Αν και οι περισσότεροι είμαστε βαφτισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί, κυριαρχούν πολλοί μύθοι σ’ αυτά που νομίζουμε για τη θρησκεία και την Εκκλησία. Οι μύθοι αυτοί είναι τόσο πολλοί, που θα μπορούσε να γραφτεί γι’ αυτούς ολόκληρο βιβλίο. Διαλέξαμε πέντε, για λόγους χώρου, και θα τους σχολιάσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία… (Οι Μύθοι 2 και 3 προέρχονται από επιρροές ιδεών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που πέρασαν σιγά σιγά στη νοοτροπία των Ελλήνων ως δήθεν ιδέες της Ορθοδοξίας).

Μύθος 1) Ότι «η ύπαρξη του Θεού δεν αποδεικνύεται». Ο Ιησούς Χριστός και οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού (που κάποιοι απ’ αυτούς υπάρχουν και σήμερα) δε μας άφησαν δόγματα ή θεωρίες, αλλά ένα δρόμο, που, όποιος τον ακολουθήσει, θεραπεύει την ψυχή του από τα πάθη και φέρνει μέσα του την ταπεινή και ανιδιοτελή αγάπη για όλους τους ανθρώπους και για όλα τα όντα. 
Οι περισσότεροι από μας ακολουθούμε αυτό το δρόμο χλιαρά και μέτρια. Όχι μόνο γιατί δεν αγαπάμε τους εχθρούς μας, δεν αγαπάμε κάθε άνθρωπο όσο την οικογένειά μας, δεν αγαπάμε εκείνους που θεωρούμε ότι δεν αξίζουν αγάπη, δεν προτιμάμε να ωφεληθεί ο άλλος αντί για μας, δεν αγαπάμε το Θεό (μόνο απαιτούμε απ’ Αυτόν) κ.τ.λ., αλλά και δε θέλουμε ούτε να προσπαθήσουμε ν’ αγαπήσουμε τόσο πολύ. Προτιμάμε να πούμε πως ο Χριστός έκανε λάθος, όταν τα δίδαξε αυτά, παρά να παραδεχτούμε πως από δική μας προσωπική δειλία, αδυναμία, εγωισμό ή κακία δε μπορούμε να τα εφαρμόσουμε.
Όμως υπάρχουν άνθρωποι (ακόμη και γύρω μας) που προοδεύουν πνευματικά σ’ αυτό το δρόμο της ταπεινής αγάπης. Όποιος λοιπόν προοδεύει πάρα πολύ, ενώνεται με την αγαθή ενέργεια του Θεού (τη «θεία χάρη») και φτάνει στο σημείο να έχει προσωπική και άμεση γνώση της ύπαρξης του Θεού, καθώς και της ταυτότητάς Του – δηλ. «βλέπει» πια ότι ο Θεός είναι η Αγία Τριάδα και όχι αυτά που νομίζουν ως θεούς οι διάφορες θρησκείες.
Στα τελικά στάδια αυτού του δρόμου, ο άνθρωπος είναι άγιος, θαυματουργός ενώ ακόμα ζει σ’ αυτή τη ζωή. Αλλά και στα πρώτα στάδια, έχει μια αγιότητα, έστω και μικρή. Θα πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι στο πρώτο πραγματικό στάδιο βρίσκεται εκείνος, που αγαπά και συγχωρεί μέσα του κάθε άνθρωπο, όσο κακός κι αν είναι. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ξέρετε τέτοιους ανθρώπους.
