«Όσοι δεν φρενάρουν την καρδιά τους από τις υλικές επιθυμίες, τις μη απαραίτητες, -ούτε καν λόγος γίνεται για σαρκικές επιθυμίες- και δεν συμμαζέψουν τον νου τους μέσα στην καρδιά, για να τα δώσουν όλα μαζί με την ψυχή στον Θεό, διπλή δυστυχία τους περιμένει.
– Γέροντα, είναι πάντα κακό το να επιθυμής κάτι;
– Όχι, η επιθυμία της καρδιάς δεν είναι καθ’ εαυτή κακή. Αλλά, όταν μου παίρνουν ένα κομμάτι της καρδιάς μου πράγματα, έστω και μη αμαρτωλά, μου ελαττώνουν την αγάπη μου προς τον Χριστό. Αυτή η επιθυμία πάλι είναι κακή, γιατί ο εχθρός μου κόβει την αγάπη μου από τον Χριστό. Όταν επιθυμώ ένα πράγμα χρήσιμο, ένα βιβλίο λ.χ., και μου παίρνη ένα κομμάτι της καρδιάς, τότε αυτό είναι κακό. Γιατί να μου πάρη ένα κομμάτι της καρδιάς ένα βιβλίο; Το βιβλίο θα επιθυμώ ή τον Χριστό θα λαχταρώ; Κάθε επιθυμία, όσο καλή και να φαίνεται, δεν είναι καλύτερη από το να επιθυμή κανείς τον Χριστό ή την Παναγία. Όταν δώσω την καρδιά μου στον Θεό, είναι δυνατόν ο Θεός να μη μου δώση όλο τον Εαυτό Του; Ο Θεός ζητάει την καρδιά του ανθρώπου. “Δος μοι, υιέ, σην καρδίαν” (1). Άμα Του δώση ο άνθρωπος την καρδιά του, μετά ο Θεός του δίνει και ό,τι αγαπά η καρδιά του, αρκεί να μην τον βλάψη. Μόνο στον Χριστό όταν δίνεται η καρδιά δεν χαραμίζεται, και μόνο στον Χριστό βρίσκεις πλούσια ανταπόκριση θεϊκής αγάπης σ’ αυτήν την ζωή, και στην άλλη, την αιώνια, την θεία αγαλλίαση.
Πρέπει να αποφεύγουμε τα κοσμικά πράγματα, για να μη μας παίρνουν την καρδιά, και να χρησιμοποιούμε τα απλά, μόνο για να εξυπηρετούμαστε. Να φροντίζουμε όμως να είναι στέρεα. Αν θέλω να χρησιμοποιώ ένα όμορφο πράγμα, δίνω όλη την καρδιά μου στην ομορφιά και για τον Θεό δεν μένει ούτε ένα κομματάκι. Περνάς από κάπου και βλέπεις ένα σπίτι με ωραία μάρμαρα, σχέδια, σκαλίσματα… Θαυμάζεις τις πέτρες, τα τούβλα και αφήνεις την καρδιά σου εκεί. Ή βλέπεις σε ένα κατάστημα έναν ωραίο σκελετό για τα γυαλιά σου και τον επιθυμείς. Αν δεν τον αγοράσεις, αφήνεις την καρδιά σου στο κατάστημα. Αν τον αγοράσεις, κρεμάς την καρδιά σου από τον σκελετό που φοράς! Ιδίως οι γυναίκες εύκολα κλέβονται. Λίγες είναι εκείνες που δεν χαραμίζουν στα μάταια την καρδιά τους. Θέλω να πω, κλέβει ο διάβολος την πλούσια καρδιά που έχουν με όλα τα κοσμικά, τα χρωματιστά, τα γυαλιστερά. Χρειάζεται μια ένα πιάτο; Θα ψάξη να βρη πιάτο με λουλούδια. Λες και θα ξινίση το φαγητό, αν δεν έχη λουλούδια το πιάτο! Μερικές πνευματικές γυναίκες θα συγκινηθούν με σοβαρά σχέδια, με δικέφαλο αετό κ.λπ. Μετά ρωτάνε: “Γιατί δεν συγκινούμαι από τα πνευματικά;” Πώς να συγκινηθής, αφού η καρδιά σου είναι σκορπισμένη στα ντουλάπια, στα πιάτα; Δεν έχεις καρδιά, έχεις μόνον κρέας, που μέσα κάτι χτυπάει τικ-τακ, μηχανικά, σαν το ρολόι, ίσα για να περπατάς! Γιατί πάει λίγη καρδιά στο ένα, λίγη καρδιά στο άλλο και για τον Χριστό δεν μένει τίποτε.
