Κριτήριο αγάπης – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

Όταν ένας έχη και δίνη ελεημοσύνη, δεν μπορείς νά καταλάβης αν έχη αγάπη ή όχι, γιατί μπορεί νά δίνη όχι άπό αγάπη, αλλά γιά νά ξεφορτωθή κάποια πράγματα. Όταν στερηται και δίνη, τότε φαίνεται η αγάπη του.

Πιστεύω, ας υποθέσουμε, οτι έχω αγάπη• ο Θεός, γιά νά δοκιμάση την αγάπη μου, μού στέλνει έναν φτωχό. Αν έχω λ.χ. δυο ρολόγια, ένα καλό καί ένα λίγο χαλασμένο, και δώσω το χαλασμένο στον φτωχό, σημαίνει ότι η αγάπη μου είναι δευτέρας ποιότητος. Αν έχω πραγματική αγάπη, θά δώσω το καλό στον φτωχό. Μπαίνει όμως η βλαμμένη λογική καί λέμε: «Τί, το καλό θά δώσω; Γι’ αυτόν, αφού δεν έχει κανένα ρολόι, καλό είναι καί το παλιό», καί δίνω τό παλιό. ‘Αλλά, όταν δίνης το παλιό, ζή ο παλαιός άνθρωπος ακόμη μέσα σου• αν δίνης τό καινούργιο, είσαι αναγεννημένος άνθρωπος. Κολάσιμη κατάσταση είναι, όταν κρατάς καί τά δυο καί δέν δίνης κανένα.

– Γέροντα, πώς βγαίνει κανείς άπό αυτήν τήν κατάσταση;

– Νά σκεφθή: «Αν ήταν ο ίδιος ο Χριστός, τί θά έδινα; Ασφαλώς τό καλύτερο». Έτσι καταλαβαίνει ποια είναι η πραγματική αγάπη. Θά πάρη λοιπόν μιά γερή απόφαση καί τήν άλλη φορά θά δώση τό καλύτερο. Μπορεί λίγο νά δυσκολευθή στις αρχές, άλλα, αν αγωνίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο, θά φθάση σέ κατάσταση νά δίνη καί τό παλιό καί τό καινούργιο, γιά νά διευκολύνη τους άλλους, καί αυτός νά μήν εχη ρολόι, αλλά νά εχη μέσα του Χριστό και νά άκούη τό γλυκό χτύπημα της καρδιάς του πού Θά σκιρτά άπό θεϊκή χαρά. Αν σού αφαιρέσουν τό Ιμάτιο και εσύ δώσης και τον χιτώνα πού έχεις, θά σέ ντύση μετά ο Χριστός. Αν πονάς έναν ταλαίπωρο καί τον βοηθάς, σκέψου, άν ήταν ο ίδιος ο Χριστός, τί θυσία θά έκανες! Έτσι δίνει κανείς εξετάσεις. Στον πλησίον του ο πιστός άνθρωπος βλέπει τό πρόσωπο του Χριστού. Καί ο ϊδιος ο Χριστός λέει «αυτό πού κάνετε σέ έναν ταλαίπωρο είναι σάν νά τό κάνετε σέ μένα». Βέβαια τήν τιμή την απονέμει στον καθένα ανάλογα, αλλά η αγάπη είναι ϊδια γιά όλους. Στην καρδιά του τήν ϊδια θέση έχει ένας υπουργός καί ένας φτωχός• ένας στρατηγός καί ένας στρατιώτης.