Όλα όσα διδάσκει η Ορθοδοξία προέρχονται από την άμεση εμπειρία και γνώση των αγίων, που βρίσκονται στα τελικά στάδια του ορθόδοξου δρόμου και είναι πλέον τόσο ενωμένοι με το Θεό, ώστε γίνονται θεϊκά πλάσματα, γεμάτα ειρήνη και φως και με γνώση όλων των πνευματικών καταστάσεων. Η εμπειρία αυτή ελέγχεται πολύ προσεχτικά και ξεχωρίζεται από ψεύτικες εμπειρίες και δήθεν «υπερφυσικά» χαρίσματα ή βιώματα, που εντοπίζονται και απορρίπτονται. Και όλα όσα υπάρχουν στη χριστιανική ζωή (το βάφτισμα, η θεία μετάληψη, η προσευχή, η εξομολόγηση, η νηστεία κ.τ.λ.), υπάρχουν για να βοηθήσουν τον άνθρωπο να βαδίσει αυτό το δρόμο σωστά και να προχωρήσει πολύ, αν φυσικά το θέλει. Τον βοηθούν και με τη θεία χάρη που φέρνουν στην καρδιά του, αλλά και με το να τον ενώνουν με όλους τους ανθρώπους, καθώς εντάσσουν τη ζωή του στο πανανθρώπινο «Σώμα του Χριστού», την Εκκλησία (δηλ. το σύνολο των χριστιανών). Χρειάζεται ταπεινή καρδιά για να δεχτεί κάποιος αυτή την ένταξη – και αυτή η ταπείνωση είναι η πνευματική «θεραπευτική του αγωγή».
Αυτός ο δρόμος της θεραπείας από τα πάθη και της ένωσης με τον Τριαδικό Θεό διά του Χριστού, με θεμέλιο την ταπείνωση (όπως και ο Θεός είναι ταπεινός), θα λέγαμε πως είναι η κυριότερη διαφορά της Ορθοδοξίας (που είναι η αρχαία, πρωταρχική μορφή του χριστιανισμού) από τις διάφορες θρησκείες, αλλά και τις χριστιανικές αιρέσεις που κυκλοφορούν στην εποχή μας και στο παρελθόν.

[Βλ. περισσότερα στην ενότητα άρθρων με θέμα «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία», και στο άρθρο: Πώς ξέρουμε σίγουρα ότι υπάρχει Θεός; ]

Μύθος 2) Ότι, κατά το χριστιανισμό, «ο Θεός έχει κατασκευάσει την κόλαση για να τιμωρεί αιώνια τους αμαρτωλούς». Κατά τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας, κόλαση και παράδεισος είναι η διαφορετική αντιμετώπιση της αγάπης και του φωτός του Θεού από τον άνθρωπο, και εδώ και στην αιωνιότητα. 
Οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο έχοντας προχωρήσει προς το Χριστό με καθαρή καρδιά, μετά θάνατον προγεύονται την απερίγραπτη ευτυχία που προκαλεί η σχέση με το Χριστό, η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η ευτυχία αυτή είναι ανάλογη με την καλοσύνη τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «παράδεισο».
Αντίθετα, εκείνοι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο περιορίζοντας την αγάπη τους στον εγωιστικό εαυτό τους, στον ουρανό προγεύονται την οδύνη που προκαλεί η σχέση με το Χριστό (τον οποίο δεν αγαπούν), η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η οδύνη αυτή είναι ανάλογη με την παραμόρφωση που τους έχει προκαλέσει ο εγωισμός τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «κόλαση».
«Πρέπει να ξέρουμε ότι ο Θεός δεν κολάζει κανένα, αλλά ο καθένας κάνει τον εαυτό του δεκτικό της μετοχής στο Θεό. Η μετοχή στο Θεό είναι απόλαυση και η αμεθεξία στο Θεό κόλαση» (άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός)[1].
Όσα λέει για την κόλαση το Ευαγγέλιο (π.χ. το κατά Ματθαίον, κεφ. 25, στίχοι 31-46), δεν πρέπει να τα κατανοήσουμε ανθρωπόμορφα, αλλά μέσα στα πλαίσια της αγάπης του Θεού προς όλους τους ανθρώπους και προς όλα τα πλάσματα. Ο Θεός δεν «στέλνει στην κόλαση» τους αμετανόητους αμαρτωλούς, αλλά η ίδια η κατάσταση της ψυχής τους είναι η κόλαση. Η κατάσταση, που δεν τους επιτρέπει να γευτούν την απερίγραπτη ευτυχία του παραδείσου.
