Ἡ σημερινὴ περικοπή, ποὺ περιγράφει τὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς Τυφλοῦ, κάνει λόγο γιὰ τὸ Φῶς τῆς ζωῆς, τὸ Φῶς τὸ Οὐράνιο, τὸν Χριστό. Παρατηρεῖται σὲ αὐτὴ ἀνάλογη κλιμάκωση στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν περικοπὴ τῆς προηγούμενης ἑβδομάδας. Ἡ Σαμαρείτιδα καὶ ὁ Τυφλὸς θεωροῦν ἀρχικὰ τὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο, στὴ συνέχεια ἀναγνωρίζουν ὅτι πρέπει νὰ εἶναι κάποιος ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ἐνῶ στὸ τέλος Τὸν προσκυνοῦν ὡς τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου.
Ὁ Κύριος ἤδη βρισκόταν ἀντιμέτωπος μὲ τὸ ἀναβράζον μίσος τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν πρόφαση ὅτι καταργοῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, Τὸν ἐκδίωκαν ἀπὸ παντοῦ ὡς βλάσφημο, θορυβημένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλοῦσε τὸν Ἑαυτό Του Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Τὸν εἶχαν κάνει τρόπον τινὰ ἀποσυνάγωγο καὶ Τοῦ εἶχαν στερήσει τὴ διδασκαλικὴ καθέδρα. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη τελειώσει «τὸ ἔργον τοῦ Πέμψαντος Αὐτόν»[1]. Ἐφόσον δὲν Τοῦ ἐπέτρεπαν πλέον νὰ διδάσκει, τοὺς ἔστειλε τὸ «σημεῖο» Του, ἕνα ἁπλὸ ἄνθρωπο, τὸν ἐκ γενετῆς Τυφλό, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν τύφλωση ὅσων νόμιζαν ὅτι ἦταν σοφοὶ καὶ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ.
Ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν πρὶν τὴν ἐπιδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ἀκόμη χοϊκός, γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀντίκρισαν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐκ γενετῆς εἶχε στερηθεῖ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του, ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Διδάσκαλό τους λογικὴ ἐξήγηση σχετικὰ μὲ τὴν αἰτία τῆς ἀναπηρίας. Δύο ἐνδεχόμενα περνοῦσαν ἀπὸ τὸν νοῦ τους: Ἢ ὅτι ἡ τύφλωση ὀφείλετο στὶς προσωπικές του ἁμαρτίες εἴτε στὶς ἁμαρτίες τῶν προγόνων του. Οἱ Ἀπόστολοι ἔθεσαν τὴν ἐρώτηση στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, ὁ Κύριος ὅμως διανοίγει ἄλλη προοπτικὴ στὸ θέμα. Ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσει «κριμάτων Αὐτοῦ ἀβύσσους»[2].
Στὴν παρούσα ζωὴ δὲν ὑπάρχει ἀπάντηση σὲ ὅλα τὰ ἐρωτήματα, διότι οἱ ἀξίες καὶ οἱ πεποιθήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι σχετικές. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἐξαντλεῖται στὰ στενὰ ὅρια τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Ἡ μέριμνά Του καὶ ἡ φροντίδα Του εἶναι ἡ παλινόστηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν «ἡτοιμασμένην αὐτῷ βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»[3]. Τὰ παθήματα καὶ οἱ τραγωδίες αὐτῆς τῆς ζωῆς ἔρχονται σὲ δευτερεύουσα μοίρα, προκειμένου νὰ μπορέσει νὰ χορηγήσει στὸ πλάσμα Του «πλουσίαν εἴσοδον εἰς τὴν αἰωνίαν Βασιλείαν Αὐτοῦ»[4]. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐκφραζόταν μὲ πολὺ δυνατὸ τρόπο πάνω στὸ θέμα αὐτὸ λέγοντας ὅτι, «ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο ἐμφανίζεται ὡς κατάρα, καὶ ἡ κατάρα ὡς εὐλογία». Γιὰ παράδειγμα, ἡ φτώχια ἢ ἡ ἀρρώστια γιὰ τοὺς πολλοὺς εἶναι συμφορά, ἀλλὰ γιὰ ὅποιον ταπεινωθεῖ καὶ ἀντὶ νὰ πικραθεῖ μέσα του, στραφεῖ στὸν Θεὸ μὲ πνεῦμα παραδόσεως καὶ εὐχαριστίας, μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ, ὅπως ἡ πείρα ἀποδεικνύει, στὴ μεγαλύτερη εὐλογία, σὲ ἀφορμὴ ἁγιασμοῦ.