Κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο αυτό με καταβολές. Μπερδεύονται όμως τα πράγματα, και δεν μπορεί πολύ-πολύ να ξεκαθαρίσει κανείς τι ακριβώς έχει το παιδί ως καταβολές, όταν έρχεται στο κόσμο, και τι προστίθεται ύστερα απ’ έξω.
Μια νευρωτική μητέρα, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι, λίγο πολύ θα δώσει ανάλογες καταβολές στο παιδί της, και επομένως θα υπάρχει μια ανάλογη προδιάθεση μέσα στο παιδί από τη ρίζα του. Αλλά δεν ξέρουμε πόσο δίνει, από τη στιγμή που το παιδί αρχίζει να υπάρχει μέσα της και καθ’ όλη τη διάρκεια της κυοφορίας, και πόσο μετά τη γέννησή του, την ώρα που του μιλάει, την ώρα που το μαλώνει, οπότε αναγκάζεται το παιδί να ζει μέσα σε μια ατμόσφαιρα που δημιουργεί αυτή η νευρωτική μητέρα. Έτσι, καθώς μεγαλώνει το παιδί και γίνεται πέντε, έξι, δέκα χρόνων, μοιάζει τη μητέρα του· έχει αρχίσει δηλαδή να έχει νευρωτικές, τρόπον τινά, εκδηλώσεις, κομπλεξικές εκδηλώσεις. Και διερωτόμαστε: Είναι έτσι το παιδί, επειδή γεννήθηκε από μια τέτοια μητέρα, ή είναι έτσι, επειδή το μεγάλωσε μια τέτοια μητέρα;
Αυτό, είπαμε, είναι πολύ μπερδεμένο· δεν μπορούμε να το ξεκαθαρίσουμε και να δούμε πόσο το παιδί πήρε από δω και πόσο πήρε από κει. Πάντως, μπορούμε να πούμε δύο πράγματα με πολλή σιγουριά.
Πρώτον, ότι οπωσδήποτε κάτι παίρνει το παιδί από την ώρα που αρχίζει να υπάρχει. Κάτι παίρνει ως κληρονομικότητα. Πόσο; Δεν ξέρουμε.
Και δεύτερον, ότι τις πιο πολλές φορές είναι πολύ λιγότερη η κληρονομικότητα, από όσο εμείς νομίζουμε. Τα πιο πολλά το παιδί τα παίρνει μετά τη γέννηση, από την πρώτη ώρα που η μητέρα του χαμογελά νευρωτικά –μιλάμε για νευρωτική μητέρα– και στη συνέχεια, για έναν ολόκληρο χρόνο. Όχι γιατί η μητέρα θέλει να κάνει το κακό· όχι. Άθελά της, εν αγνοία της γίνεται έτσι. Πάντως, το παιδί παίρνει. Και αυτά τα πρώτα βιώματα, οι πρώτες επιδράσεις και οι πρώτοι επηρεασμοί, που δέχεται από τη μητέρα του, αφήνουν μια τέτοια σφραγίδα μέσα στην ύπαρξή του, που φαίνονται ότι είναι κληρονομικά, ενώ δεν είναι.
Έχει μεγάλη σημασία αυτό: φαίνονται ότι είναι κληρονομικά. Και μάλιστα, όταν θελήσει να τα ξεριζώσει κανείς αργότερα, ξεριζώνονται τόσο δύσκολα, σαν να είναι κληρονομικά. Ωστόσο, έχει μεγάλη σημασία ότι δεν είναι κληρονομικά, αλλά είναι επίκτητα, διότι, όταν έστω κάποτε η μητέρα καταλάβει τι της συμβαίνει και μπορέσει η ίδια να γλιτώσει, να ελευθερωθεί από τη νευρωτική της κατάσταση, και εν συνεχεία προσπαθήσει να επιδράσει ανάλογα στο παιδί, τότε θα το επηρεάσει κατά έναν καινούργιο θετικό τρόπο.
Εδώ πρέπει ακόμη μία φορά να τονίσω αυτά τα δύο πράγματα, που πάντοτε συνυπάρχουν μέσα στον κάθε άνθρωπο, και σ’ εμάς ακόμη που είμαστε μεγάλοι, αλλά και στους γέροντες: την κληρονομικότητα αφ’ ενός, αυτό δηλαδή που πήραμε ως καταβολή, από τότε που ήλθαμε στην ύπαρξη, και αφ’ ετέρου εκείνο που αφήνει επάνω μας το περιβάλλον, τη σφραγίδα που βάζει το περιβάλλον επάνω μας.
Αν μάλιστα αυτά τα πράγματα τα δούμε εν Χριστώ, θα πούμε ότι όχι απλώς με την επίδραση των χριστιανικών γνώσεων που προσφέρει το περιβάλλον, αλλά κυρίως με την επίδραση της χάριτος του Θεού μέσα στην Εκκλησία σχηματίζεται ο Χριστός, μορφώνεται ο Χριστός, μορφώνεται ο νέος άνθρωπος μέσα στο παιδί, το οποίο έχει την οποιαδήποτε κληρονομικότητα.
Επομένως, οι γονείς, καθώς θα βρεθούν μπροστά στο άλφα ή βήτα παιδί τους με την άλφα ή βήτα κληρονομικότητα και τις άλφα ή βήτα καταβολές, ποτέ να μην τρομάξουν και ποτέ να μην πουν: «Έτσι που είναι το παιδί, έτσι όπως ήλθε στον κόσμο, τι να κάνω; Δεν μπορώ να κάνω τίποτε· και αν κάνω, μικρά πράγματα θα κάνω». Ποτέ να μη σκεφθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όποια κι αν είναι η κληρονομικότητα –το τονίζουμε αυτό– επειδή πρόκειται για ζωντανό άνθρωπο, επειδή πρόκειται για ον που είναι προσωπικότητα, από την πρώτη του στιγμή αυτό το ζωντανό ον, αυτός ο νέος άνθρωπος, μπορεί να μεταβληθεί και να αλλοιωθεί προς το καλύτερο.
Πρέπει όμως να τονίσουμε και την άλλη πλευρά, ότι, όσο κι αν αλλάξει ένα παιδί με την επίδραση του περιβάλλοντος, όσο κι αν το βοηθήσουμε, όσο κι αν επηρεάσουμε τις καταβολές του, την κληρονομικότητά του, με όποιους τρόπους κι αν χρησιμοποιήσουμε, όσο κι αν βελτιωθεί, όση επιτυχία κι αν έχουμε, τελικά μένει η καταβολή, μένει αυτό το οποίο λέγεται κληρονομικότητα. Και μένει μάλιστα σαν ρίζα, σαν θεμέλιο· και παραμένει στον αιώνα τον άπαντα. Με μόνη τη διαφορά ότι μέσα στην Εκκλησία με τη χάρη του Χριστού γίνεται μια ανακατασκευή του ανθρώπου από πάσης απόψεως –στους πιο πολλούς, φαίνεται, γίνεται κυρίως κατά την ώρα του θανάτου– και έτσι εισέρχεται στην αιώνια βασιλεία ο χριστιανός. Βέβαια, ο καθένας με τον δικό του τύπο, με τη δική του προσωπικότητα, έτσι που δεν θα μοιάζει ποτέ ο ένας με τον άλλο ακόμη και στην αιώνια βασιλεία. Όμως, εισέρχεται ως νέος άνθρωπος, χωρίς επιβαρύνσεις από απόψεως καταβολών, χωρίς δηλαδή επιβαρύνσεις κληρονομικές.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Συμεών Κραγιοπούλου Γονείς και παιδιά, τόμος Α΄, σσ. 45-47, 57 και 58-59.