Στην κόλαση δεν υπάρχει μετάνοια, όχι επειδή ο Θεός δεν τη δέχεται, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι πια εγωιστής και σκληρός. Γι’ αυτό και η κόλαση θα είναι αιώνια, όπως και ο παράδεισος.

Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου, που είναι γραμμένο στο Γεροντικό (ένα αρχαίο βιβλίο που παραθέτει τις ιστορίες των αγίων ασκητών της ερήμου), μας αποδεικνύει ότι η κόλαση σχετίζεται με τη μοναξιά, αφού ο άνθρωπος, απορρίπτοντας την αγάπη, έχει απομονώσει τον εαυτό του. Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο, ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».
Είπαμε ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από αυτό το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του.

Μύθος 3) Ότι «ο ιερέας είναι αντιπρόσωπος του Θεού στη Γη». Ο Θεός δε χρειάζεται αντιπροσώπους, ούτε μεσάζοντες. Ο άνθρωπος, με την προσευχή του (όταν φυσικά βγαίνει απ’ την καρδιά του), επικοινωνεί απευθείας μαζί Του. Στην πραγματικότητα, το αντίθετο συμβαίνει: ο ιερέας είναι εκπρόσωπος των ανθρώπων προς το Θεό. 
Κατά την Ορθοδοξία, όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί είμαστε ιερείς, άντρες και γυναίκες. Έχουμε το χάρισμα της «γενικής ιεροσύνης», που το παίρνουμε με το μυστήριο του χρίσματος, όταν δηλ. ο παπάς βάζει άγιο μύρο στο νεοφώτιστο (τον «μυρώνει») μετά τη βάφτιση. Έτσι, όλοι μαζί – όλος ο λαός – τελούμε τη θεία λειτουργία και τις άλλες θρησκευτικές τελετές. Κάποιος όμως θα πρέπει να βάλει τα χέρια του στην αγία τράπεζα, να πιάσει το ψωμί, το κρασί κ.τ.λ., να φροντίσει για την ψυχή μας και να μας βοηθήσει στο δρόμο της ένωσής μας με το Θεό. Αυτός είναι ο ιερέας, που έχει το χάρισμα της «ειδικής ιεροσύνης», με το οποίο: δεν έχει κανενός είδους εξουσία πάνω στο λαό, ούτε ιδιαίτερα προνόμια απέναντι στο Θεό, αλλά αντίθετα, έχει τη βαριά ευθύνη να βοηθήσει τον καθένα από μας να προοδεύσει πνευματικά και ηθικά, να πλησιάσει το Θεό και να ενωθεί με Αυτόν.
Γι’ αυτό, στη θεία λειτουργία, ο ιερέας μεταλαβαίνει πρώτος και μετά ο ίδιος μεταλαβαίνει τους άλλους χριστιανούς: γιατί ο ίδιος έχει τόσο βαρύ φορτίο και τόσο μεγάλη ευθύνη (ενώ είναι ένας αμαρτωλός άνθρωπος, όπως εμείς), που πρέπει πρώτα να πάρει τη δύναμη που προσφέρει ο Θεός, μέσω της θείας μετάληψης, για να μπορέσει έπειτα να ωφελήσει και τους άλλους.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (συγγραφέας της λειτουργίας που γίνεται κάθε Κυριακή) λέει:
«Όταν έρχεται η ώρα της τελέσεως των υπερθαύμαστων μυστηρίων, εύχεται ο ιερέας στο λαό και ο λαός στον ιερέα, αφού η φράση “και μετά του πνεύματος σου” δε σημαίνει τίποτε άλλο από αυτήν την ανταπόδοση της ευχής. Αλλά και οι ευχές (=προσευχές) που αναπέμπονται κατά την τέλεση της Ευχαριστίας (θείας μετάληψης) λέγονται από κοινού. Δεν προσφέρει λοιπόν την Ευχαριστία ο ιερέας μόνος, αλλά μαζί του και όλος ο λαός. Κάνει την αρχή βέβαια ο ιερέας με τον πρώτο λόγο, αλλά, αφού, στη συνέχεια, συμφωνήσουν όλοι ότι “αξίως και δικαίως” γίνεται τούτο, τότε αρχίζει την ευχή της Ευχαριστίας. Και γιατί θαυμάζεις ακούγοντας ότι ο λαός εύχεται μαζί με τον ιερέα, όταν αυτός ο λαός και με αυτά τα ίδια τα χερουβείμ και τις άνω δυνάμεις τους ιερούς εκείνους ύμνους αναπέμπει;» (Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. Τόμος 19ος, σελ. 486, 488 – εδώ).

