Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
ΝΟΣΗΡΗ ΛΑΧΤΑΡΑ ΓΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι, ζητώντας ἀπὸ τὸν Κύριο σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Τοῦ ζητοῦσαν θαῦμα, ποὺ ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν θαυμάτων τοῦ ἀντίχριστου, δηλαδὴ «θαῦμα», ποὺ χορταίνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ ΣΑΡΚΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ καὶ τρέφει τὴν ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ καὶ τὸν ΕΓΩΙΣΜΟ τους.
Ὁ Κύριος, ἀκούγοντας μία τέτοια ἀπαίτηση, ἔδωκε τὴν αὐστηρὴ ἀπάντηση: «Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλίς, σημεῖον ἐπιζητεῖ, ὅμως σημεῖον δὲν θὰ τοὺς δοθῆ κανένα ἄλλο, παρὰ μόνον τὸ σημεῖον τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Ματθ. 16, 4).
Μὲ τὴν φράση «σημεῖον τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» ὁ Κύριος ἐννοοῦσε τὰ σημεῖα, ποὺ θὰ συνόδευαν τὸν Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του:
Τότε ὁ ἥλιος εἶδε τὸν Κύριο σταυρωμένο καὶ ἐσκοτίσθη ὥρα μεσημέρι, καὶ ἁπλώθηκε παντοῦ πηχτὸ σκοτάδι, ποὺ διήρκεσε τρεῖς ὧρες. Τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐσχίσθη στὰ δύο, ἀπὸ ἐπάνω μέχρι κάτω. Ἔγινε σεισμὸς καὶ οἱ βράχοι ἐσχίσθηκαν. Τὰ μνημεῖα ἄνοιξαν καὶ πολλοὶ ἅγιοι ἀναστήθηκαν καὶ ἐμφανίσθηκαν σὲ πολλοὺς στὴν ἁγία Πόλη (Ματθ. 27, 45-53).
Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἀναστήθηκε ἔγινε πάλι σεισμός. Φωτοφόρος ἄγγελος κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸν ἅγιο Τάφο, σὰν μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεώς Του, καὶ τρόμαξε τοὺς φύλακες, ποὺ – ταγμένοι, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζητοῦσαν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ – φρουροῦσαν τὸν τάφο. Αὐτοὶ οἱ φύλακες ἀνήγγειλαν στὸ Ἰουδαϊκὸ Συνέδριο τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ὅμως, ὅταν ἄκουσε «τὸ σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ», τὸ ἀντιμετώπισε μὲ τὴν ἴδια καταφρόνηση καὶ τὸ ἴδιο μίσος, ποὺ εἶχε ἀντιμετωπίσει καὶ ὅλα τὰ προηγούμενα θαύματα τοῦ Κυρίου. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐδωροδόκησε τοὺς φύλακες, καὶ βάλθηκε νὰ σκεπάσει μὲ τὸ σκοτάδι τῆς ψευτιᾶς τὸ θαῦμα!
(Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ Ἔκδοση Ἱ. Μητροπόλεως Νικοπόλεως)
ΘΕΪΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΓΝΗΣΙΕΣ – ΝΟΘΕΣ
1. Ὅταν κάποιος ἀναζητεῖ τὸν Θεό, δὲν θέλει ἁπλὰ νὰ λύσει μία ἀπορία του. Δὲν προσπαθεῖ νὰ ἱκανοποιήσει μόνο μία μεταφυσικὴ ἀνησυχία του. Δὲν ψάχνει, οὔτε γιὰ μία ἐνδιαφέρουσα φιλοσοφία, οὔτε γιὰ μία συναρπαστικὴ θεωρία. Θέλει νὰ βρεῖ τὸν Θεό. Καὶ – ἂν εἶναι δυνατό: νὰ Τὸν ἰδεῖ μὲ τὰ μάτια του – μὲ τὰ σωματικά του μάτια· καὶ νὰ Τὸν ἀκούσει μὲ τὰ αὐτιά του – μὲ τὰ σωματικά του αὐτιὰ- καὶ νὰ Τὸν πιάσει μὲ τὰ χέρια του!
