Ὁ Γερο-Λάζαρος κάθιδρος καί κουρασμένος κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ δρόμου, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα κάθισμα, ἐνῶ ἕνα δέντρο πρόσφερε παχιά σκιά – ἰδανικό σημεῖο γιά κάθε περαστικό, ἰδίως τίς μέρες αὐτές τοῦ καλοκαιριοῦ μέ τόν σκληρό ἥλιο. Ἀκούμπησε κάτω τήν πραμάτεια του, τά καλάθια πού καιρό ἔπλεκε, ἔβγαλε ἕνα μικρό λαγήνι γιά νά βρέξει τά φρυγμένα χείλη του καί σκούπισε μέ τήν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ του τό μέτωπό του.
«Δόξα Σοι, ὁ Θεός», βγῆκε ἀπό τήν καρδιά του ὁ στεναγμός, κι ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀνασήκωσε λίγο τόν καλογερικό του σκοῦφο καί… μία φωνή ἑνός μεσήλικα ἄνδρα πού διερχόταν ἀπό τό σημεῖο πού καθόταν τόν ἔκανε νά ἀνασηκώσει τά μάτια του κάπως ξαφνιασμένος.
«Εὐλογεῖτε, Γέροντα. Ἀπό τή σκήτη μᾶς ἔρχεστε μᾶλλον, γιατί δέν σᾶς ἔχω ξαναδεῖ στά μέρη μας». «Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογεῖ, παιδί μου», εἶπε ὁ π. Λάζαρος, κι ἔκανε μιά προσπάθεια νά ἀνασηκωθεῖ γιά νά χαιρετήσει τόν ἄγνωστο ἄνδρα. «Ὄχι, μή σηκώνεστε, Γέροντα», ἀντέδρασε ὁ ἄνδρας θορυβημένος, καί προσπάθησε νά κρατήσει στή θέση του τόν ἀββᾶ. «Εἶστε κουρασμένος, δέν χρειάζεται νά σηκωθεῖτε. Μόνο τήν εὐλογία σας νά μοῦ δώσετε, γιατί στήν πολυάνθρωπη καί μεγάλη αὐτή πόλη πού ζοῦμε, ἐδῶ στήν Ἀλεξάνδρεια, χρειαζόμαστε αὐξημένες δυνάμεις γιά νά τά βγάζουμε πέρα. Πολύς ὁ κόσμος, ἀπό πολλά μέρη, δύσκολη ἡ ἐργασία, πολλή δυστυχῶς καί ἡ ἁμαρτία».
«Ἔχεις δίκιο, παιδί μου», εἶπε ὁ Λάζαρος. «Κι ἐγώ, κατ’ ἀνάγκην ἦλθα, γιατί πρέπει νά πουλήσω τό ἐργόχειρό μου, ὥστε νά ἔχω γιά ἀρκετό διάστημα τά ἀπαραίτητα γιά νά ζῶ. Ἔχεις δίκιο πού λές ὅτι ἔρχομαι ἀπό τά κάτω μέρη τῆς Αἰγύπτου, ἀπό τή σκήτη, τόν μοναχικό συνοικισμό, γιατί ἐκεῖ ζῶ ἐδῶ καί δεκαετίες, ὁπότε ἀρκετά σπάνια εἶναι ἀλήθεια, ἀνεβαίνω στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἀλλά μή ξεχνᾶς τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου ὅτι “ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις”. Πολλή ἡ ἁμαρτία στή μεγαλούπολη αὐτή, ἀλλά προφανῶς ὁ Θεός δίνει καί πολλές εὐκαιρίες μετανοίας καί σωτηρίας. Ἀρκεῖ βεβαίως…», κοντοστάθηκε λίγο ὁ ἀββᾶς κι ἕνα δάκρυ σάν νά ἔλαμψε στά μάτια του, «…νά θέλει κανείς τή σωτηρία