Η κατάκριση είναι ατόπημα μεγάλο. Η Αγία Γραφή τονίζει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. 7,1) και «Συ τις ει ό κρίνων αλλότριον ικέτην;» (Ρωμ. 14,4)
Είναι αληθές πώς αυτός που κατακρίνει τον αδελφό του θα λογοδοτήσει στο Θεό. Ή πτώση του όμως είναι διπλή αν ό κατακρινόμενος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά λειτουργός του Υψίστου. Ό κατακρίνων κληρικόν «άνθρακας επισωρεύει εις την κεφαλήν του», βάζει δηλαδή αναμμένα κάρβουνα πάνω στο κεφάλι του.
Ερευνώντας προσεκτικά τον εαυτό μας και αποκτώντας αυτογνωσία θα διαπιστώσουμε ότι κι εμείς κάποτε ανοίξαμε το στόμα μας και αναφερθήκαμε εναντίον κάποιου κληρικού μικρόσχημου ή μεγαλόσχημου. Αυτού του είδους ή κατάκριση ονομάζεται ιεροκατηγορία.
- Και το ερώτημα τίθεται ως εξής: «Γιατί η ιεροκατηγορία είναι τόσο φοβερό αμάρτημα;»
Ό Ιερέας είναι ό διάκονος του λαού του Θεού. Είναι ό «αρχηγός» της Ευχαριστιακής συνάξεως. Χωρίς τον ιερέα Ευχαριστιακή σύναξη (Θεία λειτουργία) δε γίνεται, έστω κι αν συγκεντρωθούν χίλιοι πρόεδροι Δημοκρατιών, χίλιοι Αυτοκράτορες. Και όχι μόνο αξιωματούχοι, όχι μόνο άνθρωποι, αλλά και όλα τα τάγματα των Αγγέλων να κατέβουν στη Γή δεν μπορούν να τελέσουν τη Θεία Ευχαριστία.
Οι άγγελοι υπηρετούν, παρευρίσκονται, παρίστανται κύκλω του θυσιαστηρίου. Την εξουσία του «λειτουργείν», καθώς και του «δεσμείν τε και λύει αμαρτίας» την έδωσε ό Θεός στον Ιερέα, στον άνθρωπο με την ειδική χάρη της Ιεροσύνης, την οποία λαμβάνει δυνάμει του μυστηρίου της Ιεροσύνης. Τα αγιασμένα χέρια του ιερέως ψηλαφούν το Σώμα του Θεανθρώπου Λυτρωτού, του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Τα αγιασμένα χέρια του Πνευματικού Ιερέως ακουμπούν την κεφαλή του μετανοιωμένου αμαρτωλού και ό άνθρωπος λαμβάνοντας τη συγχωρητική ευχή φεύγει από το ιερό εξομολογητήριο κεκαθαρμένος «μη έχων σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων», αλλά είναι τώρα άγιος και άμωμος.
Τα αγιασμένα χέρια του ‘Ιερέως λειτουργού κρατούν με ευλάβεια το Άγιον Ποτήριον και στην προσταγή του «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε», οι πιστοί πού συμμετέχουν ενεργά στην Ευχαριστιακή Σύναξη δέχονται το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και κοινωνούν «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον», τρεφόμενοι έτσι με το ουράνιο Μάννα και ενισχυμένοι με το φάρμακο Αθανασίας πού χαρίζει ζωή.
Κι όμως. Ό ιερέας αυτός στα χρόνια της απιστίας και της διαφθοράς πού ζούμε, χλευάζεται. Πολλοί άνθρωποι στη θέα του Ιερέως χειρονομούν άπρεπα, γελούν, ειρωνεύονται, καγχάζουν.