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ψάχνει γιὰ τὸν Θεό, θέλει νὰ λύσει ἕνα πρόβλημά του, ποὺ ἔχει τρομακτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ζωή του. Γιατί μετά, ἀφοῦ δηλαδὴ Τὸν βρεῖ, θὰ πρέπει νὰ γίνει ὁ Θεὸς τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του. Καὶ γι’ αὐτό, γιὰ νὰ ἀποδεχθῆ τὸν Θεό, δὲν τοῦ ἀρκοῦν ὄμορφες σκέψεις καὶ συνθήματα! Θέλει ψηλαφητὴ γνώση. Ἀναζητεῖ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. Ἀναζητεῖ μία ΑΙΣΘΗΤΗ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὅτι εἶναι κοντά του. Ὅλα αὐτὰ θέλει νὰ τὰ νιώσει μὲ τὶς αἰσθήσεις του. Μὲ τὶς ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ του αἰσθήσεις. Γιατί αὐτὲς δίνουν σιγουριά.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε μία πάστα. Ἴδιο σῶμα. Ἴδια σκέψη. Ἴδια συναισθήματα. Ἴδιες ἀνησυχίες. Ἴδιες ἀναζητήσεις. Καὶ ὁ πόθος γιὰ ἐμπειρικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ὁ ἴδιος παντοῦ καὶ πανανθρώπινος. Τὸν βρίσκομε, σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ σὲ ὅλα τὰ πλάτη τῆς γῆς.
2. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει θρησκεία χωρὶς ἀναφορὰ σὲ ἐμπειρίες. Οὐσιαστικὸ στοιχεῖο σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὅλων τῶν ἐποχῶν εἶναι οἱ ἐμπειρίες. Ἀπὸ τὴν παγερὴ Σιβηρία, μέχρι τὰ βάθη τῆς Ἀφρικῆς, πουθενὰ δὲν λείπουν μάγοι καὶ μάγια, ποὺ δείχνουν αἰσθητὰ τὴν παρουσία στὴν ζωὴ μας ἑνὸς κόσμου ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο μας.
Ἑστίες τέτοιων ἐμπειριῶν ἦταν στὴν ἀρχαιότητα τὰ μεγάλα «ἱερά» τῆς εἰδωλολατρίας. Π.χ. τῶν Δελφῶν, τῆς Δωδώνης, τῆς Ἐπιδαύρου, τῆς Δάφνης κ. ἄ.
Ἀλλὰ καὶ στὴν σύγχρονη ἐποχή, καὶ μάλιστα στὶς «πιὸ» πολιτισμένες κοινωνίες, ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ «διαφωτισμένα» πρόσωπα τῆς πανεπιστημιακῆς νεολαίας, συναντᾶμε τὴν ἴδια δίψα γιὰ σωματικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ:
• Οἱ ἐξεγερμένοι φοιτητὲς στὸ Μπέρκλεϋ τῆς Καλιφόρνιας τὴν δεκαετία τοῦ 70, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα φώναζαν: «Ἕνας Θεὸς ποὺ δὲν ἀγγίζει τὴν ὕπαρξή μας, ἕνας Θεὸς ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ σῶμα μας, μᾶς εἶναι ἄχρηστος• δὲν τὸν χρειαζόμαστε• δὲν τὸν θέλουμε» (1).
• Παρόμοια καὶ ὁ μεγάλος σκηνοθέτης Μπέργκμαν, σὲ μία σκηνὴ τῆς ταινίας του «Ἕβδομη Σφραγίδα», βάζει τὸν πρωταγωνιστὴ νὰ ρωτάει μὲ ἀγωνία: «Γιατί νὰ εἶναι τόσο ὀδυνηρὰ ἀδύνατο νὰ συλλάβει κανεὶς τὸν Θεὸ μὲ τὶς αἰσθήσεις; Ἐγὼ θέλω ὁ Θεὸς νὰ μοῦ ἁπλώσει τὸ χέρι Του- νὰ μοῦ ἀποκαλυφθῆ αἰσθητὰ- καὶ νὰ μοῦ μιλήσει» (2). Ζητάει δηλαδὴ νὰ ζήσει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς αἰσθήσεις του.
