτι μᾶς στενοχωρεῖ καὶ συγχρόνως αἰσθανόμαστε ἀνήμποροι νὰ βροῦμε τὸν Θεὸ μὲ ἡσυχία, τότε προσπαθοῦμε -χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι σωστὸ- νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὸ μυαλὸ μας αὐτὴ τὴ στεναχώρια σὰν νὰ ἦταν ἐμπόδιο ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ σέ μᾶς. Θεωροῦμε κακὸ νὰ βρεθεῖ κάτι ἄλλο νὰ τραβήξει τὴν προσοχή μας ὅταν στεκόμαστε μπροστὰ στὸ Θεό. Νομίζω πὼς ἀντίθετα μποροῦμε τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεὸ μοιράζοντας μαζί Του τὴ στενοχώρια μας, ἀντὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὴν ἀποδιώξουμε. Πρέπει μάλιστα νὰ Τοῦ τὴν παρουσιάσουμε μὲ κάθε λεπτομέρεια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια καὶ νηφαλιότητα, νὰ Τοῦ τὴν παρουσιάσουμε ὅπως ἡ μητέρα φέρνει τὸ παιδί της στὸ γιατρὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη. Καὶ νὰ ποῦμε στὸ Θεό: «Μόνο γι’ αὐτὸ μπορῶ νὰ Σοῦ μιλήσω τούτη τὴ στιγμή. Σὺ ὡς παντογνώστης δὲς τὸ πρόβλημά μου, κατανόησέ το μὲ τὴ δική Σου κατανόηση».
Ὅταν λοιπὸν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο φέρνουμε μπροστὰ στὸν Θεὸ κάποιο πρόσωπο ἢ κατάσταση ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, θὰ πρέπει νὰ μπορέσουμε νὰ ἀποδεσμεύτουμε ἀπ’ αὐτό. Ἀλλὰ τοῦτο ἀπαιτεῖ πίστη, ὅπως καὶ ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ὁποιαδήποτε φροντίδα ἀποτελεῖ τὸ μέτρο τῆς πίστης μας. Ἐὰν μπορέσουμε νὰ ποῦμε: «Κύριε, τώρα Σοῦ τὰ εἶπα ὅλα, ἡ καρδιά μου εἰρήνεψε καὶ μπορῶ νὰ ἀφεθῶ σὲ Σένα», ἐὰν ἡ καρδιὰ μας εἰρηνέψει πραγματικά, ἐὰν ὁ νοῦς μας ἐλευθερωθεῖ πραγματικὰ ἀπὸ τὴ σταναχώρια, τότε ἢ πίστη μας εἶναι πλήρης. Ἐναποθέσαμε τὸ φορτίο μας στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ καὶ Ἐκεῖνος τὸ κουβαλάει ἤδη στοὺς πλατεῖς ὤμους του.
Ἂς πάρουμε θάρρος ἀπὸ τὴν ἱστορία ἐκείνου τοῦ μοναχοῦ ποὺ προσευχόταν γιὰ τοὺς γείτονές του, ὥσπου, σταδιακά, μὲ τὸ νὰ περιτυλιχθεῖ τόσο μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἔχασε κάθε ἐπαφὴ μὲ τὰ γήινα. Τότε ἀκριβῶς, μέσα στὸν Θεό, ξαναβρῆκε τοὺς γείτονες γιὰ τοὺς ὁποίους προσευχόταν.
Ἔτσι βλέπουμε πόσο εὔκολο εἶναι στὴ στενοχώρια μας νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό, ἐφόσον φέρουμε ἐμπρός Του τὶς στενοχώριες μας μὲ ἁπλοχεριὰ καὶ χωρὶς ἰδιοτέλεια. Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Αὐτὸς μᾶς δημιούργησε, καὶ ἔγινε ἄνθρωπος στὴν πιὸ πλήρη, πιὸ ὀδυνηρή, πιὸ πλούσια καὶ πιὸ ταπεινὴ ἔννοια τῆς λέξης, γιὰ νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς φέρει κοντά Του.
Μὲ τὴν προσευχὴ τῆς συμπόνοιας πρέπει τόσο νὰ ἐμπλεκόμαστε μὲ τὰ ἀνθρώπινα ὅσο καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του. Χρειάζεται νὰ προβαίνουμε σὲ δραστηριότητες ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν προσευχή μας καὶ τὴν καταξιώνουν. Προσευχὴ χωρὶς ἔργα εἶναι ἕνα ψέμα. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσιαστικὴ φύση τῆς μεσιτείας στὴν προσευχή.