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐπιτρέπει δοκιμασίες στὴ ζωή μας, μᾶς παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσουμε τὸ ἀκαταίσχυντο τῆς δυνάμεώς Του, τὸ μεγαλεῖο τῆς χάριτός Του, τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας. Οἱ ἄνθρωποι ἀγνοώντας αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, τὸν καιρὸ τῶν θλίψεων ἀνθίστανται καὶ ἐπαναστατοῦν ἐνάντια σὲ Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀνέχεται καὶ ἀντὶ νὰ μᾶς βδελύσσεται, «οὐκ ἀπέστη πάντα ποιῶν» γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀντὶ νὰ διατυπώσουν τὴ σωτηριώδη ἐρώτηση: «Κύριε, πῶς νὰ συμπεριφερθῶ, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτήσω στὴ δοκιμασία ποὺ ὑφίσταμαι;», μὲ ὑπεροψία καὶ ἀφροσύνη ρωτοῦν: «Γιατί, Κύριε, νὰ περνάω τέτοια δοκιμασία;»· ἤ, ἀκόμη χειρότερα: «Γιατί, Κύριε, αὐτὴ ἡ συμφορὰ νὰ πέσει σὲ ἐμένα καὶ ὄχι σὲ κάποιον ἄλλο;». Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο σκοτίζονται καὶ πέφτουν στὸ κατάκριμα τοῦ διαβόλου. Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὴ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, τὸν καιρὸ τῶν πειρασμῶν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε χαρὰ μεγάλη[5], διότι ἡ λύπη τῶν δοκιμασιῶν ἀνήκει στὰ πρόσκαιρα, ἐνῶ ὅταν ἡ πίστη μας δοκιμασθεῖ σὲ κάμινο καὶ βρεθεῖ «πολυτιμότερη χρυσίου», ἡ ἀγαλλίαση θὰ εἶναι αἰώνια[6].
Ὅπως Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ δείξει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης Του, ὑψώθηκε στὸν Σταυρό, τάφηκε στὴ γῆ καὶ κατῆλθε στὰ κατώτατα τοῦ ἅδη, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ παθήματα ἀποδεικνύει τὴν ἀσάλευτη πίστη του στὸν Θεό. Ὅταν ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει δοκιμασίες νὰ ταλαιπωρήσουν τὸν δοῦλο Του, τοῦ παρέχει τὸ προνόμιο νὰ φανερώσει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Δημιουργό Του. Ὁ Κύριος διὰ τοῦ Πάθους καὶ τοῦ Σταυροῦ εἰσῆλθε στὴν αἰώνια δόξα Του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ θλίψεις εἰσέρχεται στὴν αἰώνια Βασιλεία, γίνεται κοινωνὸς τῆς Θείας δόξας καὶ τὴν ἀντανακλᾶ σὲ ὅλη τὴ δημιουργία, ἐκπληρώνοντας κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν προορισμό του. Μὲ τὴν ἀνταπόκρισή μας στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ νὰ περάσουμε διὰ τῆς «στενῆς πύλης», γινόμαστε μέρος τῆς ὁδοῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀδυναμία μας φανερώνεται στὸν κόσμο ἡ ἀλήθειά Του. Ἀντιθέτως, ἐὰν ὀλιγοψυχίσουμε καὶ δὲν δώσουμε στὸν Κύριο τὴν εὐκαιρία νὰ δείξει τὴ δύναμή Του, ἡ ὁποία «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»[7], γινόμαστε οἱ «ἀνασταυροῦντες ἑαυτοῖς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ»[8], ἀθετώντας κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴ νίκη τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὁποία «διὰ τοῦ αἰωνίου Πνεύματος»[9] «μένει εἰς τὸ διηνεκές»[10].
Ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε ἕνα καθορισμένο χρόνο γιὰ νὰ «τελειώσει» τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ποὺ Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Οὐράνιος Πατέρας. Εἶπε στοὺς μαθητές: «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Στὸ ἐγγὺς μέλλον πλησίαζε ἡ νύχτα τοῦ Σταυροῦ, «ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους»[11] καὶ ὁ Κύριος γνώριζε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ τελειώσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ σφραγίσει μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὡστόσο, ὁ Κύριος πάντοτε εἶναι «τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον»[12]. Ἑπομένως, ὁ περιοριστικὸς παράγοντας τοῦ χρόνου δὲν ἀπευθύνεται στὸν Θεό, ἀλλὰ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν καθένα δίνεται ἕνα χρονικὸ διάστημα γιὰ νὰ ἐργασθεῖ τὸν ἁγιασμό του καὶ τὴ σωτηρία του. Ὁ Θεὸς εὐαγγελίζεται τὸν ἄνθρωπο μὲ τοὺς λόγους: «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας»[13]. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ πεῖ τὸ «Ἀμὴν» στὴ διάρκεια τοῦ πρόσκαιρου παρόντος αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἂν ἀμελήσει καὶ ἀναβάλει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι ἡ κραταιὰ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ ἐξασθενίσει, ἀλλὰ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σταδιακὰ ἀχρειώνεται, ἡ ὕπαρξή του στενεύει καὶ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ χωρέσει «τηλικαύτην σωτηρίαν»[14]. Γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, ἀλλὰ εἰδικότερα γιὰ τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ὑπὸ συνθῆκες ποὺ εὐνοοῦν τὴν πιὸ ἀκριβὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν, δὲν ὑπάρχει πιὸ πικρὴ διαπίστωση ἀπὸ τὴν τραγικὴ ἀνακάλυψη, ὅτι ὁ καιρὸς νὰ ἐπιτελέσουν «ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»[15] τοὺς διέφυγε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια, ἐφόσον «χωρὶς ἁγιασμὸν οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον»[16].
Ὁ Χριστὸς σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση δὲν θεράπευσε ἀμέσως τὸν τυφλό. Ἐφόσον οἱ Φαρισαῖοι Τοῦ εἶχαν στερήσει τὴ διδασκαλικὴ καθέδρα, χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ἕνα ἐπιδεικτικὸ τρόπο θεραπείας γιὰ νὰ διδάξει μέσῳ ἑνὸς ἁπλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πρώην Τυφλοῦ. Λιτάνευσε τρόπον τινὰ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ μαρτυρήσει εὔγλωττα τὴν ἀλήθεια τῆς Θεότητας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός. Ἐπίσης, ὡς εὐγενὴς Θεός, δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο παρὰ τὴ θέλησή του καὶ χωρὶς τὴν ἔστω καὶ πενιχρὴ συνέργειά του. Ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτοβούλως θελήσει νὰ ὑποτάξει τὸ μικρό του θέλημα στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε λαμβάνει χώρα μεγάλο θαῦμα. Ὁ Κύριος ἔφτυσε στὸ χῶμα, ἔκανε πηλὸ καὶ ἔχρισε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ. Οἱ ἱερεῖς συνοδεύουν τὴ χρίση τῶν πιστῶν μὲ εὐχές, ὅπως «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος». Ἴσως καὶ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ μεταδώσει πρῶτα φῶς στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καθὼς ἄλειφε τὸν πηλὸ στὰ κλειστὰ μάτια τοῦ φτωχοῦ ζητιάνου νὰ ἔλεγε: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»[17].
Ὁ ὄχλος, βλέποντας παράδοξα καὶ μεγάλα νὰ λαμβάνουν χώρα, ἀναρωτιόταν ἂν ὁ Κύριος ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἂν ἦταν ἁμαρτωλός, ἐφόσον κατέλυε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως βρῆκαν τὴν ἀφορμὴ ποὺ γύρευαν γιὰ νὰ Τὸν κατηγορήσουν. «Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς»[18]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐνεργεῖ τὸ κοφτερὸ καὶ δίκοπο μαχαίρι, ποὺ ἦλθε νὰ βάλει ὁ Κύριος στὴ γῆ[19]. Ἐνεργεῖ τὸ πῦρ Του, ποὺ ἄλλους φωτίζει καὶ ἄλλους κατακαίει. Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ ὁ Παράδεισος καὶ ἡ κόλαση γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ ὅποιον ἀγαπήσει τὴν ἐπιφάνειά Του καὶ ἔχει σωστὴ σχέση μὲ Αὐτόν, ὁ Κύριος εἶναι Παράδεισος καὶ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἀνεκλάλητη. Γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν μείνει ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σωστικὴ σχέση, ὁ Κύριος εἶναι κόλαση καὶ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης Του ἀφόρητο.
Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιδημήσει στὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει ὁ ἴδιος. Σκέφτεται καὶ συμπεριφέρεται διαφορετικά. Τὸ ζωοποιὸ καὶ δημιουργικὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ἀγγίζει, τὸν μεταπλάθει καὶ τὸν ἀνακαινίζει, διότι τοῦ μεταδίδει τὴ δική Του ἄπειρη ζωή. Ἀκόμη καὶ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ ἀλλάζουν μὲ τὴ χάρη καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ὀμορφιὰ ἀντανακλᾶται σὲ ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ γείτονες τοῦ Τυφλοῦ τὸν ἔβλεπαν καθημερινὰ νὰ ζητιανεύει στὴ γωνιά του, ἐντούτοις, ὅταν τοὺς ἀνέκριναν μετὰ τὴ θεραπεία, ἀδυνατοῦσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν μὲ σιγουριά. Ὁ θεραπευμένος ὅμως στὴν ἐπαφή του μὲ τὸν Κύριο εἶχε λάβει ὑπόσταση ἀπὸ τὸ θεουργὸ πρόσταγμά του καὶ μποροῦσε νὰ πεῖ: «Ἐγώ εἰμι».
Ἀκολούθησαν ἀνακρίσεις ἐπὶ ἀνακρίσεων τοῦ Τυφλοῦ, ὁ ὁποῖος ἐξέθεσε τὰ γεγονότα μὲ σαφήνεια. Μὲ τὴν ἁπλότητά του κατακεραύνωσε τὴν ἀφροσύνη καὶ τὴν κακεντρέχεια τῶν Ἰουδαίων, ποὺ πάνω στὴν ὀργή τους ἀντέφασκαν. «Τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν», ἔλεγαν στὸν Τυφλὸ καυχώμενοι ὅτι οἱ ἴδιοι ἦταν μαθητὲς τοῦ Μωυσέως, ἐνῶ λίγο νωρίτερα βεβαίωναν, «τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν»[20]. Ἐὰν ἦταν γνήσιοι μαθητὲς τοῦ Μωυσέως, θὰ ἀναγνώριζαν τὸν Χριστό, διότι ἦταν Αὐτὸς γιὰ τὸν Ὁποῖο εἶχε μιλήσει ὁ Προφήτης[21]. Ὅσοι ὅμως τυφλώνονται ἀπὸ ἀπιστία καὶ προπαντὸς ἀπὸ ὑπερηφάνεια συγχύζονται στὶς σκέψεις καὶ στοὺς λόγους τους, ἐνῶ ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ἔχει νοῦ φωτισμένο, ποὺ βλέπει καθαρὰ καὶ ἀθόλωτα. Ὁ πνευματικὰ τυφλὸς ἄνθρωπος ἔχει παύσει νὰ εἶναι δεκτικὸς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιά του ἀπολιθώνεται καὶ βαραίνει ὄχι μόνο τὴ δική του ὕπαρξη, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν κτίση. Τὸν σκοτασμὸ ἑπομένως ἀκολουθοῦν ἡ ἀπολίθωση καὶ ἡ πώρωση. Ὅλος ὁ κόπος καὶ ὁ μόχθος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐκζητᾶ Πρόσωπο Θεοῦ, εἶναι γιὰ νὰ ἐκλιπαρήσει ἀπὸ τὸν Κύριο ἐκεῖνο «τὸ πῦρ, τὸ ἱκανὸ νὰ λειώσει ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἀνθεκτικὰ μέταλλα καὶ τοὺς λίθους»[22], νὰ μεταβάλει τὴν πέτρα ποὺ φέρει στὸ στῆθος του σὲ εὔπλαστο κερί, ποὺ λειώνει ἀπὸ τὴ θέρμη τῆς θείας ἀγάπης.
Ἀκόμη καὶ οἱ γονεῖς τοῦ πρώην Τυφλοῦ ὅταν κλήθηκαν σὲ ἀνάκριση, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν κατάρα τοῦ ἀναθεματισμοῦ τους, ἂν ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸ ὡς Προφήτη, ἀπάντησαν μὲ μεγάλη σύνεση καὶ φρονιμάδα, ἀποποιούμενοι κάθε εὐθύνη· ὁ γιός τους ἄλλωστε «ἡλικίαν εἶχε». Πράγματι ὁ γιός τους ἀπέδειξε ὅτι εἶχε πνευματικὰ ὥριμη ἡλικία καὶ ἀνδρεῖο φρόνημα, καθὼς δὲν δίστασε νὰ ὁμολογήσει ὅτι ἐφόσον ὁ Θεὸς εἰσακούει τὶς προσευχὲς τῶν θεοσεβῶν, ὁ Ἰησοῦς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Μίλησε μὲ πεποίθηση, διότι μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἐπέδειξε, ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλμοί του νὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ συνάμα δέχθηκε καὶ ἕνα ἄλλο Φῶς· τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ αἰώνιο, τὸ Οὐράνιο.
