«Καί οἷς ἐπίστασαι κρίμασι, σῶσόν με τόν ἀνάξιον δοῦλόν σου».
Ψάλαμε, ἀδελφοί μου, καί ἀπόψε τήν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου, μία ἀπό τίς πολλές κατανυκτικές ἀκολουθίες πού ὅρισε ἡ Ἐκκλησία μας νά ψάλλονται κατά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καί ἡ ὁποία μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας ἀλλά καί τῆς ἐξομολογήσεως τῆς ἁμαρτωλότητός μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νά κερδίσουμε τή σωτηρία μας.
Ὅμως ἡ σωτηρία δέν εἶναι κάτι τό ὁποῖο μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε μόνο μέ τίς δικές μας προσπάθειες, μέ τόν δικό μας ἀγώνα ἤ μέ τά καλά ἔργα καί τίς ἀρετές μας. Γιά τή σωτηρία μας εἶναι ἀπαραίτητη ἡ χάρη καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία καί θά πρέπει νά ζητοῦμε, παράλληλα μέ τήν προσπάθειά μας καί τόν ἀγώνα μας γι᾽ αὐτήν.
Διότι δέν εἴμαστε μόνο ἐμεῖς πού ἐνδιαφερόμασθε γιά τή σωτηρία μας. Ἐνδιαφέρεται καί ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»· καί γι᾽ αὐτό φροντίζει μέ κάθε τρόπο νά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία, ἐφόσον διακρίνει στήν ψυχή μας τή διάθεση καί βλέπει τήν προσπάθειά μας.
Βεβαίως ὁ Θεός ἔχει τούς δικούς του τρόπους, τούς ὁποίους μπορεῖ ἐμεῖς νά μήν εἴμαστε σέ θέση νά κατανοήσουμε, μπορεῖ νά μήν εἴμαστε σέ θέση νά καταλάβουμε τή σκοπιμότητα τήν ὁποία ἐξυπηρετοῦν καί μπορεῖ ἀκόμη νά ἀντιδροῦμε καί νά δυσανασχετοῦμε γιά γεγονότα ἤ καταστάσεις πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ἔρχονται στή ζωή μας προκειμένου νά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία, ἀλλά ἐμεῖς δέν τό ἀντιλαμβανόμασθε. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἱερός συγγραφέας τῆς εὐχῆς πού ἀκούσαμε πρό ὀλίγου παρακαλεῖ τόν Θεό νά μᾶς σώσει μέ τούς τρόπους πού Ἐκεῖνος γνωρίζει. «Καί οἷς ἐπίστασαι, κρίμασι σῶσόν με τόν ἀνάξιον δοῦλόν σου».
Καί δέν εἶναι παράξενο ὅτι ὁ Θεός ἐνεργεῖ μέ τρόπους πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε. Διότι ἡ δική μας λογική καί ὁ δικός μας νοῦς εἶναι πεπερασμένος, ἐνῶ οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ, οἱ σκέψεις καί τά σχέδιά του εἶναι ἀνεξερεύνητα καί ἀπροσπέλαστα γιά τήν ἀνθρώπινη λογική. Ὄχι μόνο γιατί ὁ Θεός εἶναι πάνσοφος καί γνωρίζει τό παρόν καί τό μέλλον, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῶν καρδιῶν μας, ὥστε νά μπορεῖ νά σχεδιάζει μέ τόν δικό του τρόπο ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμο καί σωτήριο γιά μᾶς, ἀλλά καί ἐπιπλέον, γιατί θέλει νά δοκιμάσει καί τήν πίστη μας καί τήν ἐμπιστοσύνη μας σέ Αὐτόν. Θέλει νά δεῖ, ἐάν εἴμαστε διατεθειμένοι νά ἀφήσουμε «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν» στά χέρια του καί στήν ἀγάπη του, χωρίς νά ἐξερευνοῦμε μέ περιέργεια τά σχέδιά του· θέλει ὅμως ἀκόμη καί κάποιες φορές μέ ὅσα ἐπιτρέπει νά συμβαίνουν νά μᾶς ἀφυπνίσει, νά μᾶς κάνει νά ἔρθουμε σέ ἐγρήγορση, νά στραφοῦμε πρός Αὐτόν περισσότερο, νά ἐνδιαφερθοῦμε περισσότερο γιά τήν ψυχή μας καί τή σωτηρία της.
Καί ἕνα τέτοιο γεγονός ζοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες στήν περιοχή μας, ἐδῶ στόν Σχοινά, μέ τήν ἄρρητη εὐωδία πού ἐμφανίσθηκε ἀπό τήν περασμένη Κυριακή σέ ἕνα σημεῖο ὅπου δέν ὑπάρχει κάτι ἐμφανές ἀπό τό ὁποῖο νά προέρχεται ἡ εὐωδία αὐτή, πίσω ἀπό τό ἱερό βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου
Εἶναι φυσικό, βεβαίως, ὅλοι νά θέλουμε νά διαπιστώσουμε ἀπό ποῦ προέρχεται καί σέ τί ὀφείλεται, ἀλλά δέν θά πρέπει οὔτε νά βιαζόμαστε, οὔτε νά ὑπερβάλλουμε, οὔτε νά ἀπιστοῦμε, οὔτε νά τό ἀντιμετωπίζουμε μέ περιέργεια καί μόνο ἀνθρώπινη.
Ἀσφαλῶς εἶναι κάτι ἀσυνήθιστο καί παράξενο, τήν αἰτία τοῦ ὁποίου ὅλοι θά θέλαμε νά πληροφορηθοῦμε. Θά πρέπει ὅμως νά ἔχουμε καί ὑπομονή καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.
Ἐκεῖνος θά δείξει, ὅταν κρίνει ὅτι εἶναι ἡ ὥρα καί μέ τόν τρόπο πού θά κρίνει, ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ εὐωδία καί τί δηλώνει. Δέν ἀποκλείεται βεβαίως νά μήν ἀποκαλυφθεῖ τώρα ἤ νά ἐξαφανισθεῖ ἡ εὐωδία γιά λόγους πού ὁ Θεός κρίνει. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε οὔτε νά ἐκβιάζουμε τόν Θεό νά μᾶς ἀποκαλύψει οὔτε νά παρασυρόμασθε σέ ἑρμηνεῖες καί ἀναλύσεις γιά θέματα πού δέν γνωρίζουμε καί δέν κατέχουμε.
Ἄς ἀξιοποιήσουμε αὐτή τήν εὐκαιρία ὡς μία πνευματική εὐκαιρία πού μᾶς προσφέρει ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας. Ἄς τήν ἀξιοποιήσουμε ὡς μία εὐκαιρία προσευχῆς αὐτή τήν κατανυκτική περίοδο, καί ἄς τόν παρακαλέσουμε, ἄν τό κρίνει, νά μᾶς ἀποκαλύψει τήν αἰτία αὐτῆς τῆς εὐωδίας.
Ἄς ἔχουμε ὅμως πάνω ἀπό ὅλα ὑπομονή καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, καί ἄς προσπαθοῦμε μέ τόν προσωπικό μας ἀγώνα, μέ τή μετάνοιά μας, μέ τά καλά μας ἔργα καί τίς ἀρετές πού προσπαθοῦμε νά καλλιεργήσουμε στήν ψυχή μας, νά τοῦ ἀντιπροσφέρουμε «εὐωδία πνευματική», ἀναμένοντας μέ ταπείνωση ὅ,τι ὁ Θεός ἐπιτρέψει νά μᾶς δείξει καί σέ αὐτήν τήν περίπτωση.