Ό μακαριστός Αγιορείτης Γέροντας π. Γαβριήλ Διονυσιάτης σε ένα βιβλίο του αναφέρει τα εξής: Είναι βαρύ αμάρτημα ή ιεροκατηγορία και ό χλευασμός των λειτουργών της ‘Εκκλησίας μας. Κατά την μακρά περίοδο (70 χρόνια), πού έζησα στον ευλογημένο αυτό τόπο, στο Άγιο Όρος, είδα πολλές τιμωρίες εξ αιτίας αυτής της αμαρτίας· είδα και σε ένα χειρόγραφο, στην βιβλιοθήκη της Μονής μας, την εξής διήγηση:
- «Σ’ ένα χωριό ένας γέροντας ιερέας, ενώ ήταν σ’ όλα τα άλλα καλός και ιδιαίτερα επακόλουθος, υπέπιπτε στο πάθος της μέθης. Όταν έβγαινε από την ‘Εκκλησία, παρασυρόταν από το πάθος του προς τα καφενεία. Εκεί, μετά από 23 ποτηράκια αλκοόλ, έχανε τον εαυτό του- ζαλιζόταν συναισθανόμενος όμως τη θέση του, σηκωνόταν και τρικλίζοντας έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι του. Σ’ αυτόν το δρόμο, όμως, είχε ό αδελφός του κατάστημα. Και όταν τον έβλεπε να περνάει σε τέτοια κατάσταση, έβγαινε στην πόρτα του μαγαζιού του και όχι από λύπη, αλλά μάλλον από ευθιξία, τον εφασκέλωνε από πίσω με το δεξί του χέρι (τον εμούτζωνε, όπως λέμε). Μετά από λίγο καιρό συνέπεσε να αποθάνει ό εύθικτος αυτός αδελφός του ιερέως. Όταν ύστερα από τρία χρόνια άνοιξαν τον τάφο του για την ανακομιδή βρήκαν το δεξί του χέρι άλιωτο. Τον ξανάθαψαν και μάλιστα σε άλλο σημείο. αλλά πάλι βρέθηκε το δεξί του χέρι ακέραιο. Τότε με συμβουλή του άλλου εφημέριου ιερέως, πήραν το αδιάλυτο χέρι και το εξέθεσαν στο νάρθηκα του ναού, για να τον συγχωρήσουνε οι συγχωριανοί του, για τυχόν λιποβαρή ζυγίσματα ή άλλες αδικίες, συνηθισμένες σ’ όσους ασχολούνται με το εμπόριο. Αλλά και πάλι μετά από άλλο ένα έτος επανενταφιασμού βρέθηκε το χέρι αδιάλυτο. Τότε – κατά θεία νεύση ένας άλλος έμπορος πού είχε το κατάστημα του απέναντι, ανέφερε στον εφημέριο το γεγονός του καθημερινού φασκελώματος και του χλευασμού του γέροντα ιερέα από τον αδελφό του. Οπότε κατάλαβε ό καλός εκείνος ιερέας, ποια ήταν ή αιτία. Και αφού προσκάλεσε το γέροντα συλλειτουργό του τον παρότρυνε να κάνη τρισάγιο και να διαβάσει πάνω από το αδιάλυτο χέρι τη συγχωρητική ευχή. Πράγματι μόλις έγιναν αυτά, αμέσως τα σαρκώδη μέλη του άλιωτου χεριού διελύθησαν και έμειναν γυμνά τα οστά».