Ας εξηγήσουμε εδώ ότι «Εκκλησία» δεν είναι το κτήριο όπου λατρεύουμε το Θεό, ούτε μια οργάνωση με στελέχη παπάδες και δεσποτάδες (ιερείς και επισκόπους), αλλά το σύνολο των ορθόδοξων χριστιανών, ενωμένο με το Χριστό, τους αγγέλους και τους αγίους. Οι ιερείς είναι μέλη της Εκκλησίας, όπως κι εμείς. Οι ίδιες ακριβώς εντολές του Θεού ισχύουν και για τους ιερείς και για τους μοναχούς και για μας τους «λαϊκούς». Εξάλλου, από μας προέρχονται και οι ιερείς. 
Στις μέρες μας υπάρχουν πολλοί άξιοι και καλοί ιερείς, αλλά και αρκετοί άγιοι ιερείς[2]. Αν έχουμε τη γνώμη πως χρειαζόμαστε τέτοιους παπάδες για να φτάσουμε κάπου, ας τους αναζητήσουμε – ασφαλώς και στην πόλη σας υπάρχει κάποιος, αναζητήστε τον.
Επίσης, να πούμε ότι ο Θεός, κατά το χριστιανισμό, δεν είναι μόνο «ο Πατέρας του Χριστού», αλλά ολόκληρη η Αγία Τριάδα: ο Πατέρας, ο Υιός (που έγινε άνθρωπος και είναι ο Ιησούς Χριστός) και ένα τρίτο Πρόσωπο, το Άγιο Πνεύμα. Αυτά τα ονόματα τα δίδαξε ο Χριστός, όταν ήρθε στη Γη, και είπε για τον εαυτό Του πως είναι το ένα από τα τρία αυτά μεγάλα Πνεύματα, ο Υιός.
Τα τρία αυτά Πνεύματα είναι πάντα ενωμένα μεταξύ Τους με την ουσία του Πατέρα (Αυτός έδωσε και δίνει ζωή στα άλλα δύο, μεταδίδοντάς τους την ουσία Του, δηλαδή το άγνωστο και άυλο βασικό στοιχείο που τα κάνει να υπάρχουν) και με την απίστευτη και άπειρη αγάπη που έχουν μεταξύ Τους. Γι’ αυτό, δε λέμε ότι πιστεύουμε σε τρεις Θεούς, αλλά σε Ένα Θεό, που είναι τριαδικός: στην Αγία Τριάδα.
Το Άγιο Πνεύμα δεν έχει μορφή περιστεριού (έτσι εμφανίστηκε μόνο στη βάφτιση του Χριστού). Στην πραγματικότητα, δεν έχει μορφή ορατή στα δικά μας μάτια, αλλά, αν θέλουμε να Το φανταστούμε, πιο σωστό είναι να Το φανταστούμε με ανθρώπινη μορφή. Στην κανονική ορθόδοξη εικόνα της Αγίας Τριάδας, τα τρία αυτά Πρόσωπα (ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα) ζωγραφίζονται σαν τρεις άντρες, όμοιοι μεταξύ τους, με φτερά όπως των αγγέλων (από ένα επεισόδιο στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ο Θεός εμφανίστηκε στον Αβραάμ με τη μορφή τριών αντρών). Η εικόνα αυτή λέγεται «Η φιλοξενία του Αβραάμ» ή «Η Αγία Τριάς».

Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα παίρνουν τη ζωή και την ύπαρξή Τους από τον Πατέρα. Ο Πατέρας είναι η Πηγή της ζωής, γι’ αυτό δεν παίρνει ζωή από κάποιο άλλο πρόσωπο. Και τα τρία θεϊκά Πρόσωπα (πρόσωπα = όντα, υπάρξεις) υπάρχουν πριν τη δημιουργία του κόσμου και του χρόνου, γι’ αυτό λέμε ότι υπάρχουν «πάντα». Πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται Εκείνος το χρόνο, είναι τελείως άγνωστο σε μας, γιατί ο Θεός δεν είναι άνθρωπος, ούτε ον του δικού μας σύμπαντος.
Γι’ αυτό «ο Θεός είναι αγάπη» και γι’ αυτό δεν έχει ανάγκη από τη δική μας λατρεία, αλλά η λατρεία αποσκοπεί καθαρά στη δική μας ωφέλεια: γιατί είναι Ένας, αλλά δεν είναι Μόνος, ούτε ποτέ ήταν Μόνος.

Μύθος 4) Ότι «λατρεύουμε την Παναγία, το σταυρό, τους αγίους, τις εικόνες και τα άγια λείψανα».


Δε λατρεύουμε κανένα απ’ αυτά τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα. Λατρεύουμε μόνο το Θεό (την Αγία Τριάδα – δηλ. μέσα σ’ αυτήν και το Χριστό, που είναι Θεός, όπως είναι Θεός ο Πατέρας και Θεός το Άγιο Πνεύμα). Την Παναγία, τους αγίους, τους αγγέλους, τις εικόνες, το σταυρό και τα άγια λείψανα τα σεβόμαστε, τα αγαπάμε, τα τιμάμε, αλλά δεν τα λατρεύουμε.
Στην Ορθοδοξία, πράξη λατρείας είναι μόνο η θεία λειτουργία, δηλαδή εκείνη η τελετή, όπου γίνεται το μυστήριο της θείας μετάληψης (μόνο αυτή η τελετή ονομάζεται «λειτουργία»). Η τελετή αυτή είναι πάντα αφιερωμένη στο Θεό και προσφέρεται στο Θεό, όπως και η αγία τράπεζα κάθε εκκλησίας είναι αφιερωμένη σ’ Αυτόν. Στις γιορτές των αγίων και της Παναγίας, τους τιμάμε και τους εκφράζουμε το σεβασμό και την αγάπη μας, αλλά λατρεία προσφέρουμε μόνο στο Θεό.
Τις εικόνες τις ασπαζόμαστε (τις χαιρετάμε με φιλί), κρατώντας μια παλιά συνήθεια των πρώτων χριστιανών, να χαιρετιούνται μεταξύ τους με φιλί. Έτσι χαιρετάμε κι εμείς, όχι βέβαια τις εικόνες, αλλά τα πρόσωπα που είναι ζωγραφισμένα σ’ αυτές. Είναι ακριβώς όπως με τις φωτογραφίες ή τα προσωπικά αντικείμενα των αγαπημένων μας προσώπων: τα σεβόμαστε και τα αγαπάμε, γιατί μας παραπέμπουν στα πρόσωπα. Καμιά φορά μπορεί να μιλάμε στη φωτογραφία ενός δικού μας που δε βρίσκεται κοντά μας. Τα αντικείμενά του είναι για μας πολύτιμα. Τα οστά του, αν είναι νεκρός, και τον τάφο του τα αντιμετωπίζουμε με σεβασμό (ακόμη κι εκείνοι που καίνε τους νεκρούς, τη στάχτη την αντιμετωπίζουν με σεβασμό). Το ίδιο συμβαίνει με τις εικόνες ή τα ιερά λείψανα (δηλ. τα σώματα ή τα οστά) των αγίων.