Ἀλλὰ καὶ στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας κάτι τὸ ἀνάλογο ἔχομε. Ἀκοῦμε τοὺς ἁγίους μας νὰ μιλᾶνε μὲ παρόμοια γλώσσα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸν «Περὶ Εἰκόνων» λόγο του, λέγει ξεκάθαρα στοὺς αἱρετικούς, ποὺ δὲν ἤθελαν, οὔτε νὰ ἀκοῦνε λόγο γιὰ εἰκόνες καὶ λείψανα ἁγίων: «Ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγὼ- καὶ ἔχω σῶμα»• καὶ γι’ αὐτὸ «ποθῶ νὰ βλέπω καὶ σωματικὰ καὶ νὰ ἐπικοινωνῶ (καὶ σωματικὰ) μὲ τὰ ἅγια» (3).
Εἶναι φυσικό, ὅτι μετὰ ἀπὸ μία τέτοια παγκόσμια καὶ πανανθρώπινη ἀναζήτηση, οἱ ἐμπειρίες ἐπισημαίνονται καὶ καταγράφονται, σὰν θησαυροὶ πολύτιμοι.
Α
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΒΛΕΠΩΜΕ
1. Οἱ θρησκευτικὲς ἐμπειρίες, ὅπως εἴδαμε, εἶναι ἕνα πλῆθος ἀπέραντο! Καὶ καλὲς καὶ κακές. Καὶ εὐεργετικὲς καὶ καταστροφικές. Καὶ φανερώσεις τοῦ Θεοῦ- καὶ μαύρη μαγεία.
Καὶ σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ὅσο καὶ ἂν ἀπέχουν πολὺ ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη – καὶ τοπικὰ καὶ χρονικὰ -, ὅσο διαφορετικὲς καὶ ἂν εἶναι, βλέπομε ὅτι ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο κώδικα μαρτυρίας γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς κόσμου ἐξωφυσικοῦ ἢ ὑπερφυσικοῦ.
Γνήσιες ἐμπειρίες μᾶς δίνει ἡ ἁγία Γραφή: Εἶναι ἐκεῖνες, στὶς ὁποῖες μιλάει ὁ Θεὸς σέ μᾶς, καὶ μᾶς φανερώνει τὸν Ἑαυτό Του καὶ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Τέτοιες ἀποκαλύψεις εἶναι:
* ἡ φανέρωσή Του στὸν Ἀδάμ·
* ἡ φανέρωσή Του στὸν Νῶε·
* ἡ φανέρωσή Του στὸν Ἀβραάμ, στὸν Ἰσαάκ, στὸν Ἰακώβ·
* ἡ φανέρωσή Του στὴν βάτο, στὸ Σινᾶ, στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, στὴν ἔρημο ὡς νεφέλη φωτεινὴ καὶ ὡς στήλη πυρός·
* καὶ πρὸ παντὸς ἡ φανέρωσή Του ἐν Χριστῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες, σκοτεινῆς ἢ ὕποπτης προέλευσης. Π.χ. οἱ παρεμβάσεις τοῦ ὄφεως στὸν Ἀδὰμ καὶ στὴν Εὔα.
Ἀνάλογες ἐμπειρίες ἔχομε στὶς θρησκεῖες τῶν Ἑλλήνων, τῶν Αἰγυπτίων, τοῦ Σουμερίων, τῶν Ἀζτέκων, κλπ.. Καὶ σ’ αὐτὲς τὶς θρησκεῖες συναντᾶμε πλῆθος ἐμπειριῶν, ποὺ – κατὰ τὴν πίστη τῶν ὀπαδῶν τοὺς – προκαλοῦνται ἢ προέρχονται ἀπὸ ἐξωκοσμικὲς «θεϊκὲς» δυνάμεις.
Καὶ στὶς παραδοσιακὲς θρησκεῖες, καὶ σὲ ὅλες τὶς νέες θρησκευτικὲς ὁμάδες, ποὺ τὶς ὀνομάζομε «σέκτες», συναντᾶμε ἕνα ἀπέραντο πλῆθος αἰσθητῶν θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν. Βλέπομε λοιπόν, ὅτι ἔχομε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ὠκεανὸ θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν.
2. Ὅμως, ὅλο αὐτὸ τὸ νερό, (ἀλλοῦ θολό, ἀλλοῦ καθαρὸ• ἀλλοῦ πικρό, ἀλλοῦ γλυκό, ἀλλοῦ βρώμικο κ.α.), εἶναι τόσο θεμελιακὰ διαφορετικὸ στὴν κάθε περίπτωση, ὥστε νὰ θεμελιώνεται σ’ αὐτὲς ἡ διαφορὰ τῶν θρησκειῶν καὶ ὁ φανατισμὸς τῶν ὀπαδῶν τους.