Κατηγορούν δυστυχώς οι άνθρωποι τον ιερέα, όπου βρεθούν και κατασκευάζουν ανένδοτα με τη φαντασία τους προκειμένου να τον γελειοποιήσουν. Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε ηθοποιούς να υποδύονται τον ιερέα και να προβαίνουν εις παντός είδους γελοιότητες και αισχρότητες. Παίρνουν αφορμές πολλές φορές από ορισμένες άστοχες ενέργειες απρόσεκτων κληρικών και βγάζουν συμπεράσματα άδικα για το πλήθος των αγωνιστών κληρικών. Γι’ αυτούς όλοι οι κληρικοί, οι παπάδες, όπως αναφέρουν περιφρονητικά, είναι κακοί, φιλάργυροι, πλεονέκτες, διεφθαρμένοι, παλιάνθρωποι και μόνο ό φοβερός αυτός κατήγορος είναι άγιος και αξιοπρεπής. Πουθενά δεν υβρίζεται ό ιερέας τόσο, όσο στην πατρίδα μας. Διηγούνται για κάποιον ιερέα τα εξής:
- «Όταν ήρθαμε εδώ, στο χωριό δεν είχαμε δικό μας ιερέα. Έτσι, μάς εξυπηρετούσε ό παπά – Γιάννης Βασιλειάδης, εφημέριος Αρχαγγέλου. Γύρω στο 1937 – 38, ήμουν νεαρός τότε 17 χρονών, λέει ή μάννα μου: – Πήγαινε παιδί μου να φέρεις τον παπά να κάνει αγιασμό στο περιβόλι μας και να διαβάσει ευχή, γιατί όπως βλέπω, ή κάμπια πού έπεσε στα λαχανικά, θα μάς τα αφανίσει όλα, θα πεινάσουμε. Επήγα λοιπόν στον Αρχάγγελο, μίλησα με τον παπά – Γιάννη και την άλλη ημέρα το πρωί τον έφερα στον κήπο. Έκανε τον αγιασμό, διάβασε τη σχετική ευχή και ράντισε τον κήπο μας. Ήταν ολοφάνερο ότι ό ιερέας προσευχόταν με όλη του την καρδιά. σε όλο το διάστημα, αλλά και μετά, έβλεπα τη μάννα μου ήσυχη και ήρεμη. Ήταν βέβαιη πώς θα γλυτώναμε τα λαχανικά μας. Εγώ, σαν άμυαλος νεαρός, έλεγα με κάποια αμφιβολία, μέσα μου: – Είναι δυνατόν να ψοφήσουν οι κάμπιες με το διάβασμα του παπά; Παρά ταύτα, δεν είπα τίποτε. Όταν τελείωσε ό ιερέας, έβγαλα χρήματα να τον πληρώσω. Είχαμε στο σπίτι ένα πενηντάρικο και ένα εκατοστάρικο. Του δίνω το πενηντάρικο. – Τι είναι αυτό; κάνει κάπως αγριεμένος ό παπά -Γιάννης. Νόμισα, πώς του φάνηκαν λίγα. Του δίνω, λοιπόν και το εκατοστάρικο. – Παιδί μου, λέει στεναχωρημένος, τι πράγματα είναι αυτά; εδώ ήρθα να διαβάσω τις κάμπιες, για να σταματήσουν να τρώνε το φαγητό σας και σεις, φτωχοί άνθρωποι, μού δίνετε χρήματα; Δε θέλω τίποτε! και δεν επήρε τίποτε απολύτως. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, έτρεξα στον κήπο. Οι κάμπιες είχαν εξαφανισθεί εντελώς όχι μόνο από το περιβόλι μας , αλλά και από όλα τα γύρω κτήματα, σε ικανή απόσταση. δεν είναι αυτό χειροπιαστό θαύμα; Μεγάλη ή πίστη μας στ’ αλήθεια!».
Ένας Επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας του, έφτασε σ’ ένα πολύ μακρινό χωριουδάκι. Ζήτησε να ιδεί τον ‘Ιερέα. Ύστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας απλοϊκός χωρικός, που μόλις είχε γυρίσει από το χωράφι και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Ήταν ό Ιερεύς του χωριού. Ό ‘Επίσκοπος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιο ευπαρουσίαστο το Λειτουργό του Υψίστου. Ή άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Ό Ιερεύς ετοιμάστηκε να λειτουργήσει κι ό ‘Επίσκοπος δεν τον άφηνε από τα μάτια του. Ήθελε να τα παρακολουθήσει όλα. θα έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στον αγροίκο εκείνο χωρικό. Παράδοξο όμως! Από τη στιγμή, που άρχισε ή Θεία Λειτουργία, ό Ιερεύς κυκλώθηκε από ένα ουράνιο φως που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε χωρίς να τον καίει. Κι αυτό κράτησε ως το τέλος της Λειτουργίας. Αφού μοίρασε ό Ιερεύς το αντίδωρον στους χωρικούς, τον φώναξε στο Άγιο Βήμα ό ‘Επίσκοπος και, πέφτοντας στα γόνατα, του ζήτησε να τον ευλογήσει. Ό απλοϊκός Ιερεύς σάστισε.
