ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 9-4-1989]
[Β213]
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, προβάλλει τὸν ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος, ἡγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ καὶ μέγαν ἀσκητήν. Ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς προβολῆς, ἂν καὶ γιορτάζει στὶς 30 Μαρτίου, εἶναι πιθανῶς ὅτι καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀνάγνωσμα εἰς τὴν τράπεζαν τῶν μοναστηριῶν, ἐχρησιμοποιεῖτο αὐτό του τὸ σύγγραμμα, «Κλῖμαξ». Ἔτσι ἐλέγετο. Σκάλα. Κλῖμαξ. Ἀλλὰ προβαλλόμενος, ὅμως, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, οὐσιαστικὰ προβάλλεται τὸ κλασικὸ αὐτὸ σύγγραμμά του «Κλῖμαξ» ποὺ εἶναι προβολὴ ἀνόθευτος καὶ ὀρθόδοξος τῆς πνευματικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς μας Ἐκκλησίας.
Ὅπως σᾶς εἶπα, ὑπῆρξε ἡγούμενος ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἔτσι λέγεται, «ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος», ἔτσι λέγεται, δηλαδὴ συγγραφέως τοῦ βιβλίου «Κλῖμαξ», τῆς Κλίμακος, ὑπῆρξε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, κατά τον 6ον αἰῶνα. Αὐτὸ τὸ θαυμαστό του σύγγραμμα ποὺ ἀναφέραμε, περιέχει τριάντα ὁμιλίες ἐπὶ πνευματικῶν θεμάτων, ποὺ δημιουργοῦν μιὰ κλιμακωτὴ πρόοδο, ἐκ τῶν χαμηλοτέρων πρὸς τὰ ὑψηλότερα γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὀνομάσθῃ «Κλῖμαξ». Πιὸ πολλὰ δὲν θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸ βιβλίο αὐτό, οὔτε γιὰ τὸν ἱερό του συγγραφέα, ἀλλὰ γιὰ μιὰ πνευματική μας ὠφέλεια θὰ πάρομε ἕνα σύντομο σταχυολόγημα, θὰ κάνομε ἕνα σύντομο σταχυολόγημα ἀπό τὸν 5ον του λόγον ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὴν μετάνοια, κάτι πού, τίς ἡμέρες αὐτὲς τοὐλάχιστον, ἰδιαιτέρως τίς ἡμέρες αὐτές, μᾶς χρειάζεται.
Πρέπει νὰ ποῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅ,τι γράφουν καὶ διδάσκουν, εἶναι διδασκαλία εὐαγγελική. Ἔτσι καὶ ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ κηρύγματος, τόσο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὅσο καὶ τοῦ Κυρίου μας. Κηρυττόμενον τὸ Εὐαγγέλιον, κηρύσσει μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀντικειμενικὸς σκοπὸς τοῦ Εὐαγγελίου. Τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεό. Κάποτε οἱ ἄνθρωποι ἦσαν κοντὰ στὸν Θεό. Δηλαδὴ οἱ πρωτόπλαστοι. Πρὶν ἁμαρτήσουν. Τώρα ὅμως πρέπει νὰ ξαναγυρίσουν, ἐπειδὴ ἀκριβῶς, μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση του ὁ Ἀδάμ, μετενόησε. Ὄχι μὲς στὸν Παράδεισο, γιατί τότε ἔδειξε μίαν σκληροκαρδίαν, καὶ αὐτὸς καὶ ἡ Εὔα, ἀλλὰ ὅταν ἐδοκίμασε τὴν πικρίαν τῆς ζωῆς μακριὰ τοῦ Θεοῦ πιά, τότε μετενόησε. Ὅταν εἶδε ἐπὶ παραδείγματι τὸ ἕνα του παιδί – ὁ Κάϊν- νὰ σκοτώνει τὸ ἄλλο του παιδὶ καὶ ἀδελφὸ του Κάϊν, τὸν Ἄβελ, τότε, αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι πρωτόπλαστοι καὶ γονεῖς τῶν παιδιῶν, μετενόησαν καὶ ἀντελήφθησαν ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς των παρακοῆς μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴ ζωή τους τὴν ἐπέρασαν ἐν μετανοίᾳ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δέχεται ὅτι ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ ἐσώθησαν καὶ πῆρε μαζί Του ὁ Χριστός, ὅταν κατέβηκε εἰς τὸν Ἅδην κατὰ τὴν τριήμερον ταφήν Του, ἦταν καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα.
