Η ΚΟΛΑΣΗ  ΚΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ~ ΤΟΠΟΣ  Ή  ΤΡΟΠΟΣ ;
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ  ΙΕΡΟΘΕΟΥ

Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση


Είναι πολύ σημαντικό να δούμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για τον Παράδεισο και την Κόλαση, γιατί αυτοί είναι οι απλανείς διδάσκαλοι της Εκκλησίας. 

Οι φορείς της αμιάντου Παραδόσεως, και γι’ αυτό η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί έξω από την Θεόπνευστη διδασκαλία τους.

Άλλωστε, η Εκκλησία, που είναι το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, γράφει την Αγία Γραφή και την ερμηνεύει. Η γενική διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχουν εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Βεβαίως, υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση σαν δύο τρόποι ζωής, αλλά δεν είναι ο Θεός που τους δημιούργησε.

Στην πατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχουν δύο τόποι, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος για τους αγίους και ο ίδιος ο Θεός είναι Κόλαση για τους αμαρτωλούς…

Αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για την καταλλαγή και την συμφιλίωση, όπως και για την εχθρότητα του ανθρώπου με τον Θεό. Πουθενά στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται ότι Θεός καταλλάσσεται με τους ανθρώπους, αλλά ότι ο Χριστός καταλλάσσει τον άνθρωπο με τον Θεό….

Άλλωστε, φαίνεται σε όλη την πατερική Παράδοση ότι Θεός ποτέ δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Θεού διότι δεν έχει κοινωνία και μέθεξη με Αυτόν. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται εχθρός του Θεού και όχι ο Θεός του ανθρώπου. Ο άνθρωπος με την αμαρτία που διαπράττει βλέπει τον Θεό οργισμένο και εχθρικό. Αυτό το θέμα θα το δούμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία συγκεκριμένων Πατέρων της Εκκλησίας.

Νομίζω ότι είναι καλό να αρχίσουμε από τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, ο οποίος κάνει λόγο για το τι είναι Παράδεισος και τι είναι Κόλαση.

Μιλώντας για τον Παράδεισο λέγει ότι Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Και, φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην αγάπη, εννοούμε κυρίως και προ παντός την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Γράφει: «Παράδεισος εστίν η αγάπη του Θεού, εν η η τρυφή πάντων των μακαρισμών»6. Αλλά αναφερόμενος και στην Κόλαση λέγει σχεδόν τα ίδια πράγματα, ότι, δηλαδή, και η Κόλαση είναι η μάστιγα της αγάπης. Γράφει: «Εγώ δε λέγω, ότι οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον;».

Έτσι, η Κόλαση είναι το μαρτύριο της αγάπης του Θεού. Άλλωστε, όπως λέγει ο ίδιος, η λύπη στην καρδιά από την αμαρτία, που έγινε σε βάρος της αγάπης του Θεού, «οξυτέρα εστί πάσης κολάσεως γινομένης». Πραγματικά, τιμωρία είναι όταν αρνούμαστε και αντιβαίνουμε στην αγάπη κάποιου. Είναι φοβερό να μας αγαπούν και εμείς να συμπεριφερόμαστε ανάρμοστα. Αυτό αν το συγκρίνουμε με την αγάπη του Θεού, μπορούμε να καταλάβουμε το μαρτύριο της Κολάσεως.

Και συνδέεται με εκείνο που λέγει πάλι ο άγιος Ισαάκ, ότι είναι άτοπο να ισχυρίζεται κανείς «ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού». Επομένως, και οι κολασμένοι θα δέχωνται την αγάπη του Θεού. Ο Θεός θα αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δικαίους και αμαρτωλούς, αλλά δεν θα αισθάνωνται όλοι κατά τον ίδιο βαθμό και τρόπο αυτήν την αγάπη.

Πάντως, είναι άτοπο να ισχυριζόμαστε ότι Κόλαση είναι η απουσία του Θεού. Από αυτά συνεπάγεται ότι η βίωση του Θεού εκ μέρους των ανθρώπων θα είναι διαφορετική. Στον καθένα θα δοθεί από τον Δεσπότη Χριστό «το προς αξίαν», «κατά το μέτρον των αριστευμάτων αυτού». Γιατί εκεί θα καταργηθούν οι τάξεις των διδασκόντων και διδασκομένων και σε καθέναν θα υπάρχει «η οξύτης της εφέσεως παντός». Έτσι, ένας θα είναι εκείνος που θα δώσει την Χάρη Του προς όλους, δηλαδή ο ίδιος ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι θα την δέχωνται ανάλογα με την δεκτικότητα τους.

