«Εμείς οι δυο σαν ένα» θα μπορούσε να είναι το μότο των σημερινών παιδιών στη χώρα μας – και όχι μόνο – σε ό,τι αφορά τη σχέση τους με τις οθόνες παντός είδους (τηλεόραση, λάπτοπ, υπολογιστές, κινητά, τάμπλετ κ.λπ.). Διότι στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή μας η επαφή με τις οθόνες ξεκινά σχεδόν από την αρχή της ζωής εμφανίζοντας… κρεσέντο στην «οθονόπληκτη» εφηβεία.
«Το Βήμα» παρουσιάζει σήμερα νέα, ελληνικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι έφηβοι περνούν ακόμη και περισσότερες από τέσσερις ώρες ημερησίως μπροστά σε μια οθόνη, μόνο για τη διασκέδασή τους – αν σε αυτές προσθέσουμε και τις ώρες μελέτης που πλέον έχουν λάβει ηλεκτρονική μορφή τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μονίμως… καλωδιωμένα, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την ψυχική αλλά και τη σωματική υγεία τους. Συγχρόνως μιλά με έναν «γκουρού» παγκοσμίως σχετικά με τα παιδιά και τα ψηφιακά μέσα, τον καθηγητή Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον Δημήτρη Χρηστάκη. Ο καθηγητής είναι μάλιστα ένας από τους κύριους συγγραφείς των νέων κατευθυντηρίων οδηγιών της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής για τη χρήση οθονών από παιδιά και εφήβους οι οποίες εξεδόθησαν μόλις τον περασμένο μήνα και αποτελούν «πυξίδα» και για τους ειδικούς στη χώρα μας. Το κύριο μήνυμα των ειδικών είναι ένα και απευθύνεται στους γονείς: μην πυροβολείτε την ψηφιακή ζωή των παιδιών σας αλλά βάλτε της όρια και κάντε την εποικοδομητική. Διαφορετικά το όπλο θα στραφεί ενάντια στο μέλλον τους. Οταν οι γονείς των σημερινών σαραντάρηδων ήταν παιδιά, η οθόνη (και όταν λέμε οθόνη μιλούμε αποκλειστικώς για εκείνη της τηλεόρασης, και μάλιστα ασπρόμαυρη) ήταν κυριολεκτικώς άγνωστη λέξη στη χώρα μας. Οταν οι σημερινοί σαραντάρηδες ήταν παιδιά, η οθόνη (και πάλι μιλούμε μόνο για τηλεόραση βεβαίως, βεβαίως, η οποία μόλις είχε γίνει έγχρωμη) αποτελούσε πολυτέλεια, κυρίως του Σαββατοκύριακου, στα ελληνικά σπίτια. Τα σημερινά παιδιά πάλι έχουν, ως γνωστόν, γίνει ένα με την οθόνη (η οποία μάλιστα έχει λάβει πολλές μορφές, όπως αυτή του tablet, του κινητού, του υπολογιστή) – δεν είναι τυχαίο ότι μελέτες δείχνουν πως αρκετές φορές η επαφή τους με τις οθόνες ξεκινά από την ηλικία των τεσσάρων μηνών! Οταν τα σημερινά παιδιά γίνουν σαραντάρηδες, μάλλον δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τι θα έχει συντελεστεί στη σχέση τους με το «κεφάλαιο» που λέγεται οθόνη (ή την όποια μετεξέλιξή της)…
Το γεγονός πάντως σε ό,τι αφορά το σήμερα είναι ένα και αδιαμφισβήτητο: η σχέση των ελληνόπουλων – όπως και όλων των παιδιών, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο – με τις οθόνες είναι μια σχέση ζωής, σχεδόν από τη στιγμή που αρχίζει η… ζωή τους (όποιος είναι νέος γονιός γνωρίζει καλά ότι ακόμη και τα μωρά δείχνουν, λες και ο εγκέφαλός τους είναι έτσι… καλωδιωμένος, μια μοναδική ευκολία στον χειρισμό τηλεχειριστηρίων, οθονών αφής και όλων των υπόλοιπων «αξεσουάρ» του είδους). Και όσο τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται έφηβοι, η σχέση αυτή γίνεται τόσο στενή που ουκ ολίγες φορές προκαλεί ανησυχία, ακόμη και φόβο. «Το Βήμα» παρουσιάζει σήμερα τα στοιχεία μιας νέας ελληνικής μελέτης σχετικά με τη σχέση των εφήβων στη χώρα μας με τις οθόνες, καθώς και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Παράλληλα μιλά με έναν από τους «γκουρού» σε παγκόσμιο επίπεδο σε ό,τι αφορά τις συμπεριφορές των παιδιών, αλλά και των γονιών τους, απέναντι στην εποχή των οθονών, τον ελληνικής καταγωγής καθηγητή Παιδιατρικής, διευθυντή του Κέντρου για την Παιδική Υγεία, Συμπεριφορά και Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και παιδίατρο στο Νοσοκομείο Παίδων του Σιάτλ στις ΗΠΑ κ. Δημήτρη Χρηστάκη. Ο καθηγητής Χρηστάκης ήταν μάλιστα ένας από τους κύριους συγγραφείς των τελευταίων οδηγιών της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής (Αmerican Academy of Pediatrics, AAP) σχετικά με τη χρήση των ψηφιακών μέσων από τα παιδιά και τους εφήβους, οι οποίες εξεδόθησαν τον περασμένο μήνα – τις συστάσεις αυτές ακολουθούν και οι ειδικοί στη χώρα μας. Οι ειδήμονες με τους οποίους ήλθαμε σε επαφή επισημαίνουν το αυτονόητο στην άκρως ψηφιακή πλέον εποχή μας: δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές… εξαφάνισης των οθονών από την καθημερινότητά μας, ούτε μπορούν να πιάσουν ξόρκια και αφορισμοί, ώστε να πέσουν στην πυρά οι παντός είδους συσκευές που κρατούν καθηλωμένα τα παιδιά μπροστά τους, αφού αποτελούν πλέον μέρος της ζωής μικρών και μεγάλων. Η μόνη (ρεαλιστική) συνταγή είναι ο ρόλος που οι ίδιοι οι γονείς μπορούν να διαδραματίσουν ώστε η υπαρκτή σχέση των παιδιών με τις οθόνες να μη μετατραπεί σε ολέθρια.
Η ελληνική «εφηβική» μελέτη
Τα νέα ελληνικά στοιχεία που παρουσιάζουμε αποτελούν τους καρπούς της διδακτορικής διατριβής της υποψηφίας διδάκτορος του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (ΤΕΦΑΑ) του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ) Αναστασίας Μπουνόβα. Μέρος αυτών των στοιχείων αναμένεται μάλιστα να δημοσιευθεί στο τεύχος Δεκεμβρίου της επιστημονικής επιθεώρησης «Journal of Physical Activity and Health» (η ηλεκτρονική δημοσίευση έγινε στις 26 Αυγούστου 2016). Στη δημοσίευση συμμετέχουν επίσης η καθηγήτρια και επιβλέπουσα της διδακτορικής διατριβής Μαρία Μιχαλοπούλου, ο καθηγητής Νικόλαος Αγγελούσης, ο αναπληρωτής καθηγητής Θωμάς Κουρτέσης, καθώς και ο καθηγητής Βασίλειος Γούργουλης (στο σύνολό τους από το ΤΕΦΑΑ του ΔΠΘ).
Στο πλαίσιο της μελέτης, η επιστημονική ομάδα διερεύνησε κατά πόσο το περιβάλλον του σπιτιού και της γειτονιάς εφήβων ηλικίας 13-15 ετών επιδρά στην ενασχόληση των παιδιών με καθιστικές συμπεριφορές που σχετίζονται με τη χρήση οθόνης. Στη μελέτη συμμετείχαν 1.141 έφηβοι από όλη τη χώρα, καθώς και οι γονείς τους. Από τους εφήβους ζητήθηκε να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια σχετικά με τον χρόνο που περνούν μπροστά στην οθόνη. Αντιστοίχως οι γονείς συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που αφορούσαν το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούσαν καθημερινά οι έφηβοι.
Ιδού τα άκρως ενδιαφέροντα (αν και όχι αναπάντεχα) ευρήματα: σχεδόν τα δύο τρίτα των εφήβων δήλωσαν ότι περνούν μπροστά στην οθόνη αποκλειστικά για διασκέδαση περισσότερες από δύο ώρες ημερησίως (ένα «ταβάνι» που είχε τεθεί επί μακρόν από την AAP, της οποίας οι οδηγίες πρόσφατα χαλάρωσαν ώστε να συμβαδίζουν με τη νέα «ψηφιακή» πραγματικότητα – δείτε σχετικά τη συνέντευξη του καθηγητή Χρηστάκη). Τα αγόρια στέφονταν μάλιστα «πρωταθλητές» των υπολογιστών και των videogames σε σύγκριση με τα κορίτσια. Συνολικά, περισσότερο από το 67% των νέων φάνηκε να υπερβαίνει τις ημέρες του σχολείου τις δύο ώρες ενασχόλησης με οθόνες συσκευών ψυχαγωγίας. Για την ακρίβεια, το 45% των εφήβων αφιέρωνε 2-4 ώρες για παρακολούθηση οθόνης αποκλειστικά για διασκέδαση ενώ το 22,1% αφιέρωνε περισσότερες από 4 ώρες σε καθημερινή βάση μέσα στη σχολική εβδομάδα για την ψυχαγωγία του. Τα Σαββατοκύριακα, πάλι, τα ποσοστά του… οθονο-έρωτα αυξάνονταν: το 35,5% των εφήβων αφιέρωνε 2 ως 4 ώρες στην παρακολούθηση οθόνης ενώ το 46,4% αφιέρωνε στην οθόνη (επαναλαμβάνουμε, μόνο για διασκέδαση) περισσότερες από 4 ώρες.
Κατά μάνα, κατά… τέκνο
Οπως φάνηκε, το περιβάλλον έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο αν ο έφηβος θα γινόταν… οθονόπληκτος. Συγκεκριμένα, οι πιθανότητες αυξάνονταν κατά 3,87 φορές όταν ο έφηβος έτρωγε τα γεύματά του μπροστά στην τηλεόραση σε καθημερινή βάση καθώς και κατά 1,67 φορές αν η τηλεόραση ήταν ανοιχτή όταν το παιδί γύριζε στο σπίτι από το σχολείο. Κατά μάνα, κατά κύρη και κατά… τέκνο λοιπόν και σε ό,τι αφορά τη χρήση οθόνης, αφού η μελέτη έδειξε πως είναι καταλυτικής σημασίας η συμπεριφορά των γονέων και στο συγκεκριμένο θέμα. Ετσι, όπως προέκυψε, αν οι ίδιοι οι γονείς υιοθετούν συμπεριφορές που περιλαμβάνουν υπερβολική χρήση οθόνης, είναι επόμενο και τα παιδιά τους να ακολουθήσουν αυτό το μοντέλο. Στον αντίποδα, αν οι γονείς θέσουν κανόνες στον εαυτό τους αλλά και στα έφηβα τέκνα τους, τότε μπορεί να υπάρξει μείωση στη χρήση οθόνης από τα νεαρά παιδιά. «Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι απαιτείται αλλαγή στις καθιστικές συνήθειες που έχουν σχέση με τη χρήση οθόνης, όχι μόνο του εφήβου αλλά πιθανώς και όλης της οικογένειας» σχολιάζει η κυρία Μπουνόβα.
Ενας άλλος σημαντικός παράγοντας που αύξανε τις πιθανότητες χρήσης οθόνης από τους εφήβους αποκλειστικώς για διασκέδαση περισσότερο από δύο ώρες ημερησίως φάνηκε να είναι η ύπαρξη υπολογιστή μέσα στο υπνοδωμάτιό τους – συγκεκριμένα οι πιθανότητες αυξάνονταν κατά 1,74 φορές. Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης «αυτό πιθανώς ερμηνεύεται από το ότι η online σύνδεση έχει διεισδύσει σημαντικά στις ζωές των νέων. Η διαρκής εξέλιξη της υψηλής ταχύτητας πρόσβασης στο Internet στο σπίτι και η ανάπτυξη νέων συναρπαστικών εφαρμογών, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και το YouTube, έχουν συμβάλει στην αύξηση της χρήσης οθόνης. Αλλη πιθανή ερμηνεία είναι το ότι οι γονείς κρίνουν πως οι υπολογιστές είναι απαραίτητοι για την εργασία και την εκπαίδευση των παιδιών τους, κάτι τέτοιο όμως καθιστά τον έλεγχο της χρήσης τους για ηλεκτρονικά παιχνίδια και μέσα κοινωνικής δικτύωσης πιο δύσκολο».
Το πάρκο σώζει από την… οθονοπληξία
Στο πλαίσιο της μελέτης διερευνήθηκε ακόμη κατά πόσο το περιβάλλον της γειτονιάς μπορεί να ευνοεί τη φυσική δραστηριότητα των εφήβων, συντελώντας έτσι στο να… ξεκολλήσουν από τον καναπέ και κατ’ επέκταση από την οθόνη. Σύμφωνα με την κυρία Μπουνόβα, φάνηκε ότι το περιβάλλον της γειτονιάς παίζει σημαντικό ρόλο στο να μην κάνουν οι έφηβοι χρήση οθόνης για την ψυχαγωγία τους περισσότερο από δύο ώρες την ημέρα. «Και προηγούμενη μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2007 από ειδικούς του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια στις ΗΠΑ, έδειξε ότι η ύπαρξη πάρκου και χώρου αναψυχής στη γειτονιά έχει αρνητική συσχέτιση με την τηλεθέαση στα αγόρια. Ομοίως ο περιορισμένος χώρος στη γειτονιά βρέθηκε να σχετίζεται με περισσότερο χρόνο τηλεθέασης στους εφήβους, σύμφωνα με ευρήματα ειδικών του University College του Λονδίνου που δημοσιεύθηκαν το 2005». Ακόμη όμως και αν το πάρκο δεν είναι τόσο κοντά, οι γονείς πρέπει να υποστηρίζουν με κάθε τρόπο τη φυσική δραστηριότητα των εφήβων παιδιών τους. Πρέπει να τα ενθαρρύνουν να βγουν έξω και να ασκηθούν, να τα διευκολύνουν ώστε να συμμετέχουν σε προγράμματα άσκησης αλλά και να έχουν και οι ίδιοι ενεργή συμμετοχή σε από κοινού δραστηριότητες μαζί τους, κάτι που θα αποτελούσε ένα πολύ καλό αντίβαρο στις καθιστικές συμπεριφορές, σημειώνεται στη μελέτη.
Σε κάθε περίπτωση, η online ζωή των εφήβων, που (θέλοντας και μη) αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους, πρέπει να μπει πολύ περισσότερο στο… μικροσκόπιο, σημειώνουν οι ερευνητές. Και συμπληρώνουν ότι είναι βασικό να δημιουργηθούν παρεμβατικά προγράμματα που θα διαφοροποιούνται ως προς το φύλο και την ηλικία των παιδιών και των νέων. Μάλιστα, η κυρία Μπουνόβα υπογραμμίζει ότι θα ήταν απαραίτητο αρμόδιοι φορείς στη χώρα μας να αναλάβουν τη σύνταξη εθνικών συστάσεων με βάση τις ανάγκες των ελληνόπουλων αντί να υιοθετούνται… οδηγίες από το εξωτερικό.
Τελικώς, το βασικό μήνυμα είναι ένα και αποστέλλεται κατά κύριο λόγο στους γονείς (ηλεκτρονικώς ή όχι δεν έχει σημασία): εκείνοι πρέπει να βάλουν όρια, εκείνοι πρέπει να αποτελέσουν το παράδειγμα, εκείνοι πρέπει να θέσουν τα κίνητρα ώστε τα παιδιά τους να μην είναι καθηλωμένα μπροστά σε μια οθόνη. Μήνυμα εστάλη και οι ειδικοί ελπίζουν να… ληφθεί!
Μην «πυροβολείτε» την online ζωή των παιδιών σας. Γίνετε μέρος της!
Ο καθηγητής Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και παιδίατρος στο Νοσοκομείο Παίδων του Σιάτλ Δημήτρης Χρηστάκης – αδελφός του διακεκριμένου καθηγητή Κοινωνιολογίας του Χάρβαρντ Νικόλα Χρηστάκη,που έγινε διάσημος στη χώρα μας μέσα από το best-seller βιβλίο του «Συνδεδεμένοι» («Connected») – είναι ένας από τους «γκουρού» παγκοσμίως σε ό,τι αφορά το πόσο… συνδεδεμένοι είναι οι μικροί και οι μικρές με τις οθόνες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ήταν ένας από τους κύριους συγγραφείς των τελευταίων οδηγιών που διέπουν τη σχέση παιδιού και οθόνης της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής (ΑΑΡ), της οποίας αποτελεί μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής.
Οπως αναφέρει ο καθηγητής στο «Βήμα» «είμαι παιδίατρος, ερευνητής και γονιός, και ανέλαβα αυτούς τους τρεις ρόλους στη ζωή με αυτή ακριβώς τη σειρά». Και η σειρά έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία της καριέρας του: «Παρότι φρόντιζα τα παιδιά των άλλων ως γιατρός και έκανα έρευνα ώστε να εξασφαλίσω την καλύτερη δυνατή υγεία τους, όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί μου, πριν από 18 χρόνια, ήταν που άρχισα να ασχολούμαι, μανιωδώς θα έλεγα, με την εκπαίδευση στην αρχή της ζωής. Ηταν τότε που στους τρεις μήνες ζωής του γιου μου πήρα έναν μήνα γονεϊκή άδεια για να μείνω μαζί του. Επρόκειτο για την περίοδο που είδα ίσως την περισσότερη τηλεόραση στη ζωή μου! Τότε παρατήρησα ότι το τριών μηνών μωρό μου κολλούσε επίσης στην οθόνη και κατάλαβα ότι κάτι πρέπει να γίνει για αυτό».
Ο καθηγητής Χρηστάκης ήταν από τις (επιστημονικές) φωνές που επέμεναν ότι οι συστάσεις της ΑΑΡ οφείλουν να αλλάξουν ώστε να αγγίξουν τη νέα (ψηφιακή) πραγματικότητα. «Οι προηγούμενες οδηγίες, που πήγαιναν τουλάχιστον πέντε χρόνια πίσω, δεν έδιναν καν σημασία στις… νέου τύπου οθόνες αφής και αλληλεπίδρασης. Μέσα σε αυτά τα χρόνια όμως υπήρξαν τεράστιες αλλαγές στο πόσο μικροί και μεγάλοι χρησιμοποιούμε τέτοιες έξυπνες συσκευές. Και σίγουρα δεν είναι το ίδιο να είναι κάποιος παθητικός τηλεθεατής ή να αλληλεπιδρά με μια οθόνη».
Εκείνο που, σύμφωνα με τον καθηγητή, αλλά και με τις νέες οδηγίες, δεν πρέπει να αλλάξει είναι η σχέση των μωρών με την οθόνη. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στα αγγλικά (παρότι μιλά και αρκετά ελληνικά), «babies need laps more than apps» (σε ελληνική μετάφραση που χαλάει την επιτυχημένη αγγλική ρίμα «τα μωρά χρειάζονται αγκαλιές παρά εφαρμογές»). Παρά ταύτα, ενώ η προηγούμενη σύσταση της ΑΑΡ για τις πολύ μικρές ηλικίες έκανε λόγο για πλήρες «απαγορευτικό» στην οθόνη έως τα δύο έτη (σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη σύσταση χρονολογείτο από το 1999), σύμφωνα με τις νέες οδηγίες η ηλικία αυτή μειώθηκε στους 18 μήνες. Για ποιον λόγο, ρωτήσαμε τον κ. Χρηστάκη. «Διότι στοιχεία δείχνουν πως από τους 18 μήνες ζωής η ελεγχόμενη χρήση των οθονών αλληλεπίδρασης ή του βίντεο – chat, υπό την επίβλεψη και τη συμμετοχή του γονέα όμως, μπορεί να έχει θετική επίδραση για τη λεκτική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών».
Οι κίνδυνοι για τα νήπια
Δεν υπάρχουν όμως ανησυχίες για την υγεία τόσο μικρών παιδιών από την έκθεση σε οθόνες; «Πράγματι, τόσο δικές μας μελέτες όσο και άλλων συναδέλφων έχουν δείξει ότι η τηλεθέαση σε πολύ μικρές ηλικίες μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα γλωσσικής ανάπτυξης καθώς και σε προβλήματα προσοχής και γνωστικής ανάπτυξης στη σχολική ηλικία».Μελέτη που διεξήγαγε ο δρ Χρηστάκης και οι συνεργάτες του έδειξε ότι η «υπερδιέγερση» του εγκεφάλου λόγω του βομβαρδισμού εικόνων εξαιτίας της τηλεόρασης σε παιδιά πριν τα τρία έτη τους συντελεί στην εμφάνιση διάσπασης της προσοχής στην ηλικία των επτά ετών – συγκεκριμένα για κάθε επιπλέον ώρα τηλεθέασης πριν από τα τρία έτη ο κίνδυνος για προβλήματα προσοχής στα επτά έτη αυξανόταν κατά περίπου 10%. «Οταν ο εγκέφαλος σε μικρή ηλικία έχει μάθει στη γρήγορη εναλλαγή εικόνων εξαιτίας της τηλεόρασης… βαριέται τον πραγματικό κόσμο, όπου η εναλλαγή των εικόνων δεν είναι τόσο γρήγορη, με αποτέλεσμα να αποσπάται η προσοχή του παιδιού» εξηγεί ο καθηγητής. Αντιθέτως όμως από τη μελέτη προέκυψε ότι η γνωστική διέγερση των πολύ μικρών παιδιών από τους γονείς – όταν εκείνοι περνούσαν ώρα με τα τέκνα τους παίζοντας παραδοσιακά παιχνίδια, μιλώντας τους, τραγουδώντας τους, διαβάζοντάς τους – μείωνε τον κίνδυνο διάσπασης της προσοχής αργότερα στη ζωή τους. Κάθε επιπλέον ώρα τέτοιας εποικοδομητικής… διέγερσης μείωνε συγκεκριμένα τον κίνδυνο προβλημάτων στην προσοχή κατά 30%.
Μια άλλη μελέτη της ομάδας τού ελληνικής καταγωγής καθηγητή επικεντρώθηκε στον τύπο προγραμμάτων που παρακολουθούν τα παιδιά και τον κίνδυνο προβλημάτων στην προσοχή. Οπως φάνηκε, τα εκπαιδευτικά προγράμματα δεν συνδέονταν με αύξηση του κινδύνου διάσπασης της προσοχής, τα ψυχαγωγικά προγράμματα με γρήγορη εναλλαγή εικόνων αύξαναν τον κίνδυνο κατά 60%, ενώ τα προγράμματα που περιείχαν βία αύξαναν τον κίνδυνο κατά 110%!
Οι οθόνες αλληλεπίδρασης
Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι όλες οι μελέτες που προαναφέραμε αφορούσαν την παθητική τηλεθέαση και όχι την ενεργητική αλληλεπίδραση με τις έξυπνες οθόνες. Και αυτό διότι τα κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα που παρουσιάζονται σε τέτοιες οθόνες (τουλάχιστον θεωρητικώς, αφού χρειάζεται πολύ ψάξιμο από τους γονείς για το αν είναι όντως κατάλληλα για μικρές ηλικίες) έχουν έναν πιο «φυσικό» ρυθμό εικόνων. «Το παιδί δεν βομβαρδίζεται με γρήγορες και έντονες εικόνες, όπως σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα».
Παρά αυτές τις διαφαινόμενες θετικές επιδράσεις, σύμφωνα με τις νέες οδηγίες, σε παιδιά κάτω των πέντε ετών προτείνεται συνολική ενασχόληση με την οθόνη μέσα στην ημέρα που δεν θα ξεπερνά τη μία ώρα (από δύο ώρες που ήταν στο παρελθόν). «Και αυτό διότι το παιδί πρέπει να ασχοληθεί και με άλλα πράγματα σε αυτή την τόσο κρίσιμη αναπτυξιακά φάση της ζωής του. Αρχικώς πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο εγκέφαλος ενός νεογέννητου τριπλασιάζεται σε μέγεθος μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του – γεγονός που μαρτυρεί ότι συντελούνται άκρως σημαντικές διεργασίες, αφού δημιουργούνται οι συνάψεις μεταξύ των νευρώνων. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι στις μικρές ηλικίες τα παιδιά κοιμούνται συνολικά περί τις 12 ώρες το 24ωρο» αναφέρει ο κ. Χρηστάκης και διευκρινίζει ότι «η παλαιότερη σύσταση λοιπόν για δύο ώρες ενασχόλησης με οθόνη ημερησίως έκλεβε σημαντικό ποσοστό του συνολικού χρόνου που το παιδί ήταν ξυπνητό μέσα στην ημέρα στερώντας του άλλες εμπειρίες ζωτικής σημασίας για την κοινωνική, τη συναισθηματική, τη λεκτική ανάπτυξη, όπως η αλληλεπίδραση με τους γονείς ή το παιχνίδι με παραδοσιακά παιχνίδια, το οποίο, σύμφωνα με στοιχεία, έχει συρρικνωθεί τραγικά σε λιγότερο από μισή ώρα ημερησίως».
Η νέα ενεργητική σχέση με την οθόνη αποτελεί πλέον λοιπόν αδιαμφισβήτητο γεγονός, και εδώ ξεκινά ένας νέος κυκεώνας: ποιες εφαρμογές μπορεί να βοηθήσουν όντως ένα παιδί σε ό,τι αφορά την ανάπτυξή του σε διαφορετικούς τομείς; «Είναι μια ερώτηση που μου κάνουν όλοι οι γονείς και στην οποία δεν μπορώ να απαντήσω. Και αυτό διότι υπάρχουν χιλιάδες εκπαιδευτικά apps πλέον για παιδιά, τα οποία όμως δεν έχουν μελετηθεί στο πλαίσιο σωστά οργανωμένων μελετών». Το σημαντικότερο όλων, σύμφωνα με τον κ. Χρηστάκη, είναι πάντως ότι ακόμη και το καλύτερο app του κόσμου δεν μπορεί να βοηθήσει αν το μικρό παιδί αφεθεί μόνο του. «Ο γονιός πρέπει να είναι εκεί, δίπλα στο παιδί, και η εφαρμογή να δημιουργεί ένα περιβάλλον αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Και αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στις ηλικίες των 18 μηνών».
Στις μικρότερες ηλικίες η αλληλεπίδραση παιδιού – γονιού – οθόνης είναι ένα τρίπτυχο που μπορεί να επιτευχθεί ευκολότερα. Οποιος έχει όμως παιδί στην εφηβεία, γνωρίζει καλά ότι είναι δύσκολο (έως αδύνατον) να κοιτάζει τα social media μαζί με τον μπαμπά και τη μαμά του, ή να τους έχει δίπλα του να του δίνουν συμβουλές όταν παίζει βιντεοπαιχνίδια! «Κατ’ αρχάς στις ηλικίες αυτές καταργήσαμε την προηγούμενη σύσταση που έκανε λόγο για δύο ώρες οθόνη ψυχαγωγίας ημερησίως διότι ήταν απλώς… ανεδαφική. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν έχουμε ιδέα πόσες ακριβώς ώρες περνούν μπροστά στην οθόνη για διασκέδαση τα παιδιά μας. Η οθόνη βρίσκεται στην τσέπη του κινητού τους, στο δωμάτιό τους, στο σχολείο τους, είναι παντού μαζί τους. Πόση ώρα ακριβώς μελετούν και πόση χαζεύουν, κάνουν chat, παίζουν; Κανείς δεν ξέρει».Αρα, είναι mission impossible για τους γονείς να παρέμβουν σε αυτές τις ηλικίες; «Αυτό που πρέπει να εξασφαλίσουν οι γονείς είναι ότι τα παιδιά, ακόμη και στην εφηβεία, θα είναι εκτός οθόνης επί τουλάχιστον δύο ώρες μέσα στην ημέρα και σίγουρα μία ώρα πριν από τον ύπνο, αφού η οθόνη είναι κακή επιρροή για έναν καλό ύπνο. Θα πρέπει να φροντίσουν να τρώνε μαζί με τα παιδιά τους, όταν αυτό είναι δυνατόν – το οικογενειακό δείπνο είναι ιερό – χωρίς να κοιτάζουν όλοι μαζί τηλεόραση ή τα κινητά τους, θα πρέπει να φροντίζουν να ασχολούνται με φυσικές δραστηριότητες εκτός σπιτιού, όπως τα σπορ, αφού, συν τοις άλλοις, πίσω από τις καθιστικές συμπεριφορές που συνδέονται με τη χρήση οθονών ελλοχεύει και η παχυσαρκία».
Τα θετικά των οθονών
Υπάρχουν όμως και τα θετικά των οθονών που δεν πρέπει να αγνοούμε, τα οποία επισημαίνει ο δρ Χρηστάκης. «Το Διαδίκτυο προσφέρει έναν θησαυρό γνώσεων στις οποίες το παιδί έχει πρόσβαση ανά πάσα στιγμή. Το ζήτημα δεν είναι αν χρησιμοποιεί μόνο το Διαδίκτυο για διασκέδαση αλλά και πώς: μπορεί, για παράδειγμα, να βλέπει ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ που εμπλουτίζει τις γνώσεις του. Επίσης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φέρνουν κοντά φίλους που τους χωρίζουν πολλά χιλιόμετρα, λειτουργούν ακόμη και ως τονωτικό σε παιδιά που μπορεί να βρίσκονται στο περιθώριο και να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση εξαιτίας πολλών παραγόντων, όπως η φυλή, η εθνικότητα, το φύλο, η σεξουαλικότητα, οι σχολικές επιδόσεις ή και η εμφάνισή τους, και νιώθουν ξαφνικά αποδεκτά από τον εικονικό περίγυρό τους». Ετσι, κατά τον καθηγητή, «η μεγάλη πρόκληση αφορά ουσιαστικώς τους γονείς οι οποίοι οφείλουν να διασφαλίζουν κατά το δυνατόν ότι τα παιδιά τους εκμεταλλεύονται όλα τα καλά των οθονών ενώ είναι παράλληλα προστατευμένα από τα κακά τους – διότι τα άσχημα υπάρχουν, και δεν είναι λίγα». Οι κύριοι κίνδυνοι αφορούν τη θέαση προγραμμάτων σεξουαλικού περιεχομένου σε τρυφερές ηλικίες ή και προγραμμάτων που περιέχουν βία, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι επιθετικές συμπεριφορές. Και ο νέος αναδυόμενος άκρως σοβαρός κίνδυνος αφορά τον εθισμό στο Διαδίκτυο– «μελέτες που έχουμε διεξαγάγει στις ΗΠΑ δείχνουν ότι ποσοστό της τάξεως του 10% των εφήβων εμφανίζει τέτοια προβληματική συμπεριφορά» λέει ο κ. Χρηστάκης. Η βασικότερη πρόκληση είναι ουσιαστικώς η εκπαίδευση. Ο καθηγητής αναφέρεται στο άκρως ελληνικό «κάλλιον του θεραπεύειν το προλαμβάνειν» εξηγώντας ότι η εκπαίδευση για τη σωστή χρήση οθονών πρέπει να ξεκινά από τη νηπιακή ηλικία, όταν τα παιδιά έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με την οθόνη. «Τότε πρέπει να τεθούν τα όρια – αφού σε έναν έφηβο, για να είμαστε ειλικρινείς, τα πράγματα δυσκολεύουν – και τότε πρέπει να δοθούν και τα σωστά παραδείγματα. Αν ο γονιός κοιτά συνεχώς το κινητό του ή το τάμπλετ του όταν βρίσκεται με τα παιδιά του, τότε ο ίδιος χτίζει μια προβληματική συμπεριφορά του τέκνου του με την οθόνη». Ο κ. Χρηστάκης καταλήγει τονίζοντας ότι οι γονείς πρέπει να επιλέξουν τις μάχες που θα δώσουν με τα παιδιά τους και να κάνουν τα πάντα για να τις κερδίσουν (όχι εναντίον των τέκνων τους αλλά προς όφελός τους).