Συνεπῶς, ἂν τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι καὶ τὸ Εὐαγγέλιον κηρύττει τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος, ἀρχίζοντας τὸ Εὐαγγέλιόν Του εἶπε: «Μετανοεῖτε» -ἔλεγε, ὄχι εἶπε, ἔλεγε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ὁ Κύριος δὲν ἔλεγε: «Μετανοήσατε», ἔλεγε: «Μετανοεῖτε»· ποὺ δείχνει μιὰ κατάσταση διαρκείας. Τὸ βλέπομε αὐτὸ σὲ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὲ ὅλους τοὺς ἀσκητάς, σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Νὰ ζοῦν διαρκῶς αὐτὴν τὴν μετάνοιαν, σὲ ὅλη τους τὴ ζωή. Ἕνα θαυμαστὸ παράδειγμα εἶναι ὁ ἅγιος Σισώης, ἀσκητὴς σπουδαῖος. Αὐτός, πεθαίνοντας, εἶχε γύρω του ὅλους τοὺς μαθητάς του. Καὶ τοὺς λέει: «Σᾶς παρακαλῶ, ἀφήσατέ με τώρα γιὰ νὰ μετανοήσω λίγο, νὰ βάλω ἀρχὴ μετανοίας!». Ἀρχὴ μετανοίας! Λέγοντας τὰ λόγια αὐτὰ ξεψύχησε. Ἔλαμψε ὁλόκληρος καὶ ὅλος ὁ χῶρος ἐγέμισε ἀπὸ μία ἄρρητη εὐωδία. Βλέπετε ὅτι μόνον κανεὶς ὅταν εἶναι στὸν δρόμον τῆς διαρκοῦς μετανοίας, τότε ἀκριβῶς καὶ σώζεται.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ποὺ σᾶς εἶπα, θὰ χρησιμοποιήσομε τὸν 5ο του λόγο, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὰ περὶ τῆς μετανοίας, ὀνομάζει τὴ μετάνοιαν «μεμεριμνημένην». Ὅτι πρέπει νὰ ἔχομε μεμεριμνημένην μετάνοιαν. Ἀπὸ τὸ «μεριμνῶ». Μετοχή τοῦ μεριμνῶ· ποὺ θὰ πεῖ «μετάνοια ποὺ νὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ φροντίδα». Νὰ φροντίζω νὰ εἶμαι ἐν μετανοίᾳ. Καὶ ἀληθῶς ἐνεργῆ, τὴν ἀποκαλεῖ. Δηλαδὴ νὰ εἶναι μὲ δυναμικότητα μετάνοια. Δὲν εἶναι λοιπὸν ἡ μετάνοια μία ὑπόθεσις κάποιας, θὰ λέγαμε, συγκινησιακῆς στιγμῆς, ἢ ἂν θέλετε ἀκόμη, καὶ κρίσεως συνειδησιακῆς, ἀλλὰ μιὰ μόνιμη κατάσταση, φροντισμένη καὶ ἀποφέρει καρπούς. Ἀποφέρει καρπούς. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λένε θὰ μετανοήσουν εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς των; Ὦ, οἱ ἀνόητοι! Ἐγκληματικὰ μάλιστα ἀνόητοι. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής: «Ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας». «Νὰ κάνετε λοιπὸν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας»· ποὺ δείχνει ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ ἀποφέρει καρπούς. Κι ἄν, ἀδελφέ μου, ὑποτεθεῖ ὅτι μετανοήσεις στὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, πότε θὰ κάνεις καρπούς; Καὶ τὸ θέμα τῆς καρποφορίας εἶναι ὑπόθεσις μίας ὁλοκλήρου ζωῆς.
