Στο δρόμο του Χριστού

Τα Ευαγγέλια είναι θεόπνευστα ιστορικά βιβλία που περιγράφουν τα σπουδαιότερα γεγονότα της επίγειας ζωής του Χριστού-το Λόγο Του, τις θαυμαστές ενέργειές Του. Η σημερινή περικοπή μάς δίνει την ευκαιρία να θαυμάσουμε την παρουσία του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και να προβληματιστούμε για τη στάση τους προς Εκείνον και για τις ανθρώπινες σχέσεις. Ας θυμηθούμε τα κυριότερα σημεία.

Ο Ιησούς πορεύεται με τους μαθητές Του στις περιοχές της Γαλιλαίας και της Σαμάρειας, με τελικό προορισμό την Ιερουσαλήμ. Στην είσοδο ενός χωριού τον βλέπει μια ομάδα δέκα λεπρών που αρχίζουν να του φωνάζουν δυνατά να τους βοηθήσει. Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Μια ζωή μακριά από όλους, απομονωμένοι, ξεκομμένοι από την ανθρώπινη κοινωνία. Εμείς, έχοντας ακόμα νωπές τις εικόνες από τη ζωή των «φυλακισμένων» της Σπιναλόγκας, περιττεύει  να αναλύσομε το δράμα αυτών των «ζωντανών νεκρών». Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε τις εναγώνιες στιγμές ικεσίας εκείνων των δέκα. Ο φιλεύσπλαχνος Κύριος τους λέει να πάνε στους ιερείς να τους εξετάσουν. Κι ενώ πορεύονταν, έγινε το θαύμα της γιατρειάς τους! Έγιναν υγιείς, «κανονικοί άνθρωποι», από  «φαντάσματα του πόνου» που ήταν, οι «σκιές του εαυτού τους». Μα τι έγινε μετά; Ο ένας απ’ αυτούς γύρισε αμέσως πίσω και φωνάζοντας δυνατά, δοξολογούσε το Θεό. Και πέφτοντας στα πόδια του Χριστού, τον ευχαριστούσε. Κι Αυτός λέει: «δε θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Πού είναι οι άλλοι εννιά; Σήκω και πήγαινε. Η πίστη σου σ’ έχει σώσει».

Παρατηρούμε ότι ο Κύριος έστειλε τους λεπρούς στους ιερείς του χωριού, κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Πρώτα-πρώτα, στη συνείδηση των Εβραίων η λέπρα λογαριαζόταν ως «ιερή» αρρώστια, έχοντας δηλαδή σχέση με την περιφρόνηση και αθέτηση του θελήματος του Θεού. Ο Χριστός δεν καταργεί τους θεσμούς, ούτε το Νόμο, αλλά, φερόμενος με σοφία και διακριτικότητα, επιδιώκει, όχι μόνο τη θεραπεία των σωματικών ασθενειών, που συχνά αλλοίωναν σε τραγικό βαθμό την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων, αλλά και την εσωτερική αποκατάσταση, της θεϊκής τους εικόνας. Όπως έκανε και σ’ άλλες περιπτώσεις, στέλνει τους θεραπευμένους να ενταχθούν στη θρησκευτική κοινότητα, που οι λειτουργοί της ήταν οι αρμόδιοι να πιστοποιήσουν τη θεραπεία και να εγκρίνουν την αποκατάσταση αυτών των σχέσεων. Κατ’ επέκτασιν, αυτό συμβαίνει σήμερα στο Σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Τα θαύματα λοιπόν λειτουργούν ως «σημεία» της Βασιλείας του Θεού, που, όπως είδαμε, την έλευσή της κήρυττε από την αρχή της δημόσιας δράσης Του.

Θα περίμενε κανείς να γύριζαν όλοι οι θεραπευμένοι στο Χριστό, για να τον ευχαριστήσουν. Όμως, δε συνέβη αυτό. Ρωτάει Εκείνος με παράπονο, «πού είναι οι άλλοι»; Κι επισημαίνει ότι μόνο ένας, και μάλιστα «αλλοεθνής» (Σαμαρείτης), φέρθηκε σωστά, δοξολογώντας το Θεό για τη σπουδαία ευεργεσία Του. Ευεργετημένοι κι εμείς πολλαπλώς από τον Κύριο, μήπως του φερόμαστε με αγνωμοσύνη και αχαριστία; Διάβασα κάπου ότι όλες τις ημέρες δεχόμαστε τις δωρεές Του, και μια μέρα, την Κυριακή, περιμένει να πάμε στο Ναό να τον ευχαριστήσουμε, μα εμείς τον απαξιούμε! Βλέπομε ότι όντως έτσι συμβαίνει. Ξέρομε πως οι πρόγονοί μας κι οι γονείς μας πίστευαν στο Θεό, ξεχώριζαν τις μέρες και τηρούσαν τις Γιορτές και τις αργίες. Στερημένοι από υλικά αγαθά, φτωχοί, κακοπερασμένοι, όμως, είχαν άλλους «θησαυρούς». Άλλα «αποθέματα». Διέθεταν ψυχικό μεγαλείο. Εμείς, με τις τόσες ευκολίες και ανέσεις, θύματα της Τεχνολογίας, με πληθώρα υλικών αγαθών, με απερίγραπτες σπατάλες, ακόμα και στα χρόνια της περίφημης «κρίσης», σαν αποχαυνωμένοι, αφηνόμαστε στην καλοζωία, ξεχνώντας και εγκαταλείποντας τον Κύριο «μόνο» και παραπονεμένο! Μέχρι που να έρθουν δύσκολες στιγμές- με αρρώστιες, πειρασμούς, δοκιμασίες κ. λ. π.-για να τον θυμηθούμε και να ζητήσομε, σαν τους λεπρούς, τη βοήθειά Του.

 Πολλές φορές εμείς νιώθουμε πολύ καλύτερα, σε σχέση με παλιότερες καταστάσεις και εποχές. Συγχρόνως όμως βιώνουμε την απώλεια της κοινότητας, της επικοινωνίας, των ανθρωπίνων σχέσεων, του ανθρωπίνου προσώπου. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής, με τα άγχη, τον έντονο ατομικισμό, τη μοναξιά, τις ανασφάλειες, την εξάπλωση της βίας και της βαρβαρότητας, δημιουργεί νέες «ασθένειες», του σύγχρονου «Πολιτισμού». Αλλά νομίζω ότι είναι άδικο  να εξισώνουμε την κατάσταση κάποιας κοινωνικής ομάδας ή μειοψηφίας με κάποιες ιδιαιτερότητες-που οπωσδήποτε αξίζει τον απόλυτο σεβασμό μας- με την για αιώνες αθεράπευτη λέπρα, που απομόνωνε δραματικά αθώους από τις «υγιείς» κοινωνίες και τους καταδίκαζε να ανεβαίνουν τον απερίγραπτο «Γολγοθά» τους.

Ας προσευχόμαστε, φίλοι μου, να μας προστατεύει ο Θεός  από τις ασθένειες, μα κι από κάθε μορφή «πνευματικής λέπρας»: των κοινωνικών και φυλετικών διακρίσεων, της αχαριστίας και της αποξένωσής μας από την Εκκλησία. Ο Ιησούς Χριστός μάς δείχνει το σωτήριο δρόμο. Ο ευγνώμων λεπρός, ας είναι υπόδειγμά μας.

 

Νίκος Σιγανός, θεολόγος