Μέσα στήν ἀναστάσιμη περίοδο πού διατρέχουμε βλέπουμε μία ἀκόμη ἀνάσταση στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας. Πρόκειται γιά τήν ἀνάσταση τοῦ παραλύτου ἀπό τό κρεβάτι τοῦ πόνου, γιά τήν ἀνάσταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπό τόν τάφο τῆς ἁμαρτίας, γιά τήν ἀνάσταση τῶν Ἰουδαίων ἀπό τό βάραθρο τῆς ἄρνησης τοῦ Θεοῦ καί τῆς κακοπιστίας.Ἡ πρώτη ἀνάσταση τοῦ παραλύτου ἀπό τό κρεβάτι τῆς ἀναπηρίας καί τοῦ πόνου γίνεται, βεβαίως, μέ τή δύναμη τοῦ Θεανθρώπου ἀλλά καί μέ τή συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος ἀνασταίνει τόν παράλυτο ἀπό τή χαμέρπεια τῆς παραλυσίας, ἀφοῦ πρῶτα ἐξασφαλίζει τήν ἔγκρισή του. Τίποτα δέν χαρίζει ὁ Θεός, ἄν δέν τό θέλει ὁ ἄνθρωπος. Πρῶτα διερευνᾶ τίς προθέσεις καί ὕστερα προχωρᾶ στίς καταθέσεις τῆς ἀπέραντης ἀγάπης Του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά τόν ἄνθρωπο στηρίζεται πάνω στό σεβασμό γιά τό πλάσμα Του. Ἀγάπη χωρίς σεβασμό δέν ὑπάρχει. Χωρίς σεβασμό ἡ ἀγάπη γίνεται κτητική, πιεστική, ἀνταποδοτική, ἀποκρουστική. Χωρίς σεβασμό στήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου ἡ ἀγάπη παίρνει περισσότερα ἀπ’ αὐτά πού δίνει. Μία ἀγάπη πού δέν ὑπολογίζει τήν ἐλευθερία καί τίς ἐπιλογές τοῦ ἀγαπωμένου γίνεται μία ἀγάπη ὁδοστρωτήρας, γίνεται μία ἀγάπη φυλακή, μία ἀγάπη ψεύτικη καί πλανεύτρα. Μία ἀγάπη πού ἐπιβάλλεται εἶναι μία ἀγάπη πού χάνεται.
Ὁ παράλυτος ἀνασταίνεται ἀπό τήν ἀρρώστια του, ἐπειδή ὁ ἴδιος ἐπέτρεψε στόν Παντοδύναμο Θεό νά τόν ἀναστήσει.«Ἔγειρε», λέγει ὁ Ἰησοῦς στόν παράλυτο γιά νά τοῦ χαρίσει, ἐκτός ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματος, καί τήν ἀνάσταση ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἡ τριανταοκτάχρονη ἀσθένεια τοῦ παραλύτου δέν κατάφερε νά τόν καθαρίσει ἀπό τή βρωμιά τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς πικρίας, τῆς ὑπεκφυγῆς, τῆς ἀνευθυνότητας, τῆς δειλίας. Βιδωμένος στό κρεβάτι τοῦ πόνου δέν ἦλθε στόν ἑαυτό του. Δέν μαλάκωσε τήν ψυχή του. Οἱ ἄλλοι τοῦ ἔφταιγαν γιά τήν ἀρρώστια του. Ὅταν θεραπεύτηκε, δέν ρώτησε τό ὄνομα τοῦ εὐεργέτη του, γι’ αὐτό καί, ὅταν τόν ρώτησαν, δέν ἤξερε νά ἀπαντήσει. Μέ δειλία, ἀνευθυνότητα καί ἀχαριστία μετέθεσε τίς εὐθύνες τῆς παραβίασης τοῦ Σαββάτου σ’ Αὐτόν πού τόν βοήθησε. Ἦταν ἀπαραίτητο, λοιπόν, ν’ ἀκούσει τό «ἔγειρε» τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Κύριος τόν καλεῖ νά ἀναστηθεῖ ἀπό τόν τάφο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτή ἡ ἀνάσταση, ὅμως, δέν μπορεῖ νά γίνει μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Γίνεται μόνο μέ τή θέληση καί τήν ἀγωνιστικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ὁ Χριστός, ὅταν τόν ξανασυναντάει, τοῦ ἑρμηνεύει τό πρῶτο «ἔγειρε» μέ τό «μηκέτι ἁμάρτανε».