Ἔτσι, μὲ τρόπον ἀποφθεγματικόν, συντομότατον δηλαδή, ὁ ἅγιος Πατήρ, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μᾶς λέγει τί εἶναι αὐτὴ ἡ μεμεριμνημένη μετάνοια. Ἀκούσατε: «Mετάνοια ἐστὶν ἀνάκλησις βαπτίσματος». Τί εἶναι ἡ μετάνοια; Εἶναι ἡ ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. «Μετάνοια ἐστί συνθήκη πρὸς Θεὸν δευτέρου βίου». Πότε ἦταν ἡ πρώτη συνθήκη; Μὲ τὸ βάπτισμα. Ὅτι θὰ φυλάξομε τὸν χιτῶνα καθαρόν, λευκόν, ἄσπιλον. Τώρα, ἐπειδὴ δὲν φυλάξαμε τὸν χιτῶνα καθαρὸν καὶ ἄσπιλον, κάνομε δευτέρα συνθήκη μὲ τὸν Θεό. Τρίτη δὲν ὑπάρχει. Καὶ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι λοιπὸν μετάνοια; Συνθήκη πρὸς τὸν Θεὸν δευτέρου βίου. «Μετάνοια ἐστί, σωματικῆς παρακλήσεως διηνεκὴς ἀνελπιστία». Τί θὰ πεῖ αὐτό; Μετάνοια εἶναι ἕνας μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας. Δηλαδὴ μόνιμος ἀποκλεισμός. «Παρηγορία» θὰ πεῖ ἀνάπαυσις. Ὅπως εἶναι οἱ διασκεδάσεις. Ἕνας ποὺ μετενόησε, δὲν διασκεδάζει πιά. Ἐννοεῖται, τίς κοσμικὲς διασκεδάσεις. Διότι… μιλᾶμε γιὰ διασκέδαση, ἔ; Δὲν μιλᾶμε γιὰ ψυχαγωγία. Ψυχαγωγία εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Εἶναι νὰ ὑποστεῖ ἀγωγὴ ἡ ψυχή σου καὶ νὰ ξεκουραστεῖ μὲ τὸ πιὸ ἐλάχιστο πρᾶγμα. Καὶ μόνο γιατί θὰ δεῖς μία ὡραία ἡμέρα ἢ μιὰ γαλήνια ἢ φουρτουνιασμένη θάλασσα ἢ ἀκόμη ἕναν συννεφιασμένο καὶ βαρὺ καιρό. Θὰ δεῖς αὐτά, θὰ ἀπολαύσεις, θὰ χαρεῖς τὴ φύση. Ἀκόμη κάτι ποὺ διάβασες, κάτι ποὺ εἶδες ὄμορφο, σὲ ἕνα λουλούδι, σὲ ἕνα πτηνό, χάρηκες. Αὐτὸ εἶναι ψυχαγωγία. Ψυχαγωγία δὲν ἀποκλείεται. Ἡ διασκέδασις ἀποκλείεται. Αὐτὸ τὸ «διασκεδάννυμι» ἢ «διασκεδάννυμαι»· ποὺ θὰ πεῖ σκορπίζω καὶ σκορπίζομαι. Σκορπίζω τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μου. Ἕνας ποὺ μετενόησε, ἔκανε συναγωγὴ τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς του. Ἡ νόησις, ἡ βούλησις καὶ τὸ συναίσθημα. Μὲ τὴ μετάνοια ἔχομε συναγωγή, συγκέντρωση τῶν δυνάμεων. Ὅταν φύγει ἡ μετάνοια, ἔχομε πάλι σκόρπισμα. Ὅταν λέμε «διασκεδάζω» σημαίνει αὐτὰ τὰ τρία τὰ σκορπίζω. Καὶ μὴν ξεχνᾶτε ὅτι ἀπὸ τὸν σκορπισμὸν αὐτὸν τῶν τριῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἔχομε τίς ποικίλες-ποικίλες ψυχώσεις, ποὺ στὴν ἐποχή μας ἔχουν γίνει πάμπολλες καὶ δὲν βρίσκει κανεὶς ἄκρη μὲ αὐτές.