Η πείρα όμως μέσα στους αιώνες έχει αποδείξει ότι ο Θεός μέσω των εικόνων και των ιερών λειψάνων φέρνει στους ανθρώπους τη θεία χάρη. Γι’ αυτό οι άγιοι κάνουν θαύματα μέσω των εικόνων και των λειψάνων τους. Και τούτο, επειδή η θεία χάρη δεν έρχεται μόνο στην ψυχή, αλλά και στο σώμα του ανθρώπου και στα αντικείμενα που συνδέονται με τον αγιασμένο άνθρωπο, και όλα αυτά αποχτούν μια ιερότητα (αυτός είναι κι ο λόγος που δεν καίμε τους νεκρούς – ενώ εκείνοι που τους καίνε, π.χ. οι Ινδοί ή οι αρχαίοι Έλληνες, αναγνωρίζουν κάποια αξία μόνο στην ψυχή, όχι στο σώμα). Αυτό δε μπορούμε να το αρνηθούμε, γιατί το βλέπουμε ακόμη και σήμερα. Και φυσικά το πιο αγιασμένο αντικείμενο, που ποτίστηκε ακόμη και με το ανθρώπινο αίμα του Θεού, όταν έγινε άνθρωπος, είναι ο σταυρός του Χριστού. Έτσι ο σταυρός απόχτησε την ιερότητα και την αξία του, αλλά και τη θεία δύναμή του (την οποία εκατομμύρια άνθρωποι, ακόμη και καθηγητές πανεπιστημίου, ακόμη και άπιστοι, έχουν διαπιστώσει στη ζωή τους).

Μύθος 5) Ότι «οι ιερείς πληρώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο ως υπάλληλοι του κράτους».

Η πραγματικότητα είναι ότι το Ελληνικό Κράτος δεσμεύτηκε το 1952 να μισθοδοτεί τους ιερείς επ’ άπειρον, ως ανταπόδοση για την περιουσία που είχε πάρει από την Εκκλησία της Ελλάδος τη δεκαετία 1922-1932, η οποία άξιζε περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο δραχμές (αστρονομικό ποσό για την εποχή)! Η ανταπόδοση αυτή ορίστηκε το 1952, επειδή τότε το Κράτος ξαναπήρε το 80% της περιουσίας που είχε απομείνει στην Εκκλησία, η οποία έμενε πια χωρίς την οικονομική δυνατότητα να φροντίζει για την επιβίωση των ιερέων και των οικογενειών τους.
Για το θέμα, διαβάζουμε στο άρθρο «Η Εκκλησιαστική περιουσία και οι υποχρεώσεις του Κράτους» (επιμ. Α. Σταλίδης, εδώ και εδώ):
«Με την από 18/9/1952 “Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων”, η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως [Θ.Ρ.: μικρό ποσόν, αν σκεφτούμε την αξία 1 δις της παραχώρησης της δεκαετίας 1922-32]. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνασα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 – ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’ άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’ αυτού. Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος που προσπαθεί μάταια να διαιωνίσει ο κ. Πάγκαλος με τις αναφορές του σε “δημόσιους υπαλλήλους”. …
Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο “ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα” (περιοδικό “Εκκλησία” 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επισήμως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν: στο Δημόσιο 43.598.000 στρέμματα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση: 15.555.200 στρ., στην Εκκλησία 1.282.300 στρ., στους Συνεταιρισμούς 1.098.400 στρ.
Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.900 γεωργική καλλιεργήσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0,48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας!
Και να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 “εγκαταλείπονται κάθε χρόνο από τους αγρότες και κτηνοτρόφους κατά μέσο όρο 162.400 αγροτικής γης ακαλλιέργητα και ανεκμετάλλευτα”. Το 1983 υπολογίστηκαν ως 4.380.000 στρέμματα οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις γης (σχεδόν 3,5 φορές μεγαλύτερες από το σύνολο της γης που ανήκει στην Εκκλησία, ενώ σήμερα θα είναι ασφαλώς πολύ περισσότερο).
Παρά ταύτα, στα μάτια κάποιων και η εναπομείνασα περιουσία φαντάζει μεγάλη. Δε λαμβάνεται όμως υπόψη ότι αυτή δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα), το καθένα από τα οποία αγωνίζεται – μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμεύσεων – να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος [ = του λαού] και της Εκκλησίας.