του καί νά τήν ἐπιδιώκει», συμπλήρωσε τόν λόγο του. «Πῶς, Γέροντα;» ρώτησε ὁ καλόκαρδος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος βρῆκε τήν εὐκαιρία στή μέση τοῦ δρόμου νά ἐκμεταλλευτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγιασμένου, ἀπ’ ὅ,τι τοῦ φάνηκε, καλόγερου. «Πῶς νά τήν ἐπιδιώκει, ὅταν τόσες πολλές προκλήσεις καθημερινά τόν ἀποπροσανατολίζουν; Νά, γιά παράδειγμα, κοιτάξτε ἀπέναντι, λίγο παρακάτω ἀπό τό σημεῖο πού βρισκόμαστε. Βλέπετε αὐτούς πού κατεβαίνουν κάποια σκαλοπάτια; Σέ καπηλειό μπαίνουν, γιά νά φᾶνε, νά πιοῦνε, νά ἀκούσουν τραγούδια καί μουσικές πού δέν φαίνονται ὅ,τι καλύτερο… Καί ξέρετε, Γέροντα, συχνάζουν ἐκεῖ καί γυναῖκες ἀμφίβολης ἠθικῆς στάθμης καί ποιότητας. Καί δυστυχῶς, δέν εἶναι τό μόνο σημεῖο στήν πόλη. Μεγάλη, ὅπως σᾶς εἶπα, ἡ πόλη, πολλές καί οἱ ἀφορμές καί οἱ προκλήσεις γιά ἁμαρτία».
Δέν ἔσπευσε ὁ Γέροντας νά ἀπαντήσει αὐτήν τή φορά. Σάν νά προσευχόταν καί κάποια στιγμή εἶπε: «Ἄν θέλουμε τόν Κύριο, πού θά πεῖ ἄν λίγο Τόν ἀγαπᾶμε, μποροῦμε νά ζοῦμε τήν παρουσία Του, ἀποφεύγοντας ὅσο μποροῦμε τούς τόπους τῶν προκλήσεων καί τῶν ἀφορμῶν τῆς ἁμαρτίας. Γιατί πράγματι δέν εἶναι δυνατόν κανείς νά εἶναι καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν Πονηρό διάβολο. Ὅπως τό λέει ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: “οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν”. Γι’ αὐτό σοῦ εὔχομαι, παιδί μου, καί σ’ ἐσένα καί στήν οἰκογένειά σου, ἄν ἔχεις, νά ζεῖτε ὅσο μπορεῖτε μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί μέ τήν προσπάθεια νά βρίσκεστε πάνω στίς ἐντολές πού μᾶς ἔδωσε. Γιατί μέσα στίς ἅγιες ἐντολές Του κρύβεται ὁ Ἴδιος».
«Εὐλογεῖτε, Γέροντα. Νά εὔχεστε», εἶπε συγκινημένος ὁ ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε μέ ταπείνωση καί φίλησε τό ροζιασμένο χέρι τοῦ ἁγίου καλόγερου, τοῦ ἀββᾶ πού ὁ Θεός τόν ἔφερε στόν δρόμο του.
«Στήν εὐχή τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας μας, παιδί μου. Στό καλό καί ὁ Χριστός νά εἶναι πάντοτε μαζί σου».
⁂
Κάθισε γιά λίγο ἀκόμη ὁ Γέροντας, προβληματισμένος ὅμως ἰδιαίτερα ἀπό τόν διάλογο μέ τόν σεμνό αὐτόν ἄνθρωπο. Τά λόγια πού μέ πόνο τοῦ εἶχε πεῖ, τόν ἔκαναν νά δακρύζει καί νά πονᾶνε τήν καρδιά του. «Πολλή ἡ ἁμαρτία, Γέροντα, πολλή!»