– Πώς είναι δυνατόν ό ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερο του; Εσύ ευλόγησέ με άγιε Δέσποτα.
– Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον που στέκεται μέσα σε θεϊκή φλόγα και προσφέρει την αναίμακτη Θυσία. «Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται».
-Υπάρχει τάχα, άγιε Δέσποτα, ‘Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος και Διάκονος ακόμη, πού να πλησιάζει το άγιο Θυσιαστήριο και να μη περικυκλώνεται από ουράνιο φως; είπε με απορία ό απλοϊκός Ιερεύς. Τί να απαντήσει ό ‘Επίσκοπος σ’ εκείνον που έβλεπε το υπερφυσικό σαν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου; Θαύμασε την καθαρότητα της καρδίας του κι έφυγε από το μικρό χωριό ωφελημένος.
Ο όσιος και θαυματουργός πατέρας μας Αναστάσιος ό Σιναΐτης μάς διηγήθηκε μία θαυμαστή και παράδοξη διήγηση λέγοντας τα εξής:
Κάποτε πού βρέθηκα στη Λαοδίκεια της Συρίας, κοντά στο όρος του Λιβάνου, απέναντι των Γαθισών, άκουσα από τούς εκεί γέροντες ένα αξιοθαύμαστο γεγονός. Υπήρχε, λέει, εκεί κάποιος πρεσβύτερος πού ζούσε μέχρι πριν δύο χρόνια. Μία νύχτα πήγε σ’ αυτόν ένας άνθρωπος και του ζητούσε με πολλή βιασύνη να σηκωθεί να βαπτίσει το παιδί του, πού ήταν βρέφος και κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπόν από το κρεβάτι του ό Πρεσβύτερος και άρχισε αμέσως να λέει την ακολουθία του βαπτίσματος. Καθώς όμως ετοίμαζαν το νερό και το άγιο έλαιο και ενώ ό πρεσβύτερος συνέχιζε την ακολουθία, το παιδί πέθανε αβάπτιστο. Πήρε τότε ό πρεσβύτερος το παιδί, το έβαλε μπροστά στο βαπτιστήριο και είπε:
- «Σε σένα, το σύνοδο μου άγγελο λέω, μ’ εκείνη την εξουσία πού έδωσε ό Χριστός σ’ εμάς τούς ιερείς να δένουμε και να λύνουμε στον ουρανό και στη γη· δώσε την ψυχή αυτού του παιδιού πίσω στο σώμα του μέχρι να βαπτιστεί, διότι δε στάλθηκες για να το πάρεις αβάπτιστο. Διότι ξέρει ό Κύριος σου, πού είναι και δικός μου Κύριος, ότι δεν αμέλησα, αλλά μόλις ξύπνησα αμέσως άρχισα την ακολουθία του βαπτίσματος».
Με τα λόγια αυτά του πρεσβύτερου προς τον άγγελο αναστήθηκε το παιδί, το βάπτισαν και αμέσως κοιμήθηκε πάλι έν Κυρίω. Όταν εγώ το άκουσα αυτό, θεώρησα δίκαιο να μην το αποσιωπήσω, αλλά να το γράψω για τη δόξα και την τιμή του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και για την ωφέλεια των ακροατών. Κανείς λοιπόν να μην κρίνει ιερέα του Θεού, ακόμη και αν τον δει να πέφτει σε κάποιο σφάλμα. Διότι, αν ό λόγος και ό δεσμός του ιερέα ισχύει για τους αγγέλους, πόσο περισσότερο ισχύει για τους ανθρώπους; και αν ό ιερέας δε στέκεται στο ύψος του, τότε ό χριστιανός θα ανέχεται και θα αδιαφορεί; Όχι βέβαια. Αυτός που αγαπά τον ιερέα και που πονά την εκκλησία, πλησιάζει τον άτακτο κληρικό και του υποδεικνύει με σεβασμό τα λάθη του. Αν δε συμμορφωθεί τότε απευθύνεται στον Επίσκοπο και εκείνος έχει τον τρόπο να συμμορφώσει τον πταίσοντα. Κληρικό. Με την κατάκριση του κληρικού διαιωνίζουμε το κακό, σκανδαλίζουμε ανθρώπους που έχουν πίστη ασθενική και αγοράζουμε κόλαση.