Ὅποια εὐεργεσία καί ἄν λάβουμε στή ζωή μας δέν μᾶς ὠφελεῖ, ἐάν δέν δουλέψουμε γιά τήν ἀνάστασή μας ἀπό τή χαμέρπεια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πραγματική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μετάνοια. Χωρίς μετάνοια ὁ ἄνθρωπος ματαιοπονεῖ στά κελιά καί στά βάραθρα τοῦ ψεύδους, τῆς πλάνης καί τῆς αὐταπάτης. Χωρίς μετάνοια κάθε ἀπόλαυση γίνεται βάσανος καί κάθε παροχή γίνεται ἐξάρτηση καί φυλακή. Ὅταν ὁ Χριστός λέγει τό «ἔγειρε», δέν τό λέγει μόνο γιά τό σῶμα. Τό λέγει καί γιά τό πνεῦμα, γιά τήν ψυχή, γιά τήν ἀνάσταση καί τήν κάθαρση τῆς καρδίας.Τέλος, ὁ Κύριος λέγει τό «ἔγειρε» γιά νά ἀναστήσει, ἐκτός ἀπό τόν παράλυτο, καί τούς Ἰουδαίους ἀπό τή χαράδρα τῆς ἄγνοιας καί τῆς κακοπιστίας. Οἱ Ἰουδαῖοι θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους εὐσεβεῖς, ἀλλά ἦταν ἀπογυμνωμένοι ἀπό τό πιό πολύτιμο στοιχεῖο τῆς πίστης, πού εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ Κύριος τούς δείχνει πώς πάνω ἀπό τά «πρέπει» καί τούς κανόνες στέκεται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Τούς δείχνει πώς πάνω ἀπό τή νομομάθεια στέκεται ἡ φιλανθρωπία. Εἶναι εἰρωνεία κάποιος νά εἶναι νομοταγής, ἀλλά νά εἶναι καί σκληρόκαρδος. Ὁ νόμος εἶναι χρήσιμος μόνον ὅταν ὑπάρχει γιά νά ἐξυπηρετεῖ τόν ἄνθρωπο καί ὄχι γιά νά τόν καταδυναστεύει. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐφαρμόζει τό νόμο μέσῳ τῆς ἀγάπης καί ὄχι μέσῳ τοῦ φόβου.
Ἕνα «ἔγειρε» μέ τριπλό νόημα ἀκούσαμε σήμερα ἀπό τόν Χριστό μας. Μᾶς καλεῖ σέ μία ἀνάσταση ἀπό τήν αὐτάρκειά μας καί σέ μία ἀποδοχή τῆς θεϊκῆς ἀγάπης στή ζωή μας. Μᾶς προτρέπει σέ μία ἀνάσταση ἀπό τή μιζέρια τῶν πτώσεων, τῶν ἐξαρτήσεων, τῶν λαθῶν καί τῶν πλανῶν. Μᾶς περιμένει νά γευτοῦμε μαζί Του τήν ἀνάσταση τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Νά γνωρίσουμε τόν Ἴδιο καί ὄχι μόνο τούς κανόνες Του. Μόνον τότε οἱ κανόνες δέν θά εἶναι βαριές χαλκευμένες ἁλυσίδες, ἀλλά μονοπάτια σωτηρίας καί χαρᾶς, τά ὁποῖα μακάρι νά διαβαίνουμε ὄχι μόνο στήν παρούσα ζωή ἀλλά καί γιά πάντοτε.
Ι Μ.Δ