Ἔκανε νά σηκωθεῖ γιά νά μαζέψει τά καλάθια του καί νά προχωρήσει στόν τόπο πού συνήθιζε νά τά πηγαίνει. Μά μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του ξέκρινε μιά μαύρη φιγούρα, στόν ἀπέναντι δρόμο λίγο παρακάτω, ἐκεῖ πού ἦταν τό καπηλειό, πού τοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Κοίταξε κι ἔμεινε ἀποσβολωμένος. Οὔτε κεραυνός νά τόν εἶχε κτυπήσει. Ἔνας νεαρός καλόγερος, μέ ἄνεση καί σβελτάδα, κατέβαινε τά σκαλοπάτια τοῦ κακόφημου μαγαζιοῦ. «Δέν εἶναι δυνατόν!» σκέφτηκε. «Μά πῶς; Τί δουλειά ἔχει ἐκεῖ;» Ξανακάθισε γιά νά σκεφτεῖ. Δέν μποροῦσε νά παρέλθει τό γεγονός ἔτσι, σάν νά μήν εἶχε δεῖ τίποτα. Ἄρχισε νά προσεύχεται νά τόν φωτίσει ὁ Θεός· νά φωτίσει καί τόν νέο καλόγερο πού βρισκόταν ἤδη μέσα στό καπηλειό. Προσπάθησε νά κάνει καλό λογισμό. «Μήπως βρέθηκε ἐκεῖ γιατί ἦταν σταλμένος ἀπό τό μοναστήρι του γιά κάποια ἀποστολή; Μακάρι νά ἦταν ἔτσι. Μά, τέτοιες ἀποστολές, ἄν ὑπάρχουν, ἀναλαμβάνουν συνήθως οἱ μεγαλύτεροι σέ ἡλικία, καί ποτέ βεβαίως μόνοι τους. Πάντοτε συνοδεύονται καί ἀπό κάποιον ἄλλον. “Οὐαί τῷ ἑνί”, πού λέει ὁ ἁγιογραφικός λόγος. Λοιπόν, δέν πρόκειται μᾶλλον γιά ἀποστολή ἤ πολύ περισσότερο γιά ἱεραποστολή».
«Θά καθίσω νά μάθω», σιγοψιθύρισε στόν ἑαυτό του. «Πρέπει νά μάθω, γιατί εἶναι καλόγερος. Τί δουλειά ἔχει σέ τέτοιους τόπους;»
Δέν ἔφυγε. Ὁ κόσμος πού περνοῦσε καί τόν ἔβλεπε, παρατηροῦσε ἕναν καλόγερο προχωρημένης ἡλικίας, μέ μάτια χαμηλωμένα πού ἡ ἀναπνοή του διακοπτόταν κατά καιρούς ἀπό ἀναστεναγμούς, ἐνῶ μ’ ἕναν μαντήλι σκούπιζε διαρκῶς τά δακρυσμένα μάτια του. Κάποια στιγμή μόνο τά σήκωσε, γιατί ἀρώματα βαριά κέντρισαν τήν ὄσφρησή του. Μιά νέα σχετικά γυναίκα, βαμμένη καί ντυμένη προκλητικά, τόν εἶχε πλησιάσει καί τόν κοίταζε μέ τρόπο αὐθάδη κι ἄσεμνο. Τήν κοίταξε σάν νά ’βλεπε τόν διάβολο νά παίζει στό πρόσωπό της καί τά δάκρυά του πολλαπλασιάστηκαν. Ἡ γυναίκα ντράπηκε, ψιθύρισε ἕνα «συγγνώμη, πάτερ», καί γρήγορα προχώρησε γιά νά κατέβει κι αὐτή σέ λίγο στό καπηλειό. Ὁ συγκεκριμένος τόπος ἦταν ὁ τόπος της. Ἐκεῖ ἔβρισκε αὐτό πού ἤθελε καί ἀποτελοῦσε τή δουλειά της. Ἡ εἰκόνα τοῦ Γέροντα σάν ἕνα μικρό ἀγκάθι φευγαλέα τή συνόδεψε γιά λίγα λεπτά, γιά νά ἐξανεμιστεῖ ὅμως τάχιστα ἀπό τά τραγούδια τοῦ κέντρου, ἀπό τά πρῶτα ποτά, ἀπό τά πρῶτα πονηρά πειράγματα τῶν ἀνδρῶν. Ἐκεῖνο πού τήν παραξένεψε καί ἀποτέλεσε ἕνα δεύτερο μικρό κεντρί ἦταν ἡ εἰκόνα σ’ ἕνα τραπέζι ἑνός νέου καλόγερου, πού ἔδειχνε νά μετέχει στήν ὅλη κατάσταση καί νά τήν ἀπολαμβάνει. Γρήγορα ὅμως ξεπέρασε κι αὐτό τό κεντρί – ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τά ἔσβηνε καί τά σκέπαζε ὅλα.