– Δηλαδή, Γέροντα, και αυτές οι απλές επιθυμίες είναι αμαρτωλές;
– Οι επιθυμίες αυτές, όσο και αμαρτωλές να μην είναι, είναι χειρότερες από τις αμαρτωλές. Γιατί μια αμαρτωλή επιθυμία θα τον συγκλονίση τον άνθρωπο κάποια φορά και θα τον πειράξη η συνείδηση, οπότε θα κάνη μια προσπάθεια, θα μετανοήση, θα πη “ήμαρτον, Θεέ μου”. Ενώ αυτές οι επιθυμίες, οι “καλές”, δεν τον ανησυχούν. Νομίζει ότι πάει καλά. “Αγαπώ το καλό, αγαπώ το όμορφο, λέει. Άλλωστε και ο Θεός τα έκανε όλα όμορφα”. Ναι, αλλά δεν πάει να στον Κτίστη η αγάπη του, πάει στο κτίσμα. Γι’ αυτό καλά είναι να κόβουμε κάθε επιθυμία. Όταν κανείς κάνη μια προσπάθεια για τον Χριστό και θυσιάζη αυτό που αγαπάει και κάνη κάτι που δεν το αγαπάει -όσο καλό και να είναι αυτό που αγαπάει-, τότε ο Θεός του δίνει μεγαλύτερη ανάπαυση.
Η καρδιά, πριν καθαρισθή, έχει τις κοσμικές επιθυμίες και χαίρεται μ’ αυτές. Όταν όμως εξαγνισθή, μετά στενοχωριέται με τις κοσμικές επιθυμίες, σιχαίνεται τις κοσμικές επιθυμίες και τότε οι χαρές είναι πνευματικές. Έτσι εξαγνίζεται η καρδιά, όταν σιχαθή τις κοσμικές επιθυμίες. Πριν τις σιχαθή, έλκεται από αυτές. Αλλά, βλέπεις, εμείς δεν θέλουμε να στενοχωρήσουμε λίγο τον παλαιό άνθρωπο, θέλουμε να κάνουμε τα χατήρια του παλαιού ανθρώπου. Πώς θα γίνουμε μετά μιμητές Χριστού;
– Όταν, Γέροντα, δυσκολεύωμαι να κόψω μια επιθυμία μου, πρέπει να επιμείνω στον αγώνα;
– Ναι, ακόμη και αν στενοχωρήται η καρδιά σου, επειδή δεν κάνεις αυτά που την αναπαύουν, δεν πρέπει να υπακούσης στην καρδιά. Γιατί, αν υπακούσης, θα νιώθης μια χαρά κοσμική και μετά ένα άγχος, πάλι κοσμικό. Ενώ, αν δεν υπακούσης και στενοχωρηθή η καρδιά, επειδή δεν έκανες αυτά που την αναπαύουν, και το χαίρεσαι αυτό, τότε έρχεται η θεία Χάρις. Και αυτός είναι ο σκοπός, να αποκτήσουμε την θεία Χάρη. Για να αποκτήσης δηλαδή την θεία Χάρη, πρέπει να κοπούν οι επιθυμίες, και καλές να είναι, να κοπή το θέλημα. Τότε ταπεινώνεται ο άνθρωπος και, όταν ταπεινωθή, έρχεται μετά η θεία Χάρις. Όταν δυσαρεστηθή κοσμικά η καρδιά, τότε θα χαρή πνευματικά. Όσο μπορεί κανείς, να μάθη να αποφεύγη την κοσμική παρηγοριά, να κάνη εσωτερική εργασία πνευματική, για να αποκτήση την θεϊκή παρηγοριά.»
