Στὶς δυσκολίες μας, στοὺς πόνους μας, στὶς συμφορὲς ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ ζωή, στὶς ἀρρώστιες μας, στὶς ἀδικίες ποὺ αἰσθανόμαστε ζητοῦμε συμπαράσταση, ζητοῦμε κάπου νὰ ἀκουμπήσουμε. Ἔχουμε ἀνάγ­κη ἀπὸ κάποιον νὰ σταθεῖ κοντά μας, νὰ μᾶς γαληνέψει, νὰ μᾶς παρηγορήσει, νὰ μᾶς πεῖ δυὸ λόγια ἀγάπης, νὰ μᾶς δώσει ἕνα χέρι βοηθείας. Νὰ δείξει λίγο ἐνδιαφέρον γιὰ ἐμᾶς, τοὺς ἐμπεριστάτους, τοὺς κατατρεγμένους. Ἀκόμη καὶ τίποτε νὰ μὴν μπορεῖ αὐτὸς νὰ μᾶς προσφέρει, ἀρκεῖ νὰ μᾶς ρίξει ἕνα βλέμμα συμπάθειας, ἕνα βλέμμα γεμάτο ἀγάπη καὶ στοργή.
.           Μήπως αὐτὸ τὸ στοργικὸ βλέμμα δὲν ἀποζητοῦσε καὶ ὁ βανανισμένος βασιλιὰς καὶ ψαλμωδός, ὁ προφήτης Δαβίδ; Τὸ Ψαλτήρι του, αὐτὸ ποὺ ὅλους μᾶς ἀναπαύει, γιατὶ μιλάει στὴν καρδιά μας, μᾶς κάνει νὰ ἐκφράζουμε μαζί του τὴν ἀγωνία μας στὰ καθημερινά μας προβλήματα, στὶς πτώσεις μας, ἀλλὰ καὶ μᾶς δείχνει τὸ οὐράνιο ἀποκούμπι, στὸ ὁποῖο στηριζόμενοι ξεπερνοῦμε κάθε ἀνθρώπινη δυσκολία. Μέσα στὶς σκληρὲς δοκιμασίες τῆς ζωῆς του ὁ Δαβὶδ ἀναζητάει στήριγμα καὶ παρηγοριά. Ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους αἰσθάνεται προδομένος. Ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Θεό, ποὺ μᾶς βλέπει ὅλους παιδιά Του καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ χαθοῦμε στὰ τάρταρα τῆς κολάσεως, ἀλλὰ ἀποζητάει τρόπους σωτηρίας μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ φωνάζει: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, Σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ Σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά Σου» (Ψαλμ. ΡΛΗ´ [138] 7 – 10).
.           Αἰσθανόμενοι καὶ ἐμεῖς τὴν ἐγκατάλειψη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν πολιτεία, ἀπὸ τοὺς φίλους μας, μαζὶ μὲ τὸν Δαβὶδ στὶς δυσκολίες μας καταφεύγουμε στὸν Θεό μας. Σὲ Ἐκεῖνον ἐλπίζουμε, σὲ Ἐκεῖνον ἀπευθύνουμε θερμὴ ἱκετηρία δέηση καὶ τοῦ φωνάζουμε: «Ἐπίβλεψον, Κύριε, ἐφ’ ἡμᾶς». Εἴμαστε τὰ παιδιά Σου! «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου» (Ψαλ. ΞΗ´ [68] 17-18)· Ἐσὺ ποὺ ἔχεις πλῆθος οἰκτιρμῶν καὶ ἄπειρη εὐσπλαχνία, ρίξε στοργικὰ τὸ βλέμμα Σου ἐπάνω μας· μὴν ἀποστρέψεις μὲ ἀδιαφορία τὸ πρόσωπό Σου ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς δούλους Σου, διότι θλιβόμαστε καὶ ὑποφέρουμε. Ἄκουσέ μας γρήγορα, γιατὶ ἔχουμε ἀνάγκη βοηθείας καὶ δὲν ἔχουμε ἄλλη καταφυγή. Ὅλα τὰ παιδιὰ στὶς δυσκολίες στὴν μάνα καὶ τὸν πατέρα καταφεύγουν. Ἐκεῖ βρίσκουν ἀνταπόκριση, ἐκεῖ στοργή, ἐκεῖ βοήθεια.