⁂
Κάποια στιγμή ὁ Γερο-Λάζαρος εἶδε τόν καλόγερο τοῦ καπηλειοῦ νά ἐξέρχεται ἀναψοκοκκινισμένος καί μέ εὔθυμη διάθεση. Τόν πλησίασε γρήγορα τήν ὥρα πού ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά βάλει καί νά φτιάξει τόν καλογερικό σκοῦφο στό κεφάλι του. «Εὐλόγησον, ἀδελφέ», τοῦ εἶπε χαμηλόφωνα, καί τόν ἔπιασε ἀπό τό μπράτσο. «Μπορῶ νά σοῦ πῶ κάτι ἰδιαιτέρως;» Ὁ νεαρός καλόγερος σάν χαμένος τόν ἀκολούθησε. Ἡ εὔθυμη διάθεσή του φάνηκε νά τόν ἐγκαταλείπει. Πῆγαν σέ μία ἀπόμερη γωνιά πού δέν πολυπερνοῦσε κόσμος.
«Τί συμβαίνει, Γέροντα;» εἶπε στό τέλος, προσπαθώντας νά ἀνακτήσει τόν ἔλεγχο τῆς κατάστασης, πού προσωρινά φάνηκε ὅτι τήν εἶχε χάσει. «Γιατί μέ σέρνεις ἐδῶ; Γνωριζόμαστε;» Τό κρασί τοῦ προκαλοῦσε μία ἐλαφρά ζαλάδα, ἀλλά καί ἕνα εἶδος αὐθάδειας καί ἀλαζονείας. «Ἀπό ποῦ ξεφύτρωσε κι αὐτός;» σκέφτηκε.
«Ἄκου, παιδί μου», ἄρχισε νά λέει μέ μεγάλη σεμνότητα, ταπείνωση καί ἀγάπη ὁ Γερο-Λάζαρος. «Σέ βλέπω σάν τόν Κύριο, εἶσαι ἀδελφός μου, γι’ αὐτό καί δέν μπορῶ νά μήν ἐπέμβω σ’ αὐτά πού βλέπω».
«Καί σάν τί βλέπεις δηλαδή;» ἔκανε ὁ καλόγερος πού εἶδε τήν καρδιά του νά σκληραίνει, παίρνοντας ἀμέσως ἀμυντική στάση ἀπέναντι στον Γέροντα ἀσκητή.
«Κύριε ἀδελφέ», συνέχισε ὁ ἀσκητής παραβλέποντας τήν ἀντίδραση τοῦ νέου, «δέν ξέρεις ὄτι φορᾶς τό ἅγιο σχῆμα; Δέν ξέρεις ὅτι εἶσαι νέος; Δέν ξέρεις ὅτι πολλές εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου; Δέν ξέρεις ὅτι κι ἀπό τά μάτια κι ἀπό τήν ἀκοή κι ἀπό τίς χειρονομίες βλάπτονται οἱ μοναχοί, ὅταν ζοῦν στίς πόλεις; Ἐσύ ὅμως, μπαίνοντας χωρίς φόβο στά καπηλειά, κι ἐκεῖνα πού δέν θέλεις ἀκοῦς κι ἐκεῖνα πού δέν θέλεις βλέπεις καί συναναστρέφεσαι κι ἄσεμνα μέ γυναῖκες. Μή, σέ παρακαλῶ, ἀλλά πήγαινε στήν ἔρημο, ὅπου μπορεῖς νά σωθεῖς, ὅπως τό θέλεις».