Ὅπως ἀκόμη εἶναι οἱ καλλωπισμοί, τὰ ψιμύθια. Δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ μία κυρία ἡ ὁποία ἐξομολογεῖται, νὰ εἶναι στολισμένη «ὡς εἰδωλολατρικὸς ναός», ποὺ λέει ἕνας ψαλμικὸς στίχος. Καὶ νὰ εἶναι μακιγιαρισμένη μὲ ποικίλα ψιμύθια, κι αὐτὴ ἡ γυναῖκα νὰ εἶναι ἐν μετανοίᾳ. Κάποτε, στὴ Σπάρτη, τὴν ἀρχαία Σπάρτη, ἔβαφε κάποιος τὰ μαλλιά του. Κι αὐτὸς ἦρθε νὰ πεῖ μερικὰ πράγματα. Διδάσκαλος ἦταν. Καὶ τότε κάποιος σοφὸς εἶπε: «Αὐτὸν θὰ ἀκούσετε; Θὰ σᾶς πεῖ τὴν ἀλήθεια; Ἀφοῦ στὸ κεφάλι του περιφέρει τὸ ψεῦδος». Γιατί ἔβαφε τὰ μαλλιά του. Στὸ κεφάλι του περιφέρει τὸ ψεῦδος. Διότι θέλει κανεὶς νὰ φανεῖ πιὸ νεότερος. Περιφέρεις τὸ ψεῦδος. Δὲν μπορεῖς νὰ λέγεσαι ὅτι εἶσαι ἐν μετανοίᾳ καὶ νὰ θέλεις νὰ εἶσαι καὶ νὰ παρουσιάζεσαι κάτι διαφορετικό, γιὰ νὰ ἀρέσεις εἰς τὸν κόσμον. Δὲν ξέρω αὐτὰ πῶς τὰ ἀκοῦτε, ἀλλὰ εἶναι μία πραγματικότητα καὶ μιὰ ἀλήθεια. Ἄν τὸ ἔλεγαν αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτραι πρόγονοί μας, πόσο περισσότερο αὐτὸ θὰ τὸ ἔλεγε ἕνας Χριστιανὸς συγγραφεύς; Ὅπως ἐδῶ, θὰ ξαναδιαβάσω, «Μετάνοια ἐστὶ σωματικῆς παρακλήσεως-παρηγορίας– διηνεκὴς ἀνελπιστία». Δηλαδὴ νὰ μὴν ὑπάρχει πιὰ ἐλπίδα ὅτι τὸ σῶμα σου θὰ ὑποστεῖ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὑφίστατο, ὅταν ἤσουν μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Συνεχίζει ὁ ἅγιος πατήρ: «Μετάνοια ἐστίν αὐτοκατάκριτος λογισμός». Νὰ κάνεις αὐτοκριτικὴ καὶ μόνος σου νὰ κατηγορεῖς τὸν ἑαυτόν σου. «Μετάνοια ἐστίν, θυγάτηρ ἐλπίδος καὶ ἄρνησις ἀνελπιστίας». Δηλαδή, τί εἶναι μετάνοια; Εἶναι ἡ θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποκήρυξη τῆς ἀπελπισίας. Ἐκεῖνος ποὺ πραγματικὰ μετανοεῖ, ποτὲ δὲν ζεῖ τὴν ἀπελπισία. Τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία ζεῖ μόνον ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει μετανοήσει. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀγαπητοί μου, ἂν τὸ σκεφθοῦμε, θὰ δοῦμε πόσο πολύτιμον εἶναι καὶ ὅτι δὲν ἀφήνει περιθώρια νὰ δημιουργηθοῦν ψυχολογικὰ προβλήματα σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ὅταν ἐλπίζει ὅτι συνεχωρήθῃ καὶ συνεπῶς ὅλες οἱ ἐνοχὲς ἔχουν διαλυθεῖ. Γιατί τί νομίζετε; Βέβαια ἡ αἰτία τῶν ψυχώσεων εἶναι… οἱ αἰτίες εἶναι πολλές. Βασικὰ εἶναι μία. Εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ μία ὅμως κατηγορία εἶναι ὅταν ἔχεις ἔνοχη συνείδηση. Συνέβῃ κάτι καὶ μέσα σου δὲν ζεῖς τὴν ἐλπίδα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ αὐτὸ σοῦ γίνεται ψύχωση. Δηλαδὴ ἀρρωσταίνεις.