Εὐλόγα, πλέον, δημιουργοῦνται τὰ ἐρωτήματα:
* Εἶναι δυνατὸν ὅλο αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ πηγάζει (ὅπως πολλοὶ ὑποστηρίζουν) ἀπὸ ΜΙΑ πηγή;
* Καὶ ἂν οἱ πηγὲς εἶναι περισσότερες, καὶ μὲ διαφορετικὸ ἡ κάθε μία νερό, ἐπιτρέπεται νὰ τὶς βάζουμε ὅλες αὐτὲς στὸ ΙΔΙΟ καζάνι; Νὰ τὶς βλέπωμε σὰν «ἕνα»; Γιὰ παράδειγμα: Ἐμπειρία ἦταν καὶ ἡ παρέμβαση τοῦ ὄφεως (τοῦ διαβόλου) στὴν Εὔα, ἐμπειρία ἦταν καὶ ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀδάμ. Πῶς μποροῦν νὰ χωρέσουν στὸ ἴδιο καζάνι, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔχουν ὄχι μόνο διαμετρικὰ ἀντίθετες, ἀλλὰ καὶ ἀντίπαλες, πηγές;
* Εἶναι ὅλες ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἢ προέρχονται καὶ ἀπὸ ἄλλες δυνάμεις; Πῶς μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι, ὅτι μία θρησκευτικὴ ἐμπειρία πηγὴ της ἔχει τὸν Ἕνα Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὄχι ἄλλες δυνάμεις; Βρισκόμαστε ἑπομένως μπροστὰ σὲ μία μεγάλη ἀπορία. Δὲν ἀρκεῖ μία κάποια ἀπάντηση-τοποθέτηση. Πρέπει νὰ εἶναι μελετημένη καὶ ὑπεύθυνη!
3. Εἶναι λοιπὸν ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη, νὰ γίνει ἕνα ξεκαθάρισμα. Ξεκαθάρισμα, ποὺ δὲν ἔχει ἁπλῶς τὸν σκοπὸ νὰ ἱκανοποιήσει μία ἀνθρώπινη περιέργεια. Δὲν πᾶμε, οὔτε νὰ λύσουμε… σταυρόλεξα, οὔτε νὰ παίξουμε μέ… πάζλ. Δὲν εἶναι οὔτε διασκέδαση, οὔτε παιχνίδι. Ἀφοῦ ἔχει σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν θρησκεία, πρόκειται γιὰ ξεκαθάρισμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μας ἢ ὁ θάνατός μας. Ἀπὸ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας.
Μὲ ἄλλα λόγια χρειάζεται νὰ γίνει διάκριση ἀνάμεσα σὲ ἐμπειρίες ποὺ ἀναδίδουν «ὀσμὴν ζωῆς εἰς ζωὴν» καὶ σὲ ἄλλες, ποὺ ἀναδίδουν «ὀσμὴν θανάτου εἰς θάνατον» (γιὰ νὰ παραφράσουμε τὸν Παῦλο).
Ποιὲς ἐμπειρίες μᾶς ὁδηγοῦν στὴν Ἀλήθεια καὶ στὴν Ζωή; Καὶ ποιὲς ἐμπειρίες μᾶς ὁδηγοῦν στὸ ψέμα καὶ στὸν θάνατο;
Κάποιοι ἀρχαῖοι ἕλληνες φιλόσοφοι ἔβαλαν τὴν δύναμη τοῦ κεφαλιοῦ τους, καὶ κριτικάροντας ἐμπειρίες, διδασκαλίες, ἔθιμα τῆς θρησκείας τους, ἀπέρριψαν κάποια ἀπὸ αὐτά. Ἀλλὰ στάθηκαν ἀνίκανοι νὰ ξεκαθαρίσουν τὰ πράγματα. Ἦσαν μικροὶ καὶ λίγοι γιὰ τέτοιο ἔργο.
Εἴμαστε ὅλοι μικροὶ καὶ λίγοι γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο. Κανεὶς δὲν τὸ μπορεῖ. Μεγάλος μπελὰς γιὰ μᾶς ἕνα τέτοιο ἔργο. Ἐμεῖς τὸ πολὺ ποὺ μποροῦμε, εἶναι νὰ ἰδοῦμε, ἂν μία ἐμπειρία εἶναι τῆς τάξης τοῦ κόσμου τούτου, ἂν εἶναι μία φυσικὴ ἐμπειρία• ἡ ἂν εἶναι μία καθαρὰ ὑπερφυσικὴ ἐμπειρία.