Δηλαδή κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός που είναι ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου), μεριμνούν για τη συνήθως μικρή περιουσία που έχουν, φροντίζοντας για την έντιμη διαχείρισή της και τηρώντας τις αυστηρές διατάξεις που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα. Η διαχείριση αυτή υπόκειται σε τακτικό έλεγχο τόσο από την Εκκλησία όσο και από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής προσφοράς, όχι και το μοναδικό, αποτελεί η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη (Αθήνα). Έχοντας στην κατοχή της σημαντική περιουσία, που την απέκτησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης των Αθηνών. Σε δωρηθέντα ακίνητά της έχουν ανεγερθεί: η Ριζάρειος Σχολή, η Ακαδημία Αθνών, το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Σκοπευτήριο, το Πτωχοκομείο, η Μαράσλειος Ακαδημία, το Θεραπευτήριο “Ευαγγελισμός”, το Αρεταίειο νοσοκομείο, η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων, το Νοσοκομείο Παίδων, το Νοσοκομείο Συγγρού, το Λαικό Νοσοκομείο “Σωτηρία”, το Ασκληπείο Βούλας, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, το ΠΙΠΚΑ Βούλας, το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, το Γηροκομείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, 142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής και πολλά άλλα…
Βεβαίως, κανείς δε φρόντισε να μνημονεύονται αυτά, έστω σε μία επιγραφή επί των ανεγερθέντων κτιρίων.
Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού. Αυτή, εν συντομία, είναι η αλήθεια …».

Μύθος 5+1) Ότι «όλες οι θρησκείες έχουν τον ίδιο Θεό».

Καμιά θρησκεία, εκτός από την Ορθοδοξία, δεν διδάσκει τον Τριαδικό Θεό, που από καθαρή αγάπη γίνεται άνθρωπος (η Μία από τις Τρεις Υποστάσεις Του) και ενώνεται με τους ανθρώπους (και μάλιστα υποφέρει και πεθαίνει από τα χέρια τους) για να δώσει τη δυνατότητα σε όλους – ακόμη και στους πιο αμαρτωλούς – να ενωθούν με το Θεό.
Οι μονοθεϊστικές θρησκείες, όπως το Ισλάμ, διδάσκουν ένα θεό ηγέτη, που αγαπά τους ανθρώπους όσο τον υπακούνε και τον λατρεύουν, αλλά, αν δεν το κάνουν, τους εξολοθρεύει από τη Γη και τους τιμωρεί αιώνια στην κόλασή του. Και ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός ένα τέτοιο θεό διδάσκουν, παρόλο που δέχονται την τριαδικότητά του (κατά την Ορθοδοξία, είπαμε τι είναι η κόλαση). Και ο Ιουδαϊσμός, η εβραϊκή θρησκεία, ένα τέτοιο θεό δέχεται, βασισμένος στην ιουδαϊκή κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης – η χριστιανική ερμηνεία της Παλ. Διαθήκης από τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας (π.χ. τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο) είναι εντελώς διαφορετική.
Οι πολυθεϊστικές θρησκείες, όπως ο Ινδουισμός, η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και οι προχριστιανικές θρησκείες των περισσότερων λαών της Γης, πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλοί θεοί, συνήθως ανθρωπόμορφοι, με ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, που συγκρούονται μεταξύ τους και με τους ανθρώπους. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι σκοτεινοί και μοχθηροί, αλλά κι αυτοί «πρέπει να λατρεύονται», αφού «είναι θεοί», γι’ αυτό στις θρησκείες αυτές γίνονται δεκτές και πνευματικές οντότητες που λατρεύονται με ανθρωποθυσίες ή που καταλαμβάνουν τους ανθρώπους κ.τ.λ., πράγματα απαράδεκτα κατά το χριστιανισμό.