Ἔκανε νά τόν ἀγκαλιάσει τόν καλόγερο ὁ Λάζαρος, μά ἐκεῖνος ἀποτραβήχτηκε ἐνστικτωδῶς. «Αὐτό μᾶς ἔλειπε δά», σκεφτόταν, «ἕνας γέρος νά θέλει νά μοῦ κάνει τόν δάσκαλο, λές καί δέν ξέρω τί κουμάσια εἶναι κι αὐτοί οἱ γέροι!» Σκλήρυνε τή φωνή του καί ἀπάντησε ἀπότομα: «Ἄντε τράβα ἀπό δῶ, καλόγερε, πού μοῦ κάνεις τόν ἅγιο καί τον πολύξερο. Τί μοῦ λές τά λόγια αὐτά, λές καί ἀγνοεῖς – μπορεῖ ὅμως καί νά τά ἀγνοεῖς, ἔστω κι ἄν εἶσαι γέρος – ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά «καρδίαν καθαράν»; Ἀκοῦς λοιπόν; «Καρδίαν καθαράν» ζητάει ἀπό μᾶς ὁ Θεός καί ὄχι τό ποῦ πηγαίνουμε καί ποῦ συχνάζουμε. Παντοῦ δέν εἶναι ὁ Θεός; Κι ἐδῶ καί στό μοναστήρι, ἀλλά καί στό καπηλειό. Λοιπόν, ἐγώ καί στό καπηλειό τόν Θεό Τόν βλέπω. Δέν εἶναι ὁ τόπος πού ἐμποδίζει. Ἡ βρώμικη καρδιά εἶναι τό ἐμπόδιο. Μάθε καί κάτι ἀπό μᾶς τούς νέους καί τούς πιό μορφωμένους».
Ὁ ἀββᾶς κατάλαβε. Ἡ καρδιά τοῦ νεαροῦ ἦταν σκληρυμένη καί ἀνεπίδεκτη ἀπό λόγο Θεοῦ. Τό πρόσωπό του ἄλλωστε τό ἔδειχνε καθαρά: ἦταν σάν μία μάσκα ἀνέκφραστη, ἐνῶ τά μάτια του, κυρίως αὐτά, φαίνονταν τόσο ταραγμένα, πού ἀσυναίσθητα ὁ ἀσκητής ἔστρεψε ἀλλοῦ τά δικά του. Δέν θέλησε νά συνεχίσει – ἦταν ἐντελῶς μάταιο. «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», σκέφτηκε τόν λόγο τοῦ μεγάλου ἀποστόλου.
Τότε, ἀργά καί μέ τρόπο πού ἔδειχνε τή δραματικότητα τῆς στιγμῆς πού ζοῦσε, ὁ Λάζαρος ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν Οὐρανό καί εἶπε: «Δόξα Σοι, Θεέ μεγαλοδύναμε, ἐπειδή ἔχω στή Σκήτη πενήντα χρόνια κι ἀκόμα δέν ἀπόκτησα “καρδίαν καθαράν”. Κι ὁ ἀδελφός αὐτός, γυρίζοντας στά καπηλειά, ἀπόκτησε “καρδίαν καθαράν”».
Ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω ὁ Γερο-Λάζαρος, ὁ ἀσκητής, ὁ ὑποπιαστής τοῦ σώματος, ὁ ἀγαπημένος τοῦ Κυρίου, στράφηκε μέ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν καλόγερο, ὁ ὁποῖος φαινόταν, παρόλη τή σκληρότητά του νά τά ἔχει πιά λίγο χαμένα, καί τόν ἀποχαιρέτισε μέ τήν εὐχή· «Ὁ Θεός κι ἐσένα νά σώσει κι ἐμένα νά μή μέ διαψεύσει ἀπό τήν ἐλπίδα μου».
Τά βήματά του ἀργά τόν ἔσυραν ἐκεῖ πού εἶχε ἀφήσει τό ἐργόχειρό του. Ἤξερε ὅμως ὅτι εἶχε νά κάνει διπλάσιο τώρα ἀσκητικό ἀγώνα: νά ἀναπληρώνει ὅσο μπορεῖ τό ἔλλειμμα καί τοῦ νεαροῦ ἄγνωστου καλόγερου.
(Ἀπό τό “Λειμωνάριον” τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 194)