4. Τὸν φοβερὸ «μπελὰ» γιὰ αὐτὸ τὸ ξεχώρισμα τὸν ἀνέλαβε γιὰ χάρη μας ὁ ἴδιος ὁ Θεός, σὰν πατέρας μας.
Τὸ σωτήριο αὐτὸ ἔργο, τὸ ἄρχισε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη· καὶ τὸ ὁλοκλήρωσε στὴν Καινὴ Διαθήκη. Καί, ὅπως γνωρίζομε, τὸ ξεκαθάρισμα αὐτό, Τοῦ κόστισε πολὺ ἀκριβά! Τὸ πλήρωσε μὲ τὸν θάνατό Του καὶ μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα Του. «Ἠγοράσθημεν τιμῆς» (Α’ Κορ. 7, 23).
5. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μαρτυρεῖ σαφέστατα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ΕΝΑΣ- καὶ εἶναι ὁ «ἐπὶ πάντων Θεὸς» (Ρωμ. 9, 5). «Πάντες δὲ οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5). Δηλαδή, «ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ λεγόμενοι ‘θεοὶ’ τῶν ἄλλων θρησκειῶν, εἶναι δαιμόνια»!
Ἡ διάκριση εἶναι σαφής. Δὲν ὑπάρχουν «γκρίζες ζῶνες» ἀνάμεσα στὰ δύο. Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ἡ Πηγὴ τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Φωτός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐκπεσόντες ἄγγελοι, πνεύματα τοῦ σκότους, δαιμόνια πονηρά, ποὺ ὁδήγησαν τοὺς ἀνθρώπους στὸ χάος τῆς εἰδωλολατρίας.
Οἱ εἰδωλολάτρες, καὶ οἱ τότε καὶ οἱ τώρα, εἶχαν καὶ ἔχουν βουλιάξει σὲ ἕνα φοβερὸ πελάγωμα! Γι’ αὐτούς, καὶ τὰ κακὰ πνεύματα ἦταν θεοί, καὶ τὰ ἀγαθὰ πνεύματα ἦταν θεοί. Καὶ σὲ πολλὲς εἰδωλολατρίες, παλιότερες καὶ σημερινές, ὁ ἀγαθὸς θεὸς καὶ ὁ κακὸς θεὸς ἦταν οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος. Ἔτσι λοιπόν, καὶ οἱ τότε εἰδωλολάτρες ὁδηγοῦσαν – καὶ οἱ τώρα συνεχίζουν νὰ ὁδηγοῦν – σὲ ἕνα χάος. Καὶ χάος σημαίνει σκοτάδι- κατάσταση ἀξεκαθάριστη. Γιά μᾶς, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀξεκαθάριστη.
6. Αὐτὴ τὴν χαώδη κατάσταση ἀνέλαβε νὰ τὴν ξεκαθαρίσει γιὰ χάρη μας ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Ἦταν γι’ Αὐτὸν εὔκολο; Καθόλου! Ὁ Θεὸς «τρόμαξε» νὰ βγάλει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοτεινὸ λαβύρινθο τῆς πολυθεΐας. Παιδεύτηκε πολύ, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν βοηθήσει, νὰ τὸ νιώσει, νὰ καταλάβει ἀπὸ ἐμπειρία «ὅτι εἶναι ὁ μόνος Κύριος καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός, οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ».
Τελικά, αὐτὸ εἶναι τὸ ξεκάθαρο. Ὑπάρχει ἕνας Θεός, ποὺ εἶναι ὁ μόνος Κύριος· καὶ ἄλλος, ἔξω ἀπὸ Αὐτόν, δὲν ὑπάρχει• οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ. Καὶ αὐτό, ὁ Θεὸς δὲν τὸ ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους, στέλνοντας ἁπλῶς ἕνα μήνυμα, ἢ παραδίδοντας μία προφορικὴ ἢ γραπτὴ διδασκαλία. Τὸ ἔκανε βέβαια καὶ αὐτό.
