Σκοπός τοῦ εὐχελαίου
ἦταν καί εἶναι
«ἡ ἴαση τοῦ σώματος
ἀπό ἀσθένειες
καί ἔπειτα ἡ ἴαση
τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία»
ἦταν καί εἶναι
«ἡ ἴαση τοῦ σώματος
ἀπό ἀσθένειες
καί ἔπειτα ἡ ἴαση
τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία»
Τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Γνωρίζουμε ὅτι Ἕνα εἶναι τό μυστήριο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ Θεία Εὐχαριστία καί ὅλα τά ἄλλα μυστήρια βρίσκονταν ἀρχικῶς μέσα σέ αὐτό. Ἔτσι ἔγινε καί μέ τό Εὐχέλαιο. Ὅμως, γιά πολλούς χριστιανούς σήμερα, τό Εὐχέλαιο ἀποτελεῖ μιά τελετή πού μπορεῖ νά γίνει γιά ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο ἐκτός ἀπό αὐτόν γιά τό ὁποῖο δημιουργήθηκε ἀπό παλαιά, ἤδη ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους ἀπό τόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο. Ἐάν θέλαμε νά προσδιορίσουμε τόν χαρακτήρα τοῦ μυστηρίου θά λέγαμε ὅτι δι᾽αὐτοῦ δεικνύεται ἡ μεγάλη ἀγάπη καί μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιά τόν πεσμένο ἄνθρωπο. Πράγματι, ἐνῶ ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο νά μήν πεθαίνει, μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ἀσθένεια καί ὡς συνέπεια αὐτῆς ὁ θάνατος, εἶναι πλέον ἕνα γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὅμως ὁ Θεός καί σέ αὐτήν τήν δεινή κατάσταση δέν ἔπαψε νά ἐνδιαφέρεται γιά τό πλάσμα Του.
Ὁ Χριστός, ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί μέ τήν Ἀνάληψή Του τοποθέτησε τήν ἀνθρώπινη φύση, πού καί ὁ Ἴδιος ἔλαβε, στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἀλλά καί στήν συνέχεια, διά τῶν ἀποστόλων Του, βρίσκεται πάλι κοντά στούς ἀνθρώπους μέσῳ τῶν θείων μυστηρίων. Ἐπειδή γνώριζε τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί τόν ἀφόρητο πόνο πού ὑφίστανται τά σώματα «ἐφοδίασε» ὡς δῶρο τά μυστήρια. Ἔτσι, τό εὐχέλαιο, ἀνακουφίζει τόν ἀνθρώπινο πόνο ἤ ἀκόμα θεραπεύει τίς ἀσθένειες ἀφοῦ διαβάζουμε : «καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα».
Πρωταρχικός, λοιπόν, σκοπός τοῦ εὐχελαίου ἦταν καί εἶναι «ἡ ἴαση τοῦ σώματος ἀπό ἀσθένειες καί ἔπειτα ἡ ἴαση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία». Αὐτή ἡ φράση ὅμως δημιουργεῖ μιά εὔλογη ἀπορία. Μέ τό εὐχέλαιο συγχωροῦνται καί οἱ ἁμαρτίες; Ἐδῶ χρειάζεται ἡ συνδρομή τῶν λειτουργιολόγων καθηγητῶν τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, γιά νά μᾶς ὑποδείξουν πῶς ἑρμηνεύεται τό κείμενο αὐτό. Πάντως, πιθανή ἑξήγηση εἶναι ὅτι οἱ πιστοί πρίν ἤ μετά τό εὐχέλαιο ἐξομολογοῦνταν τά ἁμαρτήματά τους. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ ὕπαρξη τῶν συγχωρητικῶν εὐχῶν στό μυστήριο αὐτό. Ὅμως μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ καί μέ τήν ἔννοια τῶν συνεπειῶν τῆς ἁμαρτίας στό στό τροπάριο τοῦ παρακλητικοῦ κανόνα τῆς Παναγίας : « Ἀπό τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τό σῶμα ἀσθενεῖ μου καί ἡ ψυχή».
Πάντως, εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ σχέση σώματος καί ψυχῆς εἶναι ἀλληλένδετη ἀφοῦ μεταξύ τους βρίσκονται σέ σχέση γενετική δηλαδή τό ἕνα ἐπηρεάζει τό ἄλλο καθοριστικά. Στεναχωριέται κάποιος γιά κάποιο θέμα πονᾶ τό στομάχι του. Ὑποφέρει ἀπό ἕναν πονοκέφαλο χαλάει ἡ ψυχική του διάθεση. Ἡ ψυχή καί τό σῶμα, λοιπόν, εἶναι ἕνα ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο καί μάλιστα ὅταν τήν ὤρα τοῦ θανάτου πρέπει νά χωρίσει, ὁ χωρισμός γίνεται «βιαίως». Εἶναι περιττό νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ βοήθεια τοῦ εὐχελαίου δέν σχετίζεται μέ τίς ἀναλγητικές ὄντως ἰδιότητες τοῦ ἐλαίου ἀλλά μέ τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων.
Καλοῦμε λοιπόν τόν ἱερέα ὅταν ἔχουμε κάποιον πού ἀσθενεῖ, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι δέν θά ἐπισκευθοῦμε τόν γιατρό ἀφοῦ καί τίς ἐπιστήμες, καί εἰδικά τήν ἰατρική ἐπιστήμη, εὐλόγησε ὁ Θεός γιά νά ἀνακουφίζεται ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος τόσο βασανίζεται ψυχοσωματικά στήν ἐποχή μας.