– Γέροντα, πώς συμβαίνει μερικές φορές, αυτός πού βοηθιέται, νά φέρεται άσχημα προς αυτόν πού τον βοήθησε;

– ο διάβολος πάει καί κεντάει τον άλλον, ώστε νά μάς φερθή άσχημα καί νά αγανακτήσουμε, οπότε χάνουμε τό καλό. Δεν φταίει ο άνθρωπος• ο διάβολος κεντάει τόν άλλο, γιά νά μάς κάνη νά τά χάσουμε όλα. Όταν κάνετε μιά καλωσύνη, νά αισθάνεσθε πάντα πώς ο,τι κάνετε έχετε υποχρέωση νά τό κάνετε καί νά είστε έτοιμες νά αντιμετωπίσετε πειρασμό, γιά νά μή χάσετε τό καλό πού κάνατε, αλλά νά τό κερδίσετε όλο. Κάνει λ.χ. ένας μιά ελεημοσύνη, χωρίς νά εχη σκοπό νά τήν φανέρωση. Μπαίνει ο πειρασμός στην μέση καί βάζει άλλους νά τού πουν «εσύ ο φιλάργυρος, πού δέν έκανες τίποτε κ.λπ., ο τάδε έκανε αυτό, ο τάδε εκείνο», γιά νά τόν άναγκάση νά πή καί αυτός… ταπεινά «έκανα καί έγώ κάτι μικρό, ένα νοσοκομείο» ή νά τόν άναγκάση νά αγανακτήση καί νά πή «ποιος, έγώ, πού έκανα αυτό καί αυτό;» καί νά τά χάση όλα. Ή θά βάλη αυτόν πού ευεργέτησε νά του πή: «Άχάριστε, έκμεταλλευτά κ.λπ.», μέχρι νά του απαντήση: «Έγώ εκμεταλλευτής; Έγώ πού σου έκανα εκείνη την καλωσύνη, εκείνη την ευεργεσία;».

«Βρε τον αχάριστο, θα πη μετά, δέν ήθελα νά μου πη «ευχαριστώ», αλλά τουλάχιστον νά το αναγνώριζε». Όταν όμως κανείς περιμένη αναγνώριση, πάει, τά χάνει όλα. Ένώ, αν βάλη έναν καλό λογισμό και πη «καλύτερα πού ξέχασε την καλωσύνη πού του έκανα» η «μπορεί νά ήταν στεναχωρημένος η κουρασμένος, γι’ αυτό μίλησε έτσι», δικαιολογεί τον άλλον καί δέν χάνει. Όταν δέν περιμένουμε ανταπόδοση, τότε έχουμε καθαρό μισθό. ο Χριστός έκανε το πάν γιά μας καί εμείς Τον σταυρώσαμε. Τί ψάλλουμε; «Αντί του μάννα χολήν». Πάντοτε νά προσπαθούμε νά κάνουμε το καλό, χωρίς νά περιμένουμε ανταπόδοση.

Αυτός πού δίνει δέχεται θεϊκή χαρά

Δυο χαρές υπάρχουν στον άνθρωπο. Μία χαρά, όταν παίρνη, καί μία χαρά, όταν δίνη. Δέν συγκρίνεται η χαρά πού νιώθει κανείς, όταν δίνη, με την χαρά πού νιώθει, όταν παίρνη. ο άνθρωπος, γιά νά καταλάβη αν προχωράη σωστά πνευματικά, πρέπει νά εξέταση κατ’αρχάς αν χαίρεται, όταν δίνη καί όχι όταν παίρνη• αν νιώθη στενοχώρια, όταν του δίνουν, καί χαρά, όταν δίνη. Ύστερα, άν εργάζεται σωστά πνευματικά, όταν κάνη κανένα καλό, δέν το θυμάται ποτέ, αλλά δέν ξεχνάει ποτέ καί το παραμικρό καλό πού του κάνουν. Δέν μπορεί νά κλείση μάτι άπό την παραμικρή ευεργεσία τών άλλων. Μπορεί αυτός νά έχη δώσει ένα αμπέλι στον άλλον καί νά το έχη ξεχάσει. Άν όμως ο άλλος του δώση ένα τσαμπί σταφύλι από το αμπέλι πού εκείνος του χάρισε, δεν μπορεί νά το ξεχάση ποτέ. Ή μπορεί νά έχη δώσει σε κάποιον πολλές ξυλόγλυπτες εικόνες καί νά μήν το Θυμάται. Άν εκείνος του δώση μιά εικονίτσα πλαστικοποιημένη, αυτός συγκινείται από τήν εικονίτσα αυτή, παρόλο πού είναι μικρής αξίας, καί από ευγνωμοσύνη σκέφτεται πώς νά το ανταποδώση.