Συγκαταβαίνοντας ὅμως στὴν ἀνθρώπινη δίψα γιὰ αἰσθητὲς ἐμπειρίες, ἐπιλέγει ἕνα πολὺ «ἐποπτικὸ» καὶ ἐμπειρικὸ τρόπο διαπαιδαγωγήσεώς μας: τὴν ἀντιπαράταξη μὲ τὰ δαιμόνια.
7. Καταδέχεται νὰ ἀντιπαρατάσσεται μὲ τοὺς δαίμονες. Καταδέχεται νὰ παλεύει μαζί τους.
«Δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» καταδέχεται μπροστὰ στὰ μάτια μας νὰ «κονταροχτυπιέται» πρόσωπο πρὸς πρόσωπο μὲ τὰ πνεύματα τοῦ σκότους, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δείχνει σὲ μᾶς τὴν ἀκαταμάχητη δύναμή Του. (Τὸ «κονταροχτυπιέται» τὸ λέμε, χωρὶς καμμία δόση «θεοπασχητισμοῦ»). Ἀναγκάζεται μὲ χοντροκομμένο τρόπο νὰ ταρακουνάει τὸν σκληρόκαρδο ἄνθρωπο, ποὺ βρίσκεται κυριολεκτικὰ σὲ ἀφασία• καὶ ἔχει (κατὰ τὸν Χρυσόστομο) «διάνοιαν παχυτέραν καὶ ἀναισθητοτέραν»· δηλαδή, εἶναι πολὺ «χοντροκέφαλος καὶ πολὺ ξεροκέφαλος»• καὶ γι’ αὐτό, «χάσκει καὶ ρέπει πρὸς τὰ σωματικὰ» (4).
Ἀναγκάζεται, μᾶς λέει πάλι ὁ Χρυσορρήμων, νὰ παρατάσσεται ὁ Θεὸς γιὰ χάρη μας «πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου», γιὰ νὰ ἀνάψει μέσα μας «τὸν σπινθήρα τῆς πίστεως» (5).
8. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ «σπινθήρας τῆς πίστεως»; Εἶναι τὸ κατ’ ἀρχὴν ξεκαθάρισμα, ὅτι βασικὰ ὑπάρχουν δύο πηγὲς θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν: ἀφ’ ἑνὸς ὁ Ἕνας Ἀληθινὸς Παντοδύναμος Θεός· καὶ ἀφ’ ἑτέρου οἱ δαίμονες, οἱ ἐκπεσόντες ἄγγελοι, ποὺ μπροστά Του εἶναι ἀνίσχυροι- καὶ «φρίττουν καὶ τρέμουν».
Ἀνάβοντας μέσα μας αὐτὸν τὸν «σπινθήρα τῆς πίστεως» ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς κάμει ἀνθρώπους ἀληθινὰ πιστούς, μὲ πίστη καὶ ἐπίγνωση. Φῶς
Του. Στόμα Του. Κήρυκές Του, ποὺ νὰ ἐξαγγέλλουμε τὰ μεγαλεῖα Του.
Ὁ Θεὸς θέλει νὰ δημιουργήσει ἑστίες φωτὸς- ὁμάδες ἐργατῶν τῆς Βασιλείας Του. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἰσραήλ: «Ὑμεῖς, γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν (=γιὰ νὰ τὸν κάμει ὄργανό Του, νὰ κηρύττει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ), ὅπως τὰς ἀρετὰς ἑξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους καλέσαντος ὑμᾶς εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς» (Α’ Πέτρου, 2, 9).
Καὶ ὁ Θεὸς καλεῖ καὶ τὸν Παλαιὸ καὶ τὸν Νέο Ἰσραὴλ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ Φῶς, ἀντιπαρατασσόμενος συχνὰ μὲ τοὺς σκοτεινοὺς δαίμονες. Εἶναι πάρα πολλὰ τὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει καὶ κάνει αὐτὴν τὴν φωτιστικὴ γιὰ μᾶς «ἀντιπαράταξή» Του μὲ τοὺς δαίμονες.
1. Π. Νέλλα, Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, στὸ Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση, Ἀκρίτας 1982, σ. 108
2. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐορτολογικὰ Παλινωδούμενα, Ἀκρίτας 1999, σελ.40
3. P.G.94, 1264 BC
4. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν Α’, ΕΠΕ τ. 36, σελ. 313-317
5. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν, ΕΠΕ 34, σελ. 428