Τέλος, υπάρχουν θρησκείες, όπως ο Βουδισμός, που διδάσκουν ότι δεν υπάρχουν καν θεοί, ούτε άνθρωποι, αλλά μόνο ψευδαισθήσεις, και ότι ο άνθρωπος λυτρώνεται από «την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει», μόνο όταν πάψει να υπάρχει. Οι θρησκείες αυτές πιστεύουν στη μετενσάρκωση – ότι γεννιόμαστε ξανά και ξανά ως άλλα πρόσωπα ή άλλα είδη ζωής – και προσπαθούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο, με μεθόδους όπως ο διαλογισμός (και εδώ), σε συναισθηματική αταραξία, ώστε να αποκοπεί από την πραγματικότητα (που τη θεωρούν ψευδαίσθηση) και «να μην ξαναγεννηθεί».
Συνεπώς, όχι, οι θρησκείες δεν πιστεύουν και δε διδάσκουν τον ίδιο Θεό. Με χριστιανικά κριτήρια, σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν κάποιες αλήθειες, αλλά ανακατεμένες με πλάνες. Σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν καλοί και ενάρετοι άνθρωποι, αλλά οι θεοί που λατρεύονται σ’ αυτές και οι υπερφυσικές εμπειρίες των πιστών τους συχνά είναι σκοτεινές και ύποπτες κι αυτό προκαλεί σοβαρές πνευματικές και κοινωνικές συνέπειες στους ανθρώπους, αλλά και στην ανθρώπινη ιστορία.
Δες και το άρθρο μας: Οι άγιοι διδάσκαλοι της Ορθοδοξίας και οι αντίστοιχοι των Θρησκειών.

[1]. Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, PG 94, 1573C. «Πυρ, σκότος, σκώληξ και τάρταρος», γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης (οι όροι που χρησιμοποιεί ο Χριστός μιλώντας για την κόλαση) είναι η γενική ηδυπάθεια, ο γαργαλισμός της επιθυμίας και η δυσωδία της αμαρτίας, ενώ «λίμνες του πυρός» οι πωρωμένες ψυχές, «στις οποίες βρωμάει ο βόρβορος των παθών, που τρέφουν τον ακοίμητο σκώληκα της ακολασίας και την ακράτητη επιθυμία της σάρκας». «Σάρκα» στη γλώσσα της ορθοδοξίας δε σημαίνει το σώμα (που το σεβόμαστε ως δημιούργημα του Θεού και, με τη βάφτιση, κατοικητήριο του Αγ. Πνεύματος, γι’ αυτό και δεν το αποτεφρώνουμε μετά θάνατον), αλλά το «της σαρκός φρόνημα», δηλαδή την υποδούλωση στα πάθη και την εκδίωξη της θείας χάρης (Φιλοκαλία, Δ΄, Αστήρ, σελ. 36, λζ΄). Αναλυτική παρουσίαση του θέματος, με πλήθος βιβλικών και πατερικών παραπομπών, βλ. στον τόμο Θάνατος, Ανάσταση και Αιώνια ζωή, εκδ. Ετοιμασία, ιερά μονή Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2005.
Βλ. ακόμη π. Γ. Δ. Μεταλληνού, τ. κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, «Παράδεισος και Κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση» , Ν. Μ., «Ο Θεός ως πυρ και φως», Αλέξανδρου Καλόμοιρου (1931-1990) Ο Πύρινος Ποταμός, μτφρ. Π. Μπότση, Ζέφυρος, Θεσσαλονίκη 1995.
[2]. Αναφέρω πρόχειρα δέκα: τους π. Ευμένιο Σαριδάκη († 1999), π. Νικόλαο Πέττα († 2000), π. Ευμένιο Λαμπάκη των Ρουστίκων Ρεθύμνου († 25.12.2005), π. Νικόλαο Κογιώνη († 2006), π. Γεώργιο Καλτσίου († 2006), π. Μάρκο Μανώλη († 2010), π. Δανιήλ Συσόεφ (δολοφονήθηκε το 2010) , π. Ιουστίνο Πίρβου († 2013), το μητροπολίτη Σιατίστης Αντώνιο († 2005), τον πατριάρχη Σερβίας Παύλο († 2009), ενώ υπάρχουν και πολλοί άλλοι (και εν ζωή).