1) Παρ. 23, 26
Από το βιβλίο: λόγοι του γέροντος Παϊσίου – Α.
Εκδόσεις, Ιερού ησυχαστηρίου Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτής Θεσσαλονίκης.
– Γέροντα, είναι πάντα κακό το να επιθυμής κάτι;
– Όχι, η επιθυμία της καρδιάς δεν είναι καθ’ εαυτή κακή. Αλλά, όταν μου παίρνουν ένα κομμάτι της καρδιάς μου πράγματα, έστω και μη αμαρτωλά, μου ελαττώνουν την αγάπη μου προς τον Χριστό. Αυτή η επιθυμία πάλι είναι κακή, γιατί ο εχθρός μου κόβει την αγάπη μου από τον Χριστό. Όταν επιθυμώ ένα πράγμα χρήσιμο, ένα βιβλίο λ.χ., και μου παίρνη ένα κομμάτι της καρδιάς, τότε αυτό είναι κακό. Γιατί να μου πάρη ένα κομμάτι της καρδιάς ένα βιβλίο; Το βιβλίο θα επιθυμώ ή τον Χριστό θα λαχταρώ; Κάθε επιθυμία, όσο καλή και να φαίνεται, δεν είναι καλύτερη από το να επιθυμή κανείς τον Χριστό ή την Παναγία. Όταν δώσω την καρδιά μου στον Θεό, είναι δυνατόν ο Θεός να μη μου δώση όλο τον Εαυτό Του; Ο Θεός ζητάει την καρδιά του ανθρώπου. “Δος μοι, υιέ, σην καρδίαν” (1). Άμα Του δώση ο άνθρωπος την καρδιά του, μετά ο Θεός του δίνει και ό,τι αγαπά η καρδιά του, αρκεί να μην τον βλάψη. Μόνο στον Χριστό όταν δίνεται η καρδιά δεν χαραμίζεται, και μόνο στον Χριστό βρίσκεις πλούσια ανταπόκριση θεϊκής αγάπης σ’ αυτήν την ζωή, και στην άλλη, την αιώνια, την θεία αγαλλίαση.
Πρέπει να αποφεύγουμε τα κοσμικά πράγματα, για να μη μας παίρνουν την καρδιά, και να χρησιμοποιούμε τα απλά, μόνο για να εξυπηρετούμαστε. Να φροντίζουμε όμως να είναι στέρεα. Αν θέλω να χρησιμοποιώ ένα όμορφο πράγμα, δίνω όλη την καρδιά μου στην ομορφιά και για τον Θεό δεν μένει ούτε ένα κομματάκι. Περνάς από κάπου και βλέπεις ένα σπίτι με ωραία μάρμαρα, σχέδια, σκαλίσματα… Θαυμάζεις τις πέτρες, τα τούβλα και αφήνεις την καρδιά σου εκεί. Ή βλέπεις σε ένα κατάστημα έναν ωραίο σκελετό για τα γυαλιά σου και τον επιθυμείς. Αν δεν τον αγοράσεις, αφήνεις την καρδιά σου στο κατάστημα. Αν τον αγοράσεις, κρεμάς την καρδιά σου από τον σκελετό που φοράς! Ιδίως οι γυναίκες εύκολα κλέβονται. Λίγες είναι εκείνες που δεν χαραμίζουν στα μάταια την καρδιά τους. Θέλω να πω, κλέβει ο διάβολος την πλούσια καρδιά που έχουν με όλα τα κοσμικά, τα χρωματιστά, τα γυαλιστερά. Χρειάζεται μια ένα πιάτο; Θα ψάξη να βρη πιάτο με λουλούδια. Λες και θα ξινίση το φαγητό, αν δεν έχη λουλούδια το πιάτο! Μερικές πνευματικές γυναίκες θα συγκινηθούν με σοβαρά σχέδια, με δικέφαλο αετό κ.λπ. Μετά ρωτάνε: “Γιατί δεν συγκινούμαι από τα πνευματικά;” Πώς να συγκινηθής, αφού η καρδιά σου είναι σκορπισμένη στα ντουλάπια, στα πιάτα; Δεν έχεις καρδιά, έχεις μόνον κρέας, που μέσα κάτι χτυπάει τικ-τακ, μηχανικά, σαν το ρολόι, ίσα για να περπατάς! Γιατί πάει λίγη καρδιά στο ένα, λίγη καρδιά στο άλλο και για τον Χριστό δεν μένει τίποτε.