«Μετάνοια ἐστίν, διαλλαγὴ Κυρίου διὰ τῆς τῶν ἐναντίων τοῖς πταίσμασιν ἀγαθοεργίας». Τί εἶναι μετάνοια; «Εἶναι ἡ συμφιλίωσις μὲ τὸν Κύριον μὲ ἔργα ἀρετῆς· ποὺ εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὰ παραπτώματά μας». «Μετάνοια ἐστὶ συνειδότος καθαρισμός». Τί εἶναι μετάνοια; «Τὸ καθάρισμα τῆς συνειδήσεως». Τὸ καθάρισμα τῆς συνειδήσεως σιγὰ σιγὰ συνεπάγεται καὶ τὸ καθάρισμα τοῦ ὑποσυνειδήτου. Τὸ ὑποσυνείδητο εἶναι μία παρασυνείδησις. Εἶναι μία παρασυναγωγὴ τοῦ συνειδητοῦ, τῆς συνειδήσεως. Εἶναι αὐτὸ ποὺ δημιουργήθηκε μὲ τὴν ἄπωση, τὸ σπρώξιμο τῆς ἐνοχῆς κάπου πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν συνείδηση, γιατί μᾶς ἐνοχλεῖ. Ὅταν εἶναι στὴ συνείδηση ἕνα αἴσθημα ἐνοχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑποσυνείδητο. Ὅταν καθαρισθεῖ ἡ συνείδησις, τότε καὶ τὸ ὑποσυνείδητο ἀρχίζει νὰ καθαρίζεται. Γιὰ νὰ μὴν πῶ, ἀρχίζει νὰ ἐξαφανίζεται. Γιατί ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε ὑποσυνείδητο. Δημιουργήθηκε τὴν στιγμὴ ποὺ εἶπε εἰς τὸν Θεόν: «Ἡ γυναῖκα ποὺ μοῦ ἔδωσες, αὐτὴ μὲ ἔβαλε καὶ παρέβῃν τὴν ἐντολήν Σου». Τί ἔκανε ὁ Ἀδάμ; Ὁ Ἀδὰμ δὲν μετενόησε. Ἀλλὰ τὴν ἐνοχή του πρῶτον τὴν ἀπέδωσε εἰς τὸν Θεὸν καὶ δεύτερον τὴν ἀπώθησε σὲ ἕναν ἄλλον χῶρον παρα-συνειδησιακόν, δηλαδὴ στὸ ὑποσυνείδητο. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Ἀδὰμ ἀπέκτησε ὑποσυνείδητο. Γιὰ νὰ μᾶς ταλαιπωρεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μέχρι σήμερα, μὲ τὰ καμώματα αὐτοῦ τοῦ ὑποσυνειδήτου. Δὲν λέγω πιὸ πολλά, ἂν κανεὶς ἔχει ἀσχοληθεῖ, θὰ μὲ κατανοήσει.
«Μετάνοια ἐστίν -συνεχίζει ὁ ἅγιος πατήρ- ἑκούσιος πάντων τῶν θλιβερῶν ὑπομονή». Τί εἶναι μετάνοια; «Εἶναι», λέγει, «ἡ ὑπομονὴ ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμάτων». Δηλαδὴ ἡ θεληματικὴ ὑπομονὴ ποὺ θὰ κάνεις καὶ θὰ πεῖς «Φταίω, φταίω, ναί, φταίω, γιατί εἶμαι ἔνοχος, γιατί στάθηκα ἐναντιωμένος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Καὶ θὰ κάνεις ὑπομονή.
«Μετανοῶν ἐστί, ταπεινώσεως ἀγοραστής». Ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ; Αὐτὸς ποὺ ἀγοράζει τὴν ταπείνωση. Μόνον ἐὰν ἔχομε ταπείνωση, ἀγαπητοί μου, μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε. Ὁ ἐγωιστὴς ποτὲ δὲν μετανοεῖ. «Μετανοῶν ἐστί, κατάδικος ἀκαταίσχυντος». Τί εἶναι αὐτὸς ποὺ μετανοεῖ; Εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι κατάδικος, ἀλλὰ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ κάθε αἰσχύνη. «Μετανοῶν ἐστί, δημιουργὸς οἰκείων κολάσεων». «Εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπινοητὴς τιμωριῶν τοῦ ἑαυτοῦ του». Ὅταν τιμωρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτόν του, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μετανοεῖ.