Στη «Διακονία και Μαρτυρίαν», περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, ανεγράφη το εξής αξιόλογο:
- Ο Μέγας Αλέξανδρος προχωρώντας νικηφόρα επί της Ασιατικής γης, έφθασε εις την πρωτεύουσαν της Φοινίκης Τύρον, ένα μεγάλο και πανίσχυρο κέντρο του έθνους των Φοινίκων. Μετά από πολιορκία επτά μηνών κυρίευσε την πρωτεύουσα αυτή και κατόπιν κατευθύνθηκε προς την ιερά Γή της ‘Ιουδαίας το 332 π.Χ., με σκοπό να τιμωρήσει σκληρά τούς ‘Ιουδαίους για την απιστία πού επέδειξαν στους αγώνες τους κατά των Φοινίκων. Τότε ό μέγας αρχιευρεύς των Ιουδαίων, Ιαδδουά, άρχισε να προσεύχεται για τη σωτηρία του λαού του και, εμπνεόμενος από θεία οπτασία, περιεβλήθη χρυσοκέντητη στολή μπλε, έβαλε στο κεφάλι του μίτρα με ολόχρυσο πέταλο στο μέτωπο και εκεί αποτύπωσε το όνομα του αληθινού Θεού, του αγνώστου στο Μέγα Αλέξανδρο και πήγε στο στρατόπεδο των Ελλήνων.
Γεμάτος ταπεινοφροσύνη -ένας Μέγας Αλέξανδρος- κλίνει ευλαβικά το γόνατο του από σεβασμό και προσκυνά τον αρχιερέα των ‘Ιουδαίων. Όλοι γύρω του έμειναν εμβρόντητοι μπροστά σ’ αυτό το θέαμα- και παίρνοντας θάρρος τότε ό στρατηγός Παρμενίων έρωτά τον αρχηγό του Ελληνισμού, Μέγα Αλέξανδρο, πώς «ό υπό πάντων προσκυνούμενος Αλέξανδρος προσεκύνησε τον ‘Ιουδαίων αρχιερέα;
- «Ό Μέγας Αλέξανδρος τού απάντησε: «Δεν προσκύνησα τον αρχιερέα, αλλά τον Θεόν, όστις εκείνον αρχιερέα κατέστησε».
- – τον Αρχιερέα του Θεού υβρίζεις; και ό Παύλος που δεν γνώριζε ότι ήταν Αρχιερέας ζήτησε συγγνώμη: – δεν γνώριζα αδελφοί, λέγει, ότι ήταν Αρχιερέας, διότι ό λόγος του Θεού λέγει: «Άρχοντα του λαού σου ουκ ερείς κακώς». Δε νομίζουμε πώς ή συμπεριφορά του Παύλου προς τον Αρχιερέα Ανανία θέλει σχολιασμό. Το παράδειγμά του μάς διδάσκει, για να διδάσκουμε κι εμείς εκείνους που ζουν στην άγνοια και συμπεριφέρονται κακώς προς τούς κληρικούς.
Ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τούς χριστιανούς που ιεροκατηγορούν να κλείσουν τα απαίδευτα στοματά τους και να μην κακολογούν τούς κληρικούς. Να τί λέγει σ’ ένα του λόγο:
- Κάνετε ό,τι περισσότερο μπορείτε, να έχετε το Άγιο Πνεύμα μέσα σας. Τιμάτε, όσο πιο πολύ μπορείτε, εκείνους στους οποίους ό Θεός έδωκε την Χάρη Του! μη το ξεχνάτε ποτέ. Είναι πολύ μεγάλο αξίωμα των ιερέων! Είπε ό Χριστός: «Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς». Και γι’ αυτό οφείλετε να υπακούετε στους πνευματικούς σας πατέρες· και να τους θεωρείτε άξιους της πύο μεγάλης τιμής. Συ κοιτάζεις την δουλειά Σου! και όταν το σπίτι σου πάει καλά, στα άλλα δεν δίνεις σημασία!