Ακόμη καί ολόκληρη Εκκλησία μπορεί νά δώση, καί το οικόπεδο, καί νά το ξεχάση. Δηλαδή η σωστή πνευματική πορεία είναι νά ξεχνάη κανείς τά καλά πού κάνει καί νά Θυμάται τά καλά πού του κάνουν οί άλλοι. Όταν φθάση σ’ αυτήν τήν κατάσταση ο άνθρωπος, τότε είναι άνθρωπος• άνθρωπος του Θεού. Άν όμως συνέχεια ξεχνάη τις καλωσύνες πού του έκαναν οί άλλοι καί θυμάται τις καλωσύνες πού έκανε αυτός, αυτή είναι αντίθετη εργασία από αυτήν πού ζητάει ο Χριστός. αλλά καί όταν σκέφτεται «εσύ μου έδωσες τόσο καί εγώ σου έδωσα τόσο», αυτό πάλι είναι μπακαλίστικο πράγμα. Έγώ κοιτάω νά δώσω σ’ αυτόν πού έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Δεν υπολογίζω μπακαλίστικα: ο τάδε μου έδωσε αυτά τά βιβλία καί έγώ τώρα σ’ αυτόν χρωστάω τόσα, οπότε πρέπει νά του τά δώσω, γιά νά εξοφλήσω. Ή, άν ο άλλος δεν μου έδωσε, δεν θά του δώσω καί έγώ τίποτε. Καί αυτό είναι μιά ανθρώπινη δικαιοσύνη.

Αυτός πού παίρνει κάτι, δέχεται ανθρώπινη χαρά. Αυτός πού δίνει, δέχεται θεϊκή χαρά. Τήν θεϊκή χαρά μέ τό δόσιμο τήν παίρνουμε. Μου δίνει λ.χ. κάποιος ένα βιβλίο. Αυτός τώρα χαίρεται πνευματικά, θεϊκά, καί έγώ πού πήρα τό βιβλίο χαίρομαι ανθρώπινα. Όταν καί έγώ δώσω τό βιβλίο, θά χαρώ καί έγώ θεϊκά, καί ο άλλος πού θά τό πάρη θά χαρή ανθρώπινα. Οταν καί εκείνος τό δώση, θά χαρή καί αυτός θεϊκά, καί εκείνος πού θά τό πάρη θά χαρή ανθρώπινα. Άν όμως καί αυτός τό δώση, τότε θά χαρή καί θεϊκά κ.ο.κ. Βλέπετε πώς μέ ένα πράγμα μπορούν πολλοί άνθρωποι νά χαρούν καί ανθρώπινα καί θεϊκά;

Νά μάθη κανείς να χαίρεται με τό να δίνη. Όταν χαίρεται με τό νά δίνη, είναι τοποθετημένος σωστά, είναι δικτυωμένος με τον Χριστό• έχει την θεία Χάρη. Οταν δίνη η προσφέρη κάτι, η χαρά πού νιώθει έχει θειο οξυγόνο. Οταν χαίρεται με τό νά λαμβάνη η νά θυσιάζωνται οι άλλοι γι’ αυτόν, αύτη η χαρά έχει μπόχα, ασφυξία. Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνονται, χωρίς νά υπολογίζουν τον εαυτό τους, θά μας κρίνουν μεθαύριο. Τί χαρά νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι! Αυτούς τους προστατεύει ο Χριστός. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι χαίρονται με τό νά παίρνουν καί στερούνται την θεϊκή χαρά, γι’ αυτό είναι βασανισμένοι. ο Χριστός συγκινείται, όταν αγαπάμε τον πλησίον μας πιο πολύ από τον εαυτό μας, καί μάς γεμίζει με θεία ευφροσύνη. Βλέπεις, Εκείνος δεν περιορίσθηκε στο «αγαπήσεις τον πλησίον σου ώς σεαυτόν», αλλά θυσιάσθηκε γιά τον άνθρωπο.

Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.

 

ΠΗΓΗ: http://www.orp.gr