.           Ὁ Θεός μας καὶ μόνο μὲ τὸ βλέμμα Του μᾶς μεταγγίζει στὴν ψυχὴ ἐλπίδα, εἰρήνη, παρηγοριά, ἐλπίδα, ἔλεος, δύναμη καὶ ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν παρακαλοῦμε: «Ἐπίβλεψον, Κύριε, ἐφ’ ἡμᾶς». Γιὰ ὅλους μας εἶναι πολὺ ἐνισχυτικὴ καὶ παρηγορητικὴ ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ Παντεπόπτης Κύριος, βλέπει τοὺς κόπους μας, τοὺς πόνους μας, τὶς ἀγωνίες μας, τὰ προβλήματά μας, τὶς ἀποτυχίες μας, ὅπως βλέπει καὶ τὶς προόδους μας, τὶς ἐπιτυχίες μας, τὰ κατορθώματά μας. Ἡ αἴσθηση αὐτὴ ὅτι ὁ Κύριος μᾶς βλέπει καὶ μᾶς συμπαρίσταται μᾶς χαρίζει ἀσφάλεια καὶ σιγουριά, μᾶς δίνει κουράγιο γιὰ τὴν συνέχιση τοῦ ἀγώνα μας, ἀναγνωρίζει καὶ βραβεύει τοὺς μόχθους μας.
.           Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ μας δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀπομακρύνουμε ἀπὸ πάνω μας, ἔστω καὶ ἂν πολλὲς φορὲς δὲν ἀντέχουμε στὴν ἰδέα ὅτι κάποιος μᾶς παρακολουθεῖ, ὅτι βλέπει ὅλες τὶς ἐνέργειές μας. Δὲν θέλουμε κάποτε νὰ μᾶς βλέπουν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διαπράττουμε στὸ σκοτάδι τὶς ἄνομες ἁμαρτίες μας, τὶς βδελυρὲς καὶ θεομίσητες ἐπιθυμίες καὶ ἐνέργειές μας. Τὶς ἐνοχές μας, γιὰ τὶς ὁποῖες ντρεπόμαστε καὶ δὲν θέλουμε οὔτε ἄνθρωπος νὰ τὶς γνωρίζει, πῶς νὰ τὶς βλέπει ὁ παντέφορος ὀφθαλμὸς τοῦ Κυρίου μας; Αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἔσπευσε ἀπὸ ἀγάπη καὶ γνήσιο ἐνδιαφέρον νὰ τὸν συναντήσει φωνάζοντάς τον μὲ τὸ ὄνομά του: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γεν. γ΄ 9). Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει «καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμ. 7΄ 10), πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν βλέπει τὰ παραπτώματα τῆς ἄνομης βιοτῆς μας καὶ τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες μας; Καὶ δὲν θέλουμε νὰ μᾶς βλέπει κανείς, γιατὶ εἴμαστε ἀνθρωποφοβούμενοι καὶ νομίζουμε ὅτι μποροῦμε οἱ ταλαίπωροι νὰ γλυτώσουμε καὶ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ μας!
.           Ἐὰν ἀναπαυόμαστε πάντοτε στὸ βλέμμα Του καὶ πιστεύουμε ὅτι αὐτὸ εἶναι βλέμμα στοργῆς καὶ συμπαθείας, βλέμμα ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν δὲν θὰ ἐπιδιώκαμε τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ αὐτό. Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ μας δὲν εἶναι βλέμμα ἀστυνομικό, ποὺ μᾶς παρακολουθεῖ σὰν ὑπόπτους καὶ ἐγκληματίες. Εἶναι βλέμμα πατρικοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ αἴσθηση ὅτι μᾶς βλέπει ὁ Θεός, δὲν δημιουργεῖ φόβο καὶ ἐνοχὴ ἢ ἀσφυκτικὸ κλοιὸ ποὺ πνίγει τὶς ψυχές μας, ἀλλὰ χαρὰ καὶ εἰρήνη ποὺ ἀναπαύει, στηρίζει καὶ ἀναζωογονεῖ.