– Δηλαδή, Γέροντα, και αυτές οι απλές επιθυμίες είναι αμαρτωλές;
– Οι επιθυμίες αυτές, όσο και αμαρτωλές να μην είναι, είναι χειρότερες από τις αμαρτωλές. Γιατί μια αμαρτωλή επιθυμία θα τον συγκλονίση τον άνθρωπο κάποια φορά και θα τον πειράξη η συνείδηση, οπότε θα κάνη μια προσπάθεια, θα μετανοήση, θα πη “ήμαρτον, Θεέ μου”. Ενώ αυτές οι επιθυμίες, οι “καλές”, δεν τον ανησυχούν. Νομίζει ότι πάει καλά. “Αγαπώ το καλό, αγαπώ το όμορφο, λέει. Άλλωστε και ο Θεός τα έκανε όλα όμορφα”. Ναι, αλλά δεν πάει να στον Κτίστη η αγάπη του, πάει στο κτίσμα. Γι’ αυτό καλά είναι να κόβουμε κάθε επιθυμία. Όταν κανείς κάνη μια προσπάθεια για τον Χριστό και θυσιάζη αυτό που αγαπάει και κάνη κάτι που δεν το αγαπάει -όσο καλό και να είναι αυτό που αγαπάει-, τότε ο Θεός του δίνει μεγαλύτερη ανάπαυση.
Η καρδιά, πριν καθαρισθή, έχει τις κοσμικές επιθυμίες και χαίρεται μ’ αυτές. Όταν όμως εξαγνισθή, μετά στενοχωριέται με τις κοσμικές επιθυμίες, σιχαίνεται τις κοσμικές επιθυμίες και τότε οι χαρές είναι πνευματικές. Έτσι εξαγνίζεται η καρδιά, όταν σιχαθή τις κοσμικές επιθυμίες. Πριν τις σιχαθή, έλκεται από αυτές. Αλλά, βλέπεις, εμείς δεν θέλουμε να στενοχωρήσουμε λίγο τον παλαιό άνθρωπο, θέλουμε να κάνουμε τα χατήρια του παλαιού ανθρώπου. Πώς θα γίνουμε μετά μιμητές Χριστού;
– Όταν, Γέροντα, δυσκολεύωμαι να κόψω μια επιθυμία μου, πρέπει να επιμείνω στον αγώνα;
– Ναι, ακόμη και αν στενοχωρήται η καρδιά σου, επειδή δεν κάνεις αυτά που την αναπαύουν, δεν πρέπει να υπακούσης στην καρδιά. Γιατί, αν υπακούσης, θα νιώθης μια χαρά κοσμική και μετά ένα άγχος, πάλι κοσμικό. Ενώ, αν δεν υπακούσης και στενοχωρηθή η καρδιά, επειδή δεν έκανες αυτά που την αναπαύουν, και το χαίρεσαι αυτό, τότε έρχεται η θεία Χάρις. Και αυτός είναι ο σκοπός, να αποκτήσουμε την θεία Χάρη. Για να αποκτήσης δηλαδή την θεία Χάρη, πρέπει να κοπούν οι επιθυμίες, και καλές να είναι, να κοπή το θέλημα. Τότε ταπεινώνεται ο άνθρωπος και, όταν ταπεινωθή, έρχεται μετά η θεία Χάρις. Όταν δυσαρεστηθή κοσμικά η καρδιά, τότε θα χαρή πνευματικά. Όσο μπορεί κανείς, να μάθη να αποφεύγη την κοσμική παρηγοριά, να κάνη εσωτερική εργασία πνευματική, για να αποκτήση την θεϊκή παρηγοριά.»
1) Παρ. 23, 26
Από το βιβλίο: λόγοι του γέροντος Παϊσίου – Α.
Εκδόσεις, Ιερού ησυχαστηρίου Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτής Θεσσαλονίκης.