Εἴπαμε προηγουμένως ὅτι ὁ Κύριος εἶπε ὅτι πρέπει πάντοτε νὰ μετανοοῦμε. «Μετανοεῖτε». Γιατί ὁ δρόμος, ἀγαπητοί μου, τῆς μετανοίας εἶναι μὲ ἧττες καὶ μὲ νῖκες. Γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Μὴν τρομάξεις ὅταν πέφτεις κάθε μέρα. Καὶ μὴ ἐγκαταλείψεις τὸν ἀγῶνα». Ὄχι βεβαίως ἀπὸ μία ἀμετανοησία. Ἀλλὰ ἀπὸ μία ἀδυναμία. Γιατί μερικοὶ λένε ὅτι μετανοοῦν ἀλλὰ δὲν μετανοοῦν. Καὶ ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἴδια ἀκριβῶς γιατί δὲν μετενόησαν. Ὄχι ἀπ᾿ αὐτό. Ὄχι ἀπὸ ἀμετανοησία. Ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία. «Ἀντίθετα νὰ στέκεσαι μὲ ἀνδρεία καὶ ὁπωσδήποτε θὰ εὐλαβηθεῖ τὴν ὑπομονή σου ὁ φύλακάς σου ἄγγελος». Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, ἁμάρτημα ἀσυγχώρητο, παρὰ μόνον τὸ ἀμετανόητο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὴν κατὰ τοὺς Πατέρας καὶ τὴν βλασφημίαν κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν δὲν μετανοεῖς. Ὁ Θεὸς τὰ πάντα συγχωρεῖ. Ὅταν λέγει ὁ Κύριος: «Αὐτὸς δὲν θὰ τύχει συγχωρήσεως ὅταν…»…. Πότε; Ὅταν ἐσὺ δὲν μετανοήσεις. Γιατί ἂν ὑπάρχει κάποιο ἁμάρτημα ποὺ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συγχωρήσει, τότε, θὰ λέγαμε, ὑποτιμοῦμε τὴ δύναμη τὴν ἐξιλαστήριον τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Δὲν πρέπει ἀκόμη νὰ ὑπάρχει ἀπόγνωσις γιὰ τὴ μετάνοια, ἀπελπισία. Γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα ἰσχυρὸ ὅπλο τοῦ διαβόλου. Λέγει πάλι ὁ ἅγιος πατήρ: «Οὐδὲν τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν ἴσον ἢ μεῖζον ὑπάρχει· διόπερ ὁ ἀπογινώσκων, ἑαυτὸν ἔσφαξε». «Δὲν ὑπάρχει», λέγει, «κάτι ποὺ νὰ εἶναι ἴσο ἢ μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ». Συνεπῶς θὰ σὲ συγχωρέσει ὁ Θεός. Ἄρα, ἐὰν νομίζεις ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θά σε συγχωρήσει, ὅπως πολλοὶ προσερχόμενοι στὴν ἐξομολόγηση λέγουν ὅτι θὰ μείνουν καὶ μένουν ἀσυγχώρητοι καὶ φεύγουν… καὶ πᾶνε σὲ δεύτερο πνευματικὸ καὶ λέγουν τὸ ἴδιο· σὲ τρίτον, σὲ δέκατον… Τὰ χρόνια περνοῦν καὶ ξαναλένε καὶ ξαναλένε τὸ ἁμάρτημά τους, γιατί πιστεύουν ὅτι μένουν ἀσυγχώρητοι. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι κακό. Εἶναι ἀπιστία. Εἶναι καὶ ὕβρις κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τοὺς συγχωρεῖ. Ἀφοῦ τοὺς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Ὁ Ἴδιος δὲν εἶπε ὅτι θὰ συγχωρήσει ἐκεῖνον ποὺ θὰ προσέλθει; Κι «ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἔρθει σὲ μένα, ἔξω δὲν θὰ τὸν βγάλω»; «Γι᾿ αὐτό», λέγει, «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὑφίσταται αὐτὴν τὴν ἀπόγνωσιν, ἑαυτὸν ἔσφαξε». «Ἔσφαξε τὸν ἑαυτό του», λέγει, «σκότωσε τὸν ἑαυτόν του», λέγει ὁ ἅγιος πατήρ.
Οἱ δαίμονες εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ρίπτουν, ὅπως εἴπαμε, στὴν ἀπόγνωση, ὡς ἑξῆς: Λέγει πάλι ὁ ἅγιο πατήρ: «Πρὸ μὲν τοῦ πτώματος φιλάνθρωπον· μετὰ δὲ τὸ πτῶμα ἀπότομον τὸν Θεὸν εἶναι λέγουσιν οἱ δαίμονες». Δηλαδὴ πρὶν πέσεις, ἔρχονται καὶ σοῦ λέγουν ὅτι… «Κάνε τὴν ἁμαρτία, ὁ Θεὸς εἶναι συγχωρητικός, ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος». Μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαπατήσουν οἱ δαίμονες, νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Ἐκεῖνο τὸ «Ἔ, θὰ πάω νὰ ἐξομολογηθῶ, θὰ μὲ συγχωρέσει ὁ Θεός, ἂς τὸ κάνω λοιπὸν τὸ ἁμάρτημα». Προσέξτε, εἶναι φοβερό, ὅταν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ κατάστασις. «Μετὰ δὲ τὸ πτῶμα», δηλαδὴ μετὰ τὴν πτώση, τότε οἱ δαίμονες παρουσιάζουν τὸν Θεὸν ἀπότομον καὶ σκληρόν. Καὶ σοῦ λέγουν: «Δὲν θά σὲ συγχωρήσει ὁ Θεός· μένεις ἀσυγχώρητος».
Ἀκόμη λέγει ὁ ἅγιος πατήρ: «Ὅσοι ἐπέσαμε, ἂς πολεμήσομε προπάντων τὸν δαίμονα τῆς λύπης». Φοβερὸς ὁ δαίμων τῆς λύπης, ἀγαπητοί μου. Δὲν εἶναι ἡ λύπη πρὸς μετάνοιαν. Ἡ λύπη πρὸς ἀπόγνωσιν. Καὶ αὐτὴ ἡ λύπη πρὸς ἀπόγνωσιν, οὐσιαστικὰ εἶναι κοσμικὴ λύπη, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐνῶ ἡ λύπη πρὸς μετάνοιαν, δίνει χαρά. Γιατί αὐτὸς ἔρχεται δίπλα μας τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, ὁ διάβολος, μᾶς ἐνθυμίζει τὴν προηγουμένη μας παρρησία, ποὺ πρῶτα προσευχόμεθα καὶ εἴχαμε μίαν ἄνεσιν στὴν προσευχή μας, δηλαδὴ τότε ποὺ δὲν εἴχαμε ἁμαρτήσει καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀχρηστεύσει τὴν προσευχή μας. Μὲ τὸ νὰ μᾶς βάλει, δηλαδή, σκέψεις ἀπελπισίας.
Ἀκόμη γράφει ὁ ἅγιος πατήρ: «Πολλὰ ψυχικὰ τραύματα ποὺ ἐχρόνισαν εἶναι ἀνίατα, ἀθεράπευτα. Στὸν Θεό, ὅμως, ὅλα εἶναι δυνατά». Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Πάντα τῷ Θεῷ δυνατὰ ἐστίν». Πῶς, λέει, κανεὶς μπορεῖ νὰ σωθεῖ ἄν…, τότε, ἐνθυμεῖσθε, μὲ τὸν πλούσιο νεανίσκο. Κι ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸν Θεό. Στοὺς ἀνθρώπους μοιάζουν ἀδύνατα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ ἔλεγα: Ἄν κανεὶς νομίζει ὅτι εἶναι ἀθεράπευτο ἕνα πάθος του, μὴν ἀπελπίζεται. Νὰ βάλει μπροστά. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἀπελπιζόμαστε κι ἐμεῖς γιὰ κάποιον ἄλλον, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ σωθεῖ. Μὴν τὸ ποῦμε ποτὲ αὐτό. Ἔχω δεῖ μπροστά μου ἀνθρώπους νὰ μετανοοῦν, πού… θὰ ἔλεγε κανένας, ἀνθρωπίνως θὰ ἦτο ἀδύνατον ἀπὸ τὴν σκληρότητα ποὺ τοὺς χαρακτήριζε, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ σωθοῦν. Δὲν ἔχω παρὰ νὰ σᾶς θυμίσω, βέβαια αὐτά… τὴν ἄβυσσον τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, δὲν ξέρομε γιὰ τὸν καθένα, πῶς ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ, δὲν ἔχω παρὰ νὰ σᾶς θυμίσω τοὺς δύο λῃστάς· ποὺ συσταυρώθηκαν μὲ τὸν Χριστόν. Καὶ οἱ δύο βλασφημοῦν, μᾶς λέει ἕνας εὐαγγελιστής. Ὁ Λουκᾶς μᾶς λέγει ὅτι κάποια στιγμὴ συνῆλθε ὁ ἕνας ἐκ τῶν δύο. Ὁ ἄλλος δὲν συνῆλθε. Γιατί δὲν συνῆλθε ὁ ἄλλος καὶ γιατί συνῆλθε ὁ πρῶτος; Αὐτὸ εἶναι ἡ ἄβυσσος τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἐνάτης ὥρας τὸ ἑξῆς: «Ἐν μέσῳ δύο λῃστῶν ζυγὸς δικαιοσύνης εὑρέθη ὁ Σταυρὸς Σου (:σὰν μιὰ ζυγαριά, ἀνάμεσα, μὲ στέλεχος τὸν Χριστόν, τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἀριστερά-δεξιὰ ἡ ζυγαριά, κινεῖται πάνω ἢ κάτω)». Καὶ λέγει στὴ συνέχεια: «Τοῦ μέν (:τοῦ ἑνὸς δηλαδὴ) καταγομένου εἰς ἅδην (:ἡ ζυγαριὰ ἔκλινε, ὁ ἕνας κατέβηκε εἰς τὸν ἅδην) τῷ βάρει τῆς βλασφημίας(:μὲ τὸ βάρος τῆς βλασφημίας καὶ τῆς ἀπιστίας) τοῦ δέ, κουφιζομένου πταισμάτων (:τοῦ ἄλλου δὲ λῃστοῦ ὁ ὁποῖος ἐκουφίσθη, ἐλάφρυνε ἀπὸ τὰ πταίσματα) πρὸς γνῶσιν θεολογίας». Καὶ εἶπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε». Ἀποκαλεῖ τὸν συγκατάδικό του, τὸν ἀποκαλεῖ «Κύριον». Καὶ Τοῦ λέγει νὰ τὸν θυμηθεῖ στὴ βασιλεία Του. Ποιά βασιλεία; Βλέπετε ἐδῶ σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὑπάρχει πολλὴ θεολογία. Τί ἔκανε τὸν ἕναν, τί ἔκανε τὸν ἄλλον; Ἄβυσσος τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ποτὲ δὲν πρέπει, ἀγαπητοί μου, νὰ ποῦμε: «Αὐτὸς δὲν θὰ σωθεῖ» ἤ: «Αὐτὸς θὰ σωθεῖ». Δὲν γνωρίζομε μέχρι τελευταία στιγμή.
Ἀκόμη… τί ἀκόμη, πολλὰ θὰ εἶχα νὰ σταχυολογήσω, ἀλλὰ τὰ παραλείπω. Καὶ θὰ σᾶς ἔλεγα, ἀγαπητοί, ὅτι αὐτὴ ἡ παρουσία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι μία εὐκαιρία ἀνανεώσεως τοῦ κηρύγματος τῆς μετανοίας. Τοῦτο, βέβαια, τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας, δὲν ἐξαντλεῖται, ἀλλὰ μόνον ἁπλῶς μερικὲς σκέψεις μποροῦμε νὰ λέμε ἢ ἂν θέλετε, θέσεις, ποὺ ἀναφέρονται γιὰ γνώση, γιὰ ὑπόμνηση καὶ γιὰ παρακίνηση πρὸς μετάνοιαν.
Ἔτσι, ἂν δὲν κατενύγη ἡ καρδιὰ μας ἀπὸ τὴ μετάνοια, νὰ κατανυγεῖ τώρα. Ἄν εἴμαστε στὸν δρόμο τῆς μετανοίας, νὰ τὴν αὐξήσομε τὴν μετάνοια. Ὅπως λιγοστεύει, ἔτσι καὶ αὐξάνει. Ἡ μετάνοιά μας πρέπει νὰ ἔχει πάντοτε καρπό. Καὶ ὁ καρπός της δὲν εἶναι ἡ μὴ ἐπανάληψη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀπόκτηση ἀρετῶν, εἶναι ἡ ἀπόκτηση ταπεινώσεως, εἶναι ἡ ἀπόκτηση, ὅπως λέγει ὁ 50ος ψαλμός, «πνεύματος συντετριμμένου καὶ τεταπεινωμένου». Γι᾿ αὐτὸ τονίζει καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον: «Ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι καὶ ὁ μετανοῶν μετανοείτω ἔτι». Ποτὲ μὴν πλανήσομε τὸν ἑαυτό μας ὅτι ἐφτάσαμε ἢ γινήκαμε τέλειοι. Ἡ τελειότητα προσεγγίζεται, ἀλλὰ ποτὲ δὲν φθάνεται. Δὲν εἶναι ἐδῶ οἱ γάμοι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, οἱ γάμοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ εἶναι ἐκεῖ, εἰς τὸν οὐρανό.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Πηγή: http://ethnegersis.blogspot.com/