Δηλαδή. Εἶσαι ἀναπολόγητος, ἄνθρωπε, σύ πού γίνεσαι δικαστής τῶν ἄλλων, ὁποιοσδήποτε καί ἄν εἶσαι. Διότι μέ τήν πράξη σου αὐτή, τοῦ νά κατακρίνης τόν ἄλλο, καταδικάζεις τόν ἑαυτό σου. Διότι κάνεις χειρότερα ἀπό αὐτόν πού κατακρίνεις. Καί μιά μικρή ὑπόνοια νά ἔχης κατά τοῦ πλησίον σου, λέγει ὁ Ὅσιος Δωρόθεος, ἕνα μικρό λόγο νά πῆς, ἀρχίζει ὁ νοῦς νά ἀφήνη τίς δικές του ἁμαρτίες καί νά ἀσχολῆται συνέχεια μέ τόν ἄλλον.
Καί συνεχίζει ὁ Ὅσιος: «Ὅσοι θέλουν νά σωθοῦν, δέν προσέχουν τά ἐλαττώματα τοῦ ἄλλου, ἀλλά πάντοτε τά δικά τους καί ἔτσι προκόβουν πνευματικά.»
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει γιά τόν Ἀββᾶ Παφνούτιο (19/4) τό ἑξῆς: «Κάποτε περπατῶντας ὁ Ὅσιος στόν δρόμο ἔφθασε κοντά σέ ἕνα χωριό, ὅπου ἐκεῖ εἶδε ἕνα ἄνδρα καί μιά γυναίκα νά ἀσχημονοῦν.
Αὐτός ἀντί νά τούς κατακρίνει ἀμέσως παρεκάλεσε τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες του. Ἀμέσως στάθηκε μπροστά του Ἄγγελος Κυρίου, κρατῶντας μάχαιρα καί τοῦ εἶπε: «Παφνούτιε, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατακρίνουν τούς ἀδελφούς τους, πρόκειται νά θανατωθοῦν μέ αὐτήν τήν μάχαιρα.
Ἐπειδή ὅμως σύ δέν κατέκρινες, ἀλλά ταπεινώθηκες μπροστά στόν Θεόν, σάν νά ἔκανες ἐσύ τήν ἁμαρτία, γι᾿ αὐτό γράφτηκε τό ὄνομά σου στό Βιβλίο τῆς Ζωῆς».
* * *
Τί μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος; «Μή καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί, ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καί κρίνων τόν ἀδελφόν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμον καί κρίνει νόμον.» (Ἰακώβ δ΄ 11). Δηλαδή. Μή κατηγορεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἀδελφοί. Ἐκεῖνος πού κατηγορεῖ καί καταδικάζει τόν ἀδελφόν του, κατηγορεῖ ὡς μή ὀρθό τόν θεῖο νόμο καί καταδικάζει καί καταφρονεῖ τόν θεῖο νόμο τῆς ἀγάπης. Λέγει ὁἈββᾶς Δωρόθεος ὅτι «Δέν ὑπάρχει τίποτα βαρύτερο, τίποτε χειρότερο, ἀπό τήν κατάκριση ἤ ἐξουθένωση τοῦ πλησίον.
Γιατί νά μή κατακρίνουμε καλύτερα τούς ἑαυτούς μας καί τίς δικές μας ἁμαρτίες; Γιατί ἁρπάζουμε τήν κρίση ἀπό τόν Θεό;» Καί γιατί τό παθαίνουμε αὐτό; Διότι λείπει ἡ ἀγάπη. «Ἡ ἀγάπη καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν. Ἡ ἀγάπη δέν σκέπτεται τό κακό, ὅλα τά σκεπάζει».
* * *
Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοπας (28/8) μᾶς διδάσκει πῶς πρέπει νά ἀποφεύγουμε τήν κατάκριση. Κάποτε στή σκήτη τοῦ Ὁσίου Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος ἕνας μοναχός ἁμάρτησε καί ἔγινε γνωστή ἡ ἁμαρτία του.
Ἔτσι ὅλοι οἱ μοναχοί τῆς Σκήτης συγκεντρώθηκαν, γιά νά τόν κρίνουν. Κάλεσαν τότε καί τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος δέν ἤθελε νά πάη. Ἀλλά ἐπειδή τόν πίεσαν καί γιά νά μή φανῆ παρήκοος, πῆγε καί χωρίς, νά θέλη.
Βρῆκε ὅμως μιά σοφώτατη μέθοδο, σάν φρόνιμος πού ἦταν, καί ἔκανε ὅλους καί φοβήθηκαν τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἄφησαν τόν ἁμαρτάνοντα ἀτιμώρητον, γιά νά τόν κρίνη ὁ δίκαιος κριτής, ὁ ἐλεήμων καί εὔσπλαγχνος.
Τί ἔκανε; Ἔβαλε πολύ ἄμμο σέ ἕνα τρυπητό ζεμπίλι καί βαστάζοντάς το, ἱδρωμένος καί λαχανιασμένος πῆγε στήν σύναξη. Οἱ ἀσκηταί βλέποντας τήν ἄμμο νά χύνεται πίσω του, τόν ρώτησαν, τί σημαίνει αὐτό πού ἔκανε καί τό φορτίο πού ἔφερε.
Αὐτός τούς ἀπάντησε ἀναστενάζοντας βαρειά. «Αὐτά πού βαστάζω πίσω εἶναι τά ἁμαρτήματά μου τά βαρειά καί ἀμέτρητα, τά ὁποῖα ἔριχνα πίσω, γιά νά μή τά βλέπω καί ἦλθα νά κρίνω τόν ἀδελφό μου γιά ἕνα μικρό ἐλάττωμα χωρίς νά εἶναι συνηθισμένο πάθος σέ αὐτόν». Ὅταν τά ἄκουσαν αὐτά κοιτάχθηκαν ὅλοι, γνωρίζοντες ὅτι γι᾿ αὐτούς τά ἔλεγε καί ἔτσι ἄφησαν τό ἁμάρτημα τοῦ ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε συγχώρεση ἀπό ὅλους καί πῆγε στό κελί του.