Ταραγμένοι οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἀποστομωμένοι ἀπὸ ἕνα πρώην τυφλὸ ἐπαίτη, «ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω»[23]. Ὡστόσο, ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς ἀπορρίψεώς του ἔγινε ἐγνωσμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶχε γίνει καὶ ὁ Ἴδιος ἀποσυνάγωγος ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Του. Ἐπιλέγοντας νὰ ἀνήκει στὸν Κύριο καὶ ὄχι στὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, ἔλαβε τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας καὶ ὁ μεγαλύτερος μακαρισμὸς ἐπαληθεύθηκε στὸ πρόσωπό του: «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ»[24]. Οἱ ἀπερριμμένοι αὐτοῦ τοῦ κόσμου γίνονται οἱ πιὸ ἀγαπητοὶ πολίτες τοῦ Οὐρανοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ἦλθε ὁ Ἴδιος νὰ τὸν βρεῖ καὶ ὁ πρώην Τυφλός, ἔχοντας ἀφομοιωθεῖ στὴν ὁδό Του, δὲν ἄργησε νὰ κάνει τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸν ἀληθινὸ Κύριο καὶ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσει «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»[25].
Ὁ Χριστός, ὅπως συχνὰ ἐπανελάμβανε, ἦλθε γιὰ τοὺς «χρείαν ἔχοντας ἰατροῦ καὶ θεραπείας»[26]. «Ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι»[27], ὁ Παντοκράτωρ Ἰησοῦς, λάμπει «πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς καρδίαις»[28] ὅσων κράζουν πρὸς Ἐκεῖνον ὅτι ποθοῦν νὰ ἀναβλέψουν, ἀψηφώντας τὴ λοιδορία καὶ τὸν χλευασμὸ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλαστεῖ, ὄχι γιὰ τὴν ὅραση τῆς αἰσθητῆς δημιουργίας, ὅσο ὄμορφη καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὅραση τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Ἡ πνευματικὴ ὅραση παρέχεται ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη. Καθίσταται ἐναργέστερη ὅσο πιὸ ἀπαρέγκλιτα ἐγκολπώνεται ὁ πιστὸς τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου καὶ ὅσο πιστότερα Τὸν ἀκολουθεῖ προσδεδεμένος μαζί Του μὲ τὸν ἀκατάλυτο δεσμὸ τῆς ἁγίας ἀγάπης.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀναγνωρίζει τὴν πνευματική του πτωχεία καὶ τὴν τυφλότητα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς του, θρηνεῖ καὶ μὲ δάκρυα καθαρίζει ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὸ κάτοπτρο τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ τὸν σπίλο τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῶν παθῶν, ὥστε νὰ ἀντανακλᾶ τὴ λάμψη τῆς δόξας τοῦ Κυρίου σὲ ὅλη τὴν κτίση, ἐπιστρέφοντας τὰ πάντα μὲ εὐχαριστία στὸν Θεό.
_________________________________
Παραπομπές:
[1]. Πρβλ. Ἰωάν. 4,34 καὶ 17,4.
[2]. Βλ. Ὄρθρος Μ. Τετάρτης, Ἀπόστιχα, Τροπάριον Κασσιανῆς.
[3]. Βλ. Ματθ. 25,34.
[4]. Βλ. Β’ Πέτρ. 1,11.
[5]. Πρβλ. Ἰακ. 1,2.
[6]. Πρβλ. Α’ Πετρ. 1,6-7.
[7]. Β’ Κορ. 12,9.
[8]. Βλ. Ἑβρ. 6,6.
[9]. Βλ. Ἑβρ. 9,14.
[10]. Βλ. Ἑβρ. 10,12.
[11]. Λουκ. 22,53.
[12]. Βλ. Ἰωάν. 1,9· Βλ. Εὐχὴ Α’ Ὥρας.
[13]. Β’ Κορ. 6,2.
[14]. Βλ. Ἑβρ. 2,3.
[15]. Β’ Κορ. 7,1.
[16]. Βλ. Ἑβρ. 12,14.
[17]. Ἰωάν. 8,12.
[18]. Ἰωάν. 9,16.
[19]. Πρβλ. Ματθ. 10,34.
[20]. Ἰωάν. 7,27.
[21]. Πρβλ. Ἰωάν. 5,46.
[22]. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 77.
[23]. Ἰωάν. 9,34.
[24]. Ματθ. 5,11.
[25]. Ἰωάν. 4,24.
[26]. Πρβλ. Ματθ. 9,12.
[27]. Β’ Κορ. 4,6.
[28]. Βλ. Β’ Κορ. 4,6.
(Πηγή: https://alopsis.gr)