Η αγάπη του Θεού θα πίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργή κατά διπλούν τρόπο, τους μεν αμαρτωλούς θα κολάζει τους δε δικαίους θα ευφραίνει.

                                                                                  
Γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, εκφράζοντας την Ορθόδοξη Παράδοση πάνω στο θέμα αυτό: «Ενεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς χολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον από φίλου· τους δε τετηρηκότας τα δέοντα, ευφραίνουσα εν αυτή».

Επομένως, η ίδια η αγάπη του Θεού, η ίδια ενέργεια θα επιπίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργεί διαφορετικά. Πως όμως θα γίνεται αυτή η διαφορά; Ο Θεός είπε στον Μωυσή: «ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω» (Εξ. λγ’, 19). Ο Απόστολος Παύλος, αναφέροντας αυτό το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, συμπεραίνει: «άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει» (Ρωμ. θ’, 18). Χρειάζεται να ερμηνευθεί αυτό μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Πως ο Θεός τον ένα θέλει να ελεήσει και τον άλλο θέλει να σκληρύνει; Υπάρχει προσωποληψία στον Θεό;

Κατά την ερμηνεία του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, αυτό συνδέεται με την φύση του ανθρώπου και όχι με την φύση και την ενέργεια του Θεού. Λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος: «Καθώς ο ήλιος το μεν κηρί, απαλύνει, τον δε πηλόν σκληρύνει, όχι καθ’ εαυτόν, αλλά δια την διαφορετική ύλην του κηρού και του πηλού· έτζι και ο Θεός την πηλίνην καρδίαν του Φαραώ λέγεται πως σκληρύνει». Επομένως, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου θα ενεργή και η Χάρη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Του, η οποία θα ακτινοβολεί σε όλους.

Στην προοπτική αυτή εντάσσεται και ο Μ. Βασίλειος. ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», λέγει ότι αυτό το θαύμα πραγματοποιήθηκε στους Τρεις Παίδες στην κάμινο του πυρός. Η φωτιά στην περίπτωση αυτή διακόπηκε στα δύο, και γι’ αυτό «ενεπύριζε τους κύκλω πάντας», ενώ «πνεύμα εδέξατο εν εαυτή, ηδίστην αναπνοήν και ανάψυξιν, ώσπερ εν σκιά τινι φυτών, εν ειρηνική καταστάσει παρεχομένη τοις παισίν».

Έτσι, ενώ η φωτιά εκείνη κατέκαιε τους έξω από αυτήν, εν τούτοις δρόσιζε τους Παίδες,σαν να βρίσκονταν κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Στην συνέχεια παρατηρεί ότι το πυρ που ετοιμάσθηκε από τον Θεό για τον διάβολο και τους αγγέλους του «διακόπτεται τη φωνή του Κυρίου».

Το πυρ έχει δύο δυνάμεις, την καυστική και φωτιστική δύναμη και ενέργεια, 
γι’ αυτό και καίει και φωτίζει. 

Έτσι, οι άξιοι της φωτιάς θα αισθανθούν την καυστική ιδιότητα της

και οι άξιοι του φωτισμού θα αισθανθούν την φωτιστική ιδιότητα του πυρός.


Γι’ αυτό ολοκληρώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Φωνή ουν Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» και μερίζοντας, ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως απομείναι».

Επομένως, το πυρ της Κολάσεως θα είναι αλαμπές, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος, ενώ το φως των δικαίων θα είναι άκαυστον, θα στερήται της καυστικής ιδιότητος, και αυτό θα είναι αποτέλεσμα της διαφορετικής ενεργείας του Θεού. Οπωσδήποτε, αυτό υπονοεί ότι ανάλογα με την κατάσταση του ο άνθρωπος θα δέχεται και την άκτιστη ενέργεια του Θεού.

Η ερμηνεία αυτή περί του Παραδείσου και της Κολάσεως δεν είναι μόνον του αγίου Ισαάκ του Σύρου και του Μ. Βασιλείου,  αλλά είναι γενική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν αποφατικά τα περί του αιωνίου πυρός και της αιωνίου ζωής.

Όταν μιλούμε για αποφατισμό δεν εννοούμε ότι οι Πατέρες αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας μιλώντας αφηρημένα και στοχαστικά, αλλά ότι ερμηνεύουν τα θέματα αυτά προσπαθώντας να τα αποδεσμεύσουν από κατηγορίες της ανθρωπινής σκέψεως και από εικόνες των αισθητών πραγμάτων.

Και στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά των Ορθοδόξων – Ρωμηών Πατέρων από τους Φραγκολατίνους, οι οποίοι έλαβαν αυτές τις πραγματικότητες ως κτιστές.

Έτσι, λοιπόν, και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναπτύσσει την σπουδαία αυτήν αλήθεια, η οποία, όπως θα φανεί, έχει μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή.

Συνιστά στους ακροατές του να δέχωνται τις διδασκαλίες της Εκκλησίας περί της αναστάσεως των σωμάτων, της κρίσεως και της ανταποδόσεως των δικαίων. Και πρέπει να τις δέχωνται μέσα στην προοπτική ότι η μέλλουσα ζωή είναι «φως τοις κεκαθαρμένοις την διάνοιαν», φυσικά, «κατά την αναλογίαν της καθαρότητας», και αυτό ονομάζουμε Βασιλεία των Ουρανών, και σκότος «τοις τυφλώττουσι το ηγεμονικόν», που είναι στην πραγματικότητα αλλοτρίωση Θεού, «κατά την αναλογίαν της εντεύθεν αμβλυωπίας».

Η αιώνια ζωή είναι φως γι’ αυτούς που καθάρισαν τον νου τους, και μάλιστα κατά τον βαθμό της καθάρσεως, και σκότος γι’ αυτούς που είναι τυφλοί στον νου, δηλαδή γι’ αυτούς που δεν φωτίσθηκαν από την ζωή αυτήν και δεν έφθασαν στον φωτισμό και την θέωση. Αυτήν την διαφορά μπορούμε να την δούμε και από τις αισθητές πραγματικότητες. Ο ένας και αυτός ήλιος «φωτίζει μεν την υγιαίνουοαν όψιν αμαυροί δε την ασθενούσαν». Οπότε δεν φταίει ο ήλιος, αλλά η κατάσταση του οφθαλμού. 

Το ίδιο ακριβώς αναλογικά θα γίνει και κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.Ένας είναι ο Χριστός «άλλ’ εις πτώσιν κείται και ανάστασιν πτώσιν μεν τοις απίστοις, ανάστασιν δε τοις πιστεύουσι». Ο ίδιος και Αυτός Λόγος του Θεού, ακόμη και τώρα, πολύ περισσότερο τότε, «και φοβερός τοις ουκ αξίοις δια την φύσιν και χωρητός δια φιλανθρωπίαν τοις ούτως ηυτρεπισμένοις».

Γι’ αυτό δεν αξιώνονται όλοι να ευρίσκονται στην ίδια τάξη και στάση, άλλ’ ο μεν είναι άξιος για την μία, ο άλλος για την άλλη, «προς μέτρον, οίμαι, της εαυτού καθάρσεως». Ανάλογα με την καθαρότητα της καρδιάς και του νου ο άνθρωπος θα γεύεται της μιας και της αυτής άχτιστου ενεργείας του Θεού.

Επομένως, και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος και Κόλαση για τον άνθρωπο, αφού ο καθένας γεύεται της ενεργείας του Θεού αναλόγως της ψυχικής του καταστάσεως. Γι’ αυτό σε μια δοξολογητική του φράση θα πει: «Ω Τριά ης εγώ κατηξιώθην, και λάτρης είναι, και κήρυξ εκ πλείονος ανυπόκριτος! Ω Τριάς η πάσι ποτέ γνωσθησομένη, τοις μεν τη έλλαμψει, τοις δε τη κολάσει».

Ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός είναι και έλλαμψη και κόλαση για τους ανθρώπους. Ο λόγος του άγιου είναι ξεκάθαρος και αποκαλυπτικός. Θα ήθελα όμως να μνημονεύσω και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο οποίος τονίζει, την ίδια διδασκαλία.

Αναφερόμενος στον λόγο του Ιωάννου του Προδρόμου περί του Χριστού, «ούτος βαπτίσει υμάς εν πνεύματι αγίω και πυρί», λέγει ότι θέλει να φανερώση αυτήν την αλήθεια, ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι θα δεχθούν ανάλογα ή την κολαστική ή την φωτιστική ιδιότητα της Χάριτος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ούτος», φησί, «βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι αγίω και πυρί», τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ’ αξίαν εκάστου της εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον»20.

Βέβαια, είναι ανάγκη να δούμε την διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα σε όλη την ορολογική προοπτική περί της άκτιστου Χάριτος του Θεού.

Ο άγιος διδάσκει ότι όλη η κτίση μετέχει της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά όμως όχι κατά τον ίδιο τρόπο και κατά τον ίδιο βαθμό.
   

                                                                                  

Έτσι, η μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τους αγίους είναι διαφορετική από την μέθεξή της από την άλλη κτίση, θα τονίσει χαρακτηριστικά: «Ει δ’ εν ον τοις πάσι μεθεκτόν, ούχ ενιαίως, αλλά διάφορος μετέχεται… ει και μετέχει πάντα του Θεού αλλά της των αγίων μεθέξεως πολλήν και μεγίστην ορώμεν την διαφοράν»21.

Άλλωστε, γνωρίζουμε από την όλη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η άκτιστη Χάρη του Θεού λαμβάνει διάφορα ονόματα από τα αποτελέσματα, από το έργο που επιτελεί.

Εάν καθαρίζει τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, εάν τον φωτίζει λέγεται φωτιστική, εάν τον θεώνη λέγεται θεοποιός. 

Επίσης, άλλοτε λέγεται ουσιοποιός, άλλοτε ζωοποιός και άλλοτε σοφοποιός. Επομένως, όλη η κτίση μετέχει της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά διαφοροτρόπως. Και γι’ αυτό δεν πρέπει να κάνουμε σύγχυση μεταξύ της θεοποιού Χάριτος που μετέχουν οι άγιοι και άλλων ενεργειών. Το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και με την Χάρη του Θεού στην αιώνια ζωή. Οι δίκαιοι θα μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας, ενώ οι αμαρτωλοί και ακάθαρτοι θα βιώνουν την καυστική και κολαστική ενέργεια του Θεού.

Αυτήν την διδασκαλία την συναντούμε και στα ασκητικά συγγράμματα διαφόρων αγίων. Για παράδειγμα αναφέρουμε τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, ο οποίος λέγει ότι το ίδιο πυρ ονομάζεται και «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Πρόκειται για το άγιο και υπερουράνιο πυρ, που είναι η Χάρη του Θεού. Η Χάρη του Θεού, που δέχονται οι άνθρωποι σε αυτήν την ζωή, τους μεν «καταφλέγει, δια το έτι ελλειπές της καθάρσεως», τους άλλους «φωτίζει, δια το μέτρον της τελειότητας».

Βέβαια, η Χάρη του Θεού δεν θα καθαρίζει τους αμετανόητους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή, αλλά αυτό που λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης συμβαίνει τώρα. Και είναι βεβαιωμένο από την ασκητική εμπειρία ότι οι άγιοι στην αρχή αισθάνονται την Χάρη του Θεού σαν φωτιά που κατακαίει τα πάθη και στην συνέχεια, όσο καθαρίζεται η καρδιά, τόσο και αισθάνονται την Χάρη του Θεού ως φως. 

Σύγχρονοι θεόπτες βεβαιώνουν ότι όσο κανείς μετανοεί και εν Χάριτι βιώνει την κόλαση κατά την πορεία της ασκήσεώς του, τόσο και αυτή (η Χάρη), χωρίς καν να το περιμένει ο άνθρωπος, μετατρέπεται σε Άκτιστο Φως.

Πρόκειται για την ίδια Χάρη του Θεού, η οποία πρώτα καθαρίζει τον άνθρωπο, και όταν αυτός φθάσει σε μεγάλο βαθμό μετανοίας και καθάρσεως, θεάται ως φως.

Επομένως, δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων και ανθρωπίνων συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά περί βιώσεως της ακτίστου Χάριτος του Θεού.

Γι’ αυτό, ζώντες μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να θεραπευόμαστε με όλα τα μέσα που έχει, τα μυστήρια και την άσκηση, με την μέθοδο που διαθέτει, ώστε και από τώρα, αλλά κυρίως τότε…

Στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η Χάρη του Θεού να ενεργεί φωτιστικά και σωτήρια και όχι κολαστικά.


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
———————————————————————————–