.           Ὑπάρχουν, βέβαια, στιγμὲς ποὺ αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκατέλειψε. Σὰν νὰ ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό Του καὶ σὰν νὰ μὴν γυρίζει νὰ ρίξει οὔτε ἕνα βλέμμα στὸ ταλαίπωρο πλάσμα Του. Τοῦτο συμβαίνει, γιατὶ ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή μας δὲν εἶναι εὐάρεστη στὸν Θεό μας καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας μαζί Του μέσω τῆς προσευχῆς δὲν ἔχει θέρμη. Ἐμεῖς ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό μας καὶ ὄχι Ἐκεῖνος ἀπὸ ἐμᾶς. Αἴρεται ἡ χάρη Του, γιατὶ ἐμεῖς τὸ ἐπιζητοῦμε μὲ ὁποιαδήποτε συνέπεια. Καὶ ὅταν ἔλθουν οἱ συμφορὲς διερωτώμεθα γιατί σὲ ἐμᾶς; Ὁ Θεὸς ἀποδοκιμάζει τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή μας, μισεῖ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἐμᾶς, τὰ παιδιά Του, μᾶς ἀγαπάει. Αὐτὴ ἡ ἀποδοκιμασία τοῦ Θεοῦ μας στὶς κακὲς ἕξεις καὶ πράξεις μας εἶναι ἡ αἰτία θλίψεως, στενοχώριας, ἀπομονώσεώς μας ἀπὸ τὴν χάρη Του, ἀπομακρυνσεώς μας ἀπὸ τὴν ζωοποιὸ σκέπη καὶ προστασία Του.
.           Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς ἐγκαταλείψεώς μας ἀπὸ τὸν Θεό μας τὶς εὐαίσθητες καρδιὲς τὶς συγκλονίζει καὶ τὶς ὁδηγεῖ σὲ ἀναζήτησή Του με ἐντονότερο πόθο. Γι’ αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸν Δαβὶδ θερμὰ τὸν παρακαλοῦμε νὰ μὴν ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό Του ἀπὸ ἐμᾶς, ἀπὸ τὰ πλάσματά Του, γιατὶ μᾶς πιάνει θλίψη βαθιά. Καὶ αὐτὴ ἡ θλίψη γίνεται πολλὲς φορὲς πρόξενος μετανοίας καὶ σωτηρίας.
.           Ἡ θλίψη αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀπὸ τὶς καταστροφικὲς πυρκαγιὲς μὲ τὴν ἑκατόμβη τῶν νεκρῶν ἀδελφῶν μας εἶναι ἀπέραντη. Ἂν εἶχε προηγηθεῖ ἡ θλίψη μας γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸν Θεό μας καὶ εἶχε ἀκολουθήσει μετάνοια, ὁ Κύριος δὲν θὰ ἐπέτρεπε αὐτὴ τὴν παιδαγωγικὴ συμφορά. Ὁ μαρτυρικὸς διὰ πυρὸς θάνατος τῶν ἀδελφῶν μας θὰ εἶχε ἀποσοβηθεῖ. Ἡ συμφορά, ἡ ταραχὴ καὶ ὁ τρόμος, ποὺ ἐπικράτησε, εἶναι αἰτία ἀποστροφῆς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀσώτους. Καὶ ὁ θάνατος τῶν ἀδελφῶν μας μέσα ἀπὸ τὸ σίγουρο «Κύριε, ἐλέησον» πού, εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι ξεστόμισαν πρὶν τὸ τέλος, τοὺς ὁδήγησε κοντά Του. Εἶναι, ὅμως, αὐτὸς ὁ μαρτυρικὸς τῶν ἀδελφῶν μας θάνατος ἀπαρχὴ μετανοίας γιὰ ἐμᾶς, ποὺ ἐξακολουθοῦμε νὰ βρισκόμαστε σὲ κατάντημα ἠθικὸ καὶ πνευματικό; Δὲν ἔχουμε καιρό. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β´ Κορ. ϛ´ 2). Ἂς ἀπευθύνουμε τοῦ Κυρίου μας λόγια μετανοίας και ἂς τοῦ δείξουμε αὐτὴν μὲ τὶς πράξεις μας. Ἂς Τὸν παρακαλέσουμε νὰ μὴν ἀποστρέψει ἄλλο τὸ πρόσωπό Του ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μας λέγοντας.
.           Μὴν παραβλέψεις, Κύριε, τὴν μετάνοιά μας, συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ δεῖξέ μας τὸ ἄπειρο ἔλεός